«Ένα βράδυ ήμασταν εγώ και ο Κάλπης στην πλατεία, στο «Ξύλινο», και τρώγαμε κρέπες μετά από ξενύχτι. Έρχεται κοντά μας η Φιόνα, μια κοπέλα από τις πιο ωραίες της Γλυφάδας που σπάνια μου μιλούσε. Την κοίταξα καλά-καλά που μας πλησίασε, σαν να μην το πίστευα».
Της Λουκίας Δέρβη
Ο Κάλπης είχε λεφτά. Προερχόταν από καλό σόι της Γλυφάδας, παλαιοί Γλυφαδιώτες με οικόπεδα και περιουσία από πάππου προς πάππου. Γνωριστήκαμε στα σουβλάκια του «Αίνου», την δεκαετία του ΄90. Δεν θυμάμαι ποιος μας σύστησε, ποιοι άλλοι ήταν στην παρέα, είχαμε κοινό γνωστό τον Λ. κι αυτό κάπως μας έδεσε, όπως δένουν τους ανθρώπους κάποια κοινά πράγματα στη ζωή τους, σχολειά, γυναίκες, γειτονιές, σόγια, μουσικές. Ο Λ. είχε σκοτωθεί σε τροχαίο στην Τσιτσάνη, κοντά στο Γκολφ, στην κηδεία είχε γίνει διαδήλωση και τότε που γνώρισα τον Κάλπη πρέπει να είχαν περάσει πάνω από πέντε χρόνια. Του είπα λίγα λόγια για μένα, τα στέκια και τις παρέες, τι άλλο να του έλεγα με το καλησπέρα και κείνος λίγα λόγια για κείνον. Δώσαμε ραντεβού στο μπιλιαρδάδικο μετά από λίγες μέρες. Ρώτησα γι’ αυτόν τον Σ.. Moυ είπε: «Είναι καλό παιδί αν και η οικογένειά του είναι χάλια». Με πήρε στο λαιμό του ο Σ. τώρα που το σκέφτομαι γιατί είμαι ευαίσθητος άνθρωπος και μόλις ακούσω δυστυχία τρέχω να βοηθήσω. Μισή αλήθεια αυτή, γιατί η άλλη μισή είναι πως οι συμμαθητές είχαν φύγει από τη γειτονιά κι έψαχνα καινούργιες παρέες. Κάποιον να μην σου ζητάει δανεικά, να έχει τα προς το ζην και, πώς να το πω, να μιλάτε ως ίσος προς ίσον, ε, αυτό δεν είναι και κακό κριτήριο νόμισα.
Αρχίσαμε τις βόλτες με τις μηχανές, τα μπαράκια, τα δισκάδικα. Μου γνώρισε τους φίλους του, του γνώρισα τους δικούς μου. Μου έκανε εντύπωση πως απ’ όλους είχε παράπονα και τους δικούς μου και τους δικούς του, ο ένας δεν του έδινε σημασία, ο άλλος του μίλησε άσχημα, ο ένας είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, ο άλλος ήταν ηλίθιος.
Αρχίσαμε τις βόλτες με τις μηχανές, τα μπαράκια, τα δισκάδικα. Μου γνώρισε τους φίλους του, του γνώρισα τους δικούς μου. Μου έκανε εντύπωση πως απ’ όλους είχε παράπονα, και από τους δικούς μου και από τους δικούς του, ο ένας δεν του έδινε σημασία, ο άλλος του μίλησε άσχημα, ο ένας είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, ο άλλος ήταν ηλίθιος. Αισθανόμουν και κάπως αμήχανα με όλες αυτές τις επιθέσεις εναντίον των πάντων πως μήπως τάχα μου εγώ ήμουν ο αφελής και δεν καταλάβαινα τους χαρακτήρες. Βλέπεις, είμαι τύπος που δεν τα πολυσκέφτομαι τα πράγματα και παίρνω τους ανθρώπους όπως μου παρουσιάζονται, σε κάποια αναποδιά πάμε παρακάτω, λέω. Καμιά φορά μιλάω, καμιά όχι, δεν βγάζεις τίποτα να είσαι συνέχεια με το σπαθί στο χέρι σαν τους τρεις σωματοφύλακες του Δουμά.
Ένα βράδυ ήμασταν εγώ και ο Κάλπης στην πλατεία, στο «Ξύλινο», και τρώγαμε κρέπες μετά από ξενύχτι. Έρχεται κοντά μας η Φιόνα, μια κοπέλα από τις πιο ωραίες της Γλυφάδας που σπάνια μου μιλούσε. Την κοίταξα καλά-καλά που μας πλησίασε, σαν να μην το πίστευα. Μου λέει: «Μπίλη, έχεις φωτιά;» και μου δείχνει το τσιγάρο της. Κόντεψε να μου πέσει η κρέπα από το χέρι μέχρι να βρω τον αναπτήρα και να της ανάψω το τσιγάρο. Μετά εκείνη έφυγε, αργά-αργά χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Ε, μου είπε τότε ο Κάλπης πως επίτηδες μου τα είχε ρίξει η Φιόνα επειδή ήταν πρώην του και ήθελε να του κάνει νούμερα. Δεν είπα τίποτα, λογικό μου φάνηκε.
Η Φιόνα βρήκε το τηλέφωνό μου από τον Σ. και μου ζήτησε να βγούμε για καφέ. Κακή εντύπωση μου έκανε αυτό, μια κοπέλα έτσι με τόσο θάρρος, δεν ήμουν συνηθισμένος σε τέτοιες προσεγγίσεις όσο όμορφη και να ήταν η άλλη, ως τότε εγώ ήμουν ο κυνηγός και παρόλο που ήμουν στα εικοσιτέσσερα μπακούρι είχα και κάποια στάνταρ για τις κοπέλες που ερωτευόμουν, δεν ήθελα να είναι όποια κι όποια, ούτε να έχει κακό όνομα στην Γλυφάδα. Κι όταν χωρίζαμε με τις κοπέλες μου –που δεν ήταν κι αμέτρητες– ήθελα να φεύγω με το κεφάλι ψηλά.
Τέλος πάντων, βγήκαμε στο «Όσκαρ» για καφέ, τα βλέμματα όλων πάνω μας. Μου είπε πως ήθελε να με προειδοποιήσει για τον Κάλπη πως τέλος πάντων αυτός ήταν μια κακή συναναστροφή για μένα και πως όλους τους ξεγελούσε, πως ήταν απατεώνας και πως αργά ή γρήγορα θα μου την έφερνε και μένα. Δεν ήξερα τι να της πω, την ρώτησα γιατί μου τα λέει όλα αυτά εν πάση περιπτώσει. «Σε συμπαθώ» μου είπε. Πλήρωσα το λογαριασμό και φύγαμε.
«Σε νοιάζει να κάνω κάτι με τη Φιόνα;» ρώτησα τον Κάλπη την άλλη μέρα.
«Δεν με νοιάζει καθόλου» μου είπε «είναι χαλασμένο φρούτο».
Οι μέρες κυλούσαν αργά εκείνο το καλοκαίρι. Ο Κάλπης είχε εξαφανιστεί, η Φιόνα το ίδιο, ξέμεινα με τον Σ. στη χάση και στη φέξη και όποιον άλλον έβρισκα που να μην δημιουργούσε φασαρίες και προβλήματα. Άργησα να καταλάβω πως ο Κάλπης με απέφευγε και άλλαξε στέκια και μια μέρα μου είπαν πως τα είχε φτιάξει με τη Φιόνα ξανά.
Το ΄95 έγινε πάλι ένα τροχαίο στην παραλιακή. Σκοτώθηκε ο Χ. με τη μηχανή, πήγε κι έπεσε μεθυσμένος πάνω σε μια κολώνα. Τους είδα πιασμένους χέρι-χέρι στην κηδεία, ήρθαν και με χαιρέτησαν «Να είμαστε καλά, ρε Μπίλη» είπε η Φιόνα. Ο Κάλπης δεν μίλησε, τι να μου πει.
Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό, ούτε από κείνην ούτε από κείνον αλλά είχα μάθει να χάνω στον έρωτα, δεν ήταν καινούργιο μάθημα αυτό για μένα.
Πάλι δεν το πολυσκέφτηκα το πράγμα, εντάξει είπα, συμβαίνουν αυτά, συνέχισα το δρόμο μου. Πού και πού τους σκεφτόμουν αυτούς τους δυο με ένα αίσθημα ζήλειας κι απογοήτευσης μαζί.
Το ΄95 έγινε πάλι ένα τροχαίο στην παραλιακή. Σκοτώθηκε ο Χ. με τη μηχανή, πήγε κι έπεσε μεθυσμένος πάνω σε μια κολώνα. Τους είδα πιασμένους χέρι-χέρι στην κηδεία, ήρθαν και με χαιρέτησαν «Να είμαστε καλά, ρε Μπίλη» είπε η Φιόνα. Ο Κάλπης δεν μίλησε, τι να μου πει.
Στην κηδεία του Χ. είδα και την Κική που μου άρεσε από το σχολείο και είχε αλλάξει πολύ. Ήταν ωραίο κορίτσι, τρία χρόνια μικρότερη, με κάπως πλατύ πρόσωπο, μεγάλα μπλε μάτια και ενώ είχε φαρδιά λεκάνη τα πόδια της ήταν καλλίγραμμα και χυτά όπως φαίνονταν κάτω από την φούστα που φορούσε. Πήγα κοντά της και της έπιασα την κουβέντα. Της είπα να τα πούμε καμιά φορά να θυμηθούμε τα παλιά. Αστεία ατάκα αν το σκεφτείς γιατί τα «παλιά» δεν ήταν και τόσο παλιά, έξι χρόνια είχαν περάσει από τότε που είχα τελειώσει το σχολείο. Την Κική την ήξερα όμως από πιτσιρίκα, στην πραγματικότητα τη σνόμπαρα αν και ήταν ωραίο κορίτσι γιατί ήταν η μικρή αδερφή του φίλου μου του Κ., κάτι σαν απαγορευμένο φρούτο αλλά απαγορευμένο και άγουρο μαζί.
Διαπίστωσα στο πρώτο μας ραντεβού πως ήταν πολύ σοβαρή κοπέλα και πως θα έπρεπε να είμαι προσεκτικός μαζί της. Μου άρεσε και δεν ήθελα να παίξω παιχνίδια. Είχα κι ένα αίσθημα προστασίας απέναντί της, ένα αίσθημα σεβασμού απέναντι στον παλιό μου φίλο που μπορεί κάποτε, σκεφτόμουν, αν της φερόμουν άσχημα, να μου ζητούσε τον λόγο.
Προχώρησε το πράγμα με την Κική. Έγινε ένας δεσμός σοβαρός χωρίς στραβοπατήματα ούτε από μένα ούτε από κείνην. Τις πολλές εξόδους μού τις έκοψε, κυρίως περνούσαμε τις νύχτες μας στο σπίτι, οι δυο μας ή με παρέες, εκείνη μαγείρευε μετά τη δουλειά της. Σαν να είχα νοικοκυρευτεί για πρώτη φορά κι αυτό κατά βάθος μου άρεσε. Σκέφτηκα να την γνωρίσω στους δικούς μου και της το είπα.
Ένα βράδυ, πήγα σινεμά στο «Άννα Ντορ» με τον Σ., ήταν χειμώνας και η Κική θα δούλευε μέχρι αργά. Το έργο δεν το θυμάμαι πια ποιο ήταν, μου ήταν σχετικά αδιάφορο. Στο διάλειμμα πήγα στην καντίνα να φέρω χοτ- ντογκ για τους δυο μας και από μια μπύρα.
Ένα βράδυ, πήγα σινεμά στο «Άννα Ντορ» με τον Σ., ήταν χειμώνας και η Κική θα δούλευε μέχρι αργά. Το έργο δεν το θυμάμαι πια ποιο ήταν, μου ήταν σχετικά αδιάφορο. Στο διάλειμμα πήγα στην καντίνα να φέρω χοτ- ντογκ για τους δυο μας και από μια μπύρα. Στην ουρά, δυο μέτρα πιο μπροστά από μένα, στεκόταν η Φιόνα μόνη. Φαινόταν λυπημένη, σαν χαμένη θα έλεγα, φορούσε ρούχα πολύ λεπτά για την εποχή και κρατούσε στο χέρι ένα φαρδύ μαύρο δερμάτινο που σκέφτηκα πως θα ήταν του Κάλπη. Τα μάτια μου είχαν κολλήσει πάνω της, την περιεργαζόμουν και έκανα σενάρια με το μυαλό μου. Έψαξα με το βλέμμα να δω και τον Κάλπη κάπου εκεί αλλά δεν ήταν πουθενά. Κάποια στιγμή με είδε. Πήρε μια κόκα-κόλα σε ποτήρι, πλήρωσε και ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. «Τι κάνεις, Μπίλη;» με ρώτησε. «Καλά είμαι» της είπα. «Μόνος;» «Με έναν φίλο. Εσύ;» «Μόνη. Με παράτησε ο φίλος σου» είπε. «Α, έτσι» έκανα.
«Έτσι» είπε και χαμήλωσε το βλέμμα. Πρώτη φορά την έβλεπα τόσο λυπημένη και ευάλωτη.
Έφυγα από το σινεμά και την πήγα με τη μηχανή στο «Ξύλινο» να φάμε κρέπες και να μου τα πει. Δεν μ’ ενδιέφερε ούτε ο Σ. που τον είχα παρατήσει μόνον στο σινεμά, ούτε η Κική, ούτε ο Κάλπης, ούτε τίποτα. Την ώρα που έκλαιγε μπροστά σε όλους η Φιόνα και μου έλεγε τα καθέκαστα ένιωσα πως ζούσα για κείνην την στιγμή πολύ καιρό αλλά χωρίς να το έχω καταλάβει, για τη στιγμή που θα την έπαιρνα αγκαλιά, έτσι βουρκωμένη, και που θα της φιλούσα τα δάκρυα, τα μάγουλα, το στόμα. Εκείνη η νύχτα δεν ήθελα να τελειώσει.
Πήγαμε στο ξενοδοχείο και κοιμηθήκαμε μαζί. Την άλλη μέρα τα χάλασα με την Κική.
Τώρα που τα σκέφτομαι είναι από τις μεγαλύτερες βλακείες που έχω κάνει στη ζωή μου. Δεν μετανιώνω αλλά δεν είμαι και περήφανος. Με τη Φιόνα κράτησε όλο κι όλο ενάμιση μήνα. Η Κική έκανε να μου μιλήσει χρόνια. Ο αδερφός της ο Κ. μια μέρα που τον τράκαρα στο μπιλιαρδάδικο μου είπε ότι ήμουν κάλπης.
«Τι να πω;» τον ρώτησα και χαμήλωσα το κεφάλι.
Ο Κάλπης τα έφτιαξε το καλοκαίρι με μια Αγγλίδα τουρίστρια και πήγε στην Αγγλία. Έμαθα πως έκαναν ένα παιδί. Αγόρι.
Η Λουκία Δέρβη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Έχει εκδώσει συλλογές διηγημάτων, μια νουβέλα και μυθιστορήματα. Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, σουηδικά, πολωνικά και ρουμανικά. Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Ακούω φωνές (εκδ. Μεταίχμιο, 2023)
❉
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.