«Κάποια στιγμή που σήκωσα τα μάτια από το τετράδιο των μαθηματικών και κοίταξα γύρω μου, παρατήρησα την παράξενη ηλικιωμένη γυναίκα στο διπλανό τραπέζι. Πρέπει να ήταν πάνω από εβδομήντα, το λευκό πρόσωπό της ήταν σκαμμένο από βαθιές ρυτίδες που δεν οφείλονταν μόνο στον χρόνο, αλλά και στη βασανισμένη ζωή της, όπως κατάλαβα αργότερα». Kεντρική εικόνα: πίνακας του Auguste Toulmouche.
Του Διονύση Καλαμβρέζου
“If you want a red rose,” said the Tree, “you must build it
out of music by moonlight, and stain it with your own
heart’s-blood. You must sing to me with your breast against
a thorn. All night long you must sing to me, and the thorn
must pierce your heart, and your life-blood must flow into
my veins, and become mine.”
Oscar Wilde, The Nightingale and the Rose
Η ιστορία είναι αληθινή στα περισσότερα στοιχεία της. Συναντήσαμε πραγματικά την ηλικιωμένη γυναίκα σε ένα μικρό εστιατόριο-καφέ στη Δεύτερη Λεωφόρο, στο ύψος της 90ης Οδού ένα μεσημέρι Σαββάτου να ζωγραφίζει με νερομπογιές ένα τριαντάφυλλο. Ένα όμορφο ροζ τριαντάφυλλο στο μικρό ανθοδοχείο του τραπεζιού που καθόταν. Δεν είχαμε ποτέ ως τότε ξανακούσει τέτοια ιστορία αυτοθυσίας, ομορφιάς και ταυτόχρονα ματαίωσης και συντριβής …
Εκείνη την εποχή κάθε μεσημέρι Σαββάτου πηγαίναμε στο σπίτι της Μαρίνας Γεσένινα, στη Δεύτερη Λεωφόρο και 91η Οδό, για το μάθημα πιάνου. Μας πήγαινε είτε ο πατέρας μας είτε η μητέρα μας, ανάλογα ποιος είχε πιο ελεύθερο πρόγραμμα. Το μάθημα της καθεμιάς μας διαρκούσε σαράντα πέντε λεπτά. Άλλοτε έκανα εγώ το πρώτο σαρανταπεντάλεπτο, άλλοτε η Αϊλόλη. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος της μιας, η άλλη με τον πατέρα μας ή τη μητέρα μας καθόμαστε σε ένα μικρό εστιατόριο-καφέ στη Δεύτερη Λεωφόρο, στο ύψος της 90ης Οδού, τρώγαμε, αν πεινούσαμε, σάντουιτς ή πίτσα και πίναμε ζεστή σοκολάτα εμείς και καφέ ή γονείς μας, διαβάζαμε κάποιο βιβλίο ή συζητούσαμε μέχρι να τελειώσει το σαρανταπεντάλεπτο και να γίνει η εναλλαγή στο μάθημα.
Εκείνη τη μέρα είχε πάει στο μάθημα πιάνου πρώτη η Αϊλόλη. Εγώ καθόμουν με τον πατέρα μου στο γνωστό μικρό εστιατόριο-καφέ σε ένα τραπέζι για δυο άτομα κοντά στη τζαμαρία. Έξω στη Δεύτερη Λεωφόρο η ατμόσφαιρα σκοτείνιαζε, καθώς μαύρα σύννεφα έτοιμα για βροχή πύκνωναν πάνω από τους ουρανοξύστες. Κοίταζα τις ασκήσεις μαθηματικών που έπρεπε να τελειώσω το Σαββατοκύριακο και ο πατέρα μας διάβαζε στην οθόνη του ipad τις τελευταίες ειδήσεις και ειδικότερα τα αποτελέσματα μιας μελέτης ομοσπονδιακών υπηρεσιών, σύμφωνα με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έχαναν τουλάχιστον το δέκα τοις εκατό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τους τα επόμενα χρόνια λόγω της κλιματικής αλλαγής και της μη λήψης αποτελεσματικών μέτρων για την αντιμετώπισή της.
Τα μεγάλα μάτια της, που διατηρούσαν ίχνη της παλιάς ομορφιάς της, ήταν πια γκρίζα και καθρέφτιζαν μια θλίψη τόσο βαθιά σαν να ερχόταν από το βάθος των αιώνων. Μπροστά της είχε ένα μικρό επιτραπέζιο καβαλέτο και ένα πλαστικό διαφανές κουτί απλές νερομπογιές σαν αυτές που χρησιμοποιούσαμε στο σχολείο.
Κάποια στιγμή που σήκωσα τα μάτια από το τετράδιο των μαθηματικών και κοίταξα γύρω μου, παρατήρησα την παράξενη ηλικιωμένη γυναίκα στο διπλανό τραπέζι. Πρέπει να ήταν πάνω από εβδομήντα, το λευκό πρόσωπό της ήταν σκαμμένο από βαθιές ρυτίδες που δεν οφείλονταν μόνο στον χρόνο, αλλά και στη βασανισμένη ζωή της, όπως κατάλαβα αργότερα. Τα μέτρια σε μάκρος μαλλιά της ήταν άσπρα και ξανθά σε μερικά σημεία και έδιναν την εντύπωση είτε ότι δεν είχε πετύχει το βάψιμο είτε ότι είχαν ασπρίσει ξαφνικά με μη φυσιολογικό τρόπο. Τα μεγάλα μάτια της, που διατηρούσαν ίχνη της παλιάς ομορφιάς της, ήταν πια γκρίζα και καθρέφτιζαν μια θλίψη τόσο βαθιά σαν να ερχόταν από το βάθος των αιώνων. Μπροστά της είχε ένα μικρό επιτραπέζιο καβαλέτο και ένα πλαστικό διαφανές κουτί απλές νερομπογιές σαν αυτές που χρησιμοποιούσαμε στο σχολείο. Ζωγράφιζε με επιδέξιες κινήσεις ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, το κόκκινο τριαντάφυλλο που ήταν τοποθετημένο στο μικρό φτηνό ανθοδοχείο στο τραπέζι της. Σταμάτησε για λίγο καθώς διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας και μου έστειλε ένα αδύναμο χαμόγελο. Τα χείλη της ήταν χλωμά αλλά καλλίγραμμα. Καθώς ξαναστράφηκα στις ασκήσεις των μαθηματικών την είδα με την άκρη του ματιού μου να βουτάει το πινέλο που κρατούσε σε ένα ποτήρι με νερό και να το φέρνει στο ανοικτό κουτί με τις νερομπογιές. Τότε τελείωσε η φόρτιση του ipad του πατέρα μου. Ψάχτηκε για καλώδιο και τον κινητό φορτιστή. ‘’Τα έχω αφήσει στον αυτοκίνητο’’ μονολόγησε. Έπειτα απευθύνθηκε σε εμένα.
‘’Θα πεταχτώ μέχρι το αυτοκίνητο να φέρω τον φορτιστή και τις ομπρέλες γιατί μάλλον θα βρέξει σύντομα. Προσοχή μέχρι να επιστρέψω…’’.
‘’Εντάξει’’ είπα και κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Δεν θα έκανε πάνω από δέκα- δώδεκα λεπτά μέχρι να πάει και να επιστρέψει από τη γωνία της Πρώτης Λεωφόρου και 94ης Οδού, όπου είχαμε βρει θέση για παρκάρισμα.
Όταν σηκώθηκε και φόρεσε το καφέ δερμάτινο μπουφάν και το καπέλο του, μια λάμψη πετάρισε στο βλέμμα της ηλικιωμένης γυναίκας στο διπλανό τραπέζι. Μετά από λίγο, όταν έφυγε ο πατέρας μας, αποδείχθηκε γιατί.
‘’Γεια σου όμορφο κορίτσι’’ είπε με απαλή φωνή και έκανε προσπάθεια να χαμογελάσει.
‘’Γεια σας’’ είπε με ευγενικό τόνο, αλλά και κάποια ενόχληση, καθώς την εποχή εκείνη δεν ήμουν συνηθισμένη να μιλώ σε ξένους, ιδίως αν δεν ήταν παρόντες και οι γονείς μας ή η αδελφή μου Αϊλόλη
‘’Πως σου φαίνεται το τριαντάφυλλό μου;’’ είπε με φιλική φωνή και έστρεψε το καβαλέτο προς το μέρος μου.
Κοίταξα προσεκτικά. Η προσπάθεια ήταν σχετικά καλή, το περίγραμμα απεικόνιζε με ακρίβεια το σχήμα, τον μίσχο, τα πέταλα. Όμως το χρώμα ήταν μουντό και αδύναμο, σαν να μην είχε ζωή.
‘’Είναι ωραίο’’ είπα διστακτικά. ‘’Όμως και σήμερα δεν τα έχω καταφέρει. Και σήμερα δεν έχω δώσει ζωή στο τριαντάφυλλο….Έτσι η ζωή μου θα συνεχίσει την άγονη πορεία της ακόμα ένα χρόνο…χωρίς να μπορώ να λυτρωθώ από το κακό που έχω προκαλέσει ’’μονολόγησε. Δεν μπορούσα να φανταστώ τί εννοούσε. Μου ήταν ακατάληπτες οι τελευταίες φράσεις και ίσως και λίγο ενοχλητικές γιατί δεν μου άρεσαν τα δραματικά βαρύγδουπα λόγια.
‘’Με συγχωρείς που σε επιβαρύνω με τα προβλήματά μου, αλλά δεν έχω μιλήσει για αυτό εδώ και παρά πολύ καιρό, για παρά πολλά χρόνια…Όσο περνάει ο καιρός μειώνονται περισσότερο οι ικανότητές μου να τα καταφέρω…κι αν δεν τα καταφέρω θα παραμείνω για πάντα παγιδευμένη στην έρημο του ατελείωτου χρόνου μου… Άλλωστε μόνο ένα κορίτσι της δικής σου ηλικίας μπορεί να μου πει αν το κόκκινο τριαντάφυλλο έχει ζωή..’’ είπε με γλυκιά φωνή και ένα κύμα συμπάθειας με πλημμύρισε.
‘’Δεν με επιβαρύνετε’’ είπα φιλικά, ‘’πράγματι πρέπει να χρησιμοποιήσετε πιο έντονο κόκκινο…’’.
Δάκρυα κύλησαν στο αυλακωμένο από ρυτίδες πρόσωπό της και τα μάτια της σκοτείνιασαν. Έστρεψε το βλέμμα στο καβαλέτο και μετά στην επιφάνεια του τραπεζιού.
‘’Δεν μπορώ να περιμένω άλλο…Έχω υποφέρει πάνω από μια ανθρώπινη αιωνιότητα για τα λάθη μου… Έχουν περάσει περισσότερα από εκατό τριάντα χρόνια από τότε, όταν, εξαιτίας μου, εκείνο το κόκκινο τριαντάφυλλο με το αίμα από την καρδιά του αηδονιού πετάχτηκε στην άκρη του πεζοδρομίου…’’.
Οι φράσεις της συνέχιζαν να είναι ακατάληπτες, χωρίς ειρμό, τουλάχιστον για μένα, εκείνη τη στιγμή. Υπέθετα ότι χρησιμοποιεί μεταφορές και σχήματα λόγου για να κάνει εντονότερη εντύπωση. Η συμπάθειά μου όμως για την ηλικιωμένη γυναίκα άρχισε να γίνεται πιο έντονη. Συνέχισα την κουβέντα τόσο για να δείξω ενδιαφέρον, όσο και γιατί μεγάλωνε η περιέργειά μου να ακούσω τη συνέχεια.
‘’Από πότε; Τι θέλετε να πείτε;’’ ρώτησα με ενδιαφέρον. Η αίσθηση ότι η Αϊλόλη δεν ήταν μακριά, ότι ο πατέρας μου θα είχε μάλλον φθάσει στο αυτοκίνητο, θα έπαιρνε τον φορτιστή και το καλώδιο και θα επέστρεφε σε λίγο μου παρείχαν την αναγκαία ασφάλεια και άνεση να συνεχίσω τον διάλογο με την άγνωστη γυναίκα.
‘’Ήταν το 1888’’ είπε σοβαρά και πειστικά η ηλικιωμένη γυναίκα, τόσο που συνέχιζα να ακούω τη διήγησή της σαν ρεαλιστική, φυσιολογική και ειλικρινή, ‘’ήμουν υπερφίαλη, ανόητη, ιδιοτελής και εγωίστρια τότε…Ήμουν βέβαια μόνο δεκαεπτά χρονών… Προκάλεσα όχι μόνο τον θάνατο του αηδονιού, αλλά και την καταστροφή του νεαρού, και τη δική μου καταστροφή…Και όχι μόνο αυτά… Εξόρισα από τότε για πάντα από τη ζωή μου την αγάπη, την ομορφιά, την αυτοθυσία, την ανιδιοτέλεια, το θάρρος…Τα λάθη, η σκληρότητα, η κακία και η ιδιοτέλειά μου έγιναν ιστορία, αλλά είναι γνωστό μόνο ένα τμήμα της, μέχρι τότε που πετάχτηκε το τριαντάφυλλο….’’.
Ήταν την άνοιξη του 1888 που ο Πρίγκηπας θα έδινε τη μεγάλη γιορτή του. Ήμουν η πιο περιζήτητη νεαρή ντάμα την εποχή εκείνη. Είχε ζητήσει να με συνοδεύσει στη γιορτή και να χορέψει μαζί μου ο φοιτητής που σπούδαζε φιλοσοφία και λογική και έμενε στην άλλη άκρη της πόλης. Του είπα ότι θα πήγαινα μαζί του στη γιορτή αν μου έφερνε ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο…
Τα λόγια της τώρα άρχιζαν τώρα να μου θυμίζουν κάτι. Είδε την έκφραση του προσώπου μου και μάντεψε τί σκεφτόμουν. ‘’ Ήταν την άνοιξη του 1888 που ο Πρίγκηπας θα έδινε τη μεγάλη γιορτή του. Ήμουν η πιο περιζήτητη νεαρή ντάμα την εποχή εκείνη. Είχε ζητήσει να με συνοδεύσει στη γιορτή και να χορέψει μαζί μου ο φοιτητής που σπούδαζε φιλοσοφία και λογική και έμενε στην άλλη άκρη της πόλης. Του είπα ότι θα πήγαινα μαζί του στη γιορτή αν μου έφερνε ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο…Ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεθεί κόκκινο τριαντάφυλλο στην περιφέρειά μας, τότε δεν υπήρχαν αεροπλάνα να φέρουν λουλούδια από άλλες περιοχές, αλλά ούτε οργανωμένα ανθοπωλεία. Μόνο στο Λονδίνο μπορούσες να βρεις, όχι στην επαρχία…Όμως ένα αηδόνι είχε κρυφακούσει τα λόγια του φοιτητή και τα δικά μου σκληρά λόγια και τελικά θυσιάστηκε για αυτόν, μια μένα και για αυτόν, για την αγάπη την έκταση της οποίας δεν μπορούσα τότε να νιώσω…Αφού έψαξε σε όλους τους κήπους ένα κόκκινο τριαντάφυλλο χωρίς αποτέλεσμα, έμαθε από την σχεδόν ξερή τριανταφυλλιά στον κήπο του φοιτητή ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο μόνον αν το αηδόνι τραγουδούσε όλη τη νύχτα στο φως του φεγγαριού και πίεζε το στήθος του στο αγκάθι μέχρι να φτάσει στην καρδιά του … Έτσι το αηδόνι θυσιάστηκε για να δημιουργηθεί το κόκκινο τριαντάφυλλο…Όταν ο φοιτητής την επομένη, τρελός από χαρά και έκπληξη, βρήκε το κόκκινο τριαντάφυλλο, χωρίς να ξέρει ότι το αηδόνι είχε θυσιαστεί για αυτόν, ήρθε τρέχοντας στο σπίτι μου…
’’Θα ταιριάζει τέλεια με το μπλε φόρεμά σου που έχει τη απόχρωση του ουρανού και τα μακριά σου μαλλιά ’’ μου είπε, ‘’θα γίνει ένα με το αστραφτερό γέλιο και τις πράσινες ανταύγειες των ματιών σου…’’.
Όμως ήταν πολύ αργά γιατί ο ανταγωνιστής του, ο γιος του πλούσιου εμπόρου Τσάμπερλαιν μου είχε στείλει κοσμήματα, χρυσά κοσμήματα με πετράδια και ζαφείρια. Αρνήθηκα, είπα ότι το κόκκινο τριαντάφυλλο δεν ταιριάζει με το φόρεμά μου και ότι προτιμώ τα κοσμήματα. Ο φοιτητής θυμωμένος πέταξε το τριαντάφυλλο στην άκρη του πεζοδρομίου και μετά το πάτησε μια περαστική άμαξα. Η θυσία του αηδονιού πήγε σχεδόν χαμένη…’’
Θυμήθηκα την ιστορία καθώς μου τη διηγόταν τόσο πειστικά, σαν να είχε πάρει μέρος σε αυτήν, σαν να ήταν αυτή η κοπέλα της ιστορίας. Μας την είχε διαβάσει πριν από πολλά χρόνια, όταν είμαστε στο Πεκίνο, ο πατέρας μας μαζί με άλλες όμορφες ιστορίες του Όσκαρ Ουάϊλντ. Μας είχε κάνει μεγάλη εντύπωση τόσο η ομορφιά της ιστορίας, όσο και το ότι το τέλος ήταν πικρό και λυπηρό.
«Η ιστορία δεν τελείωσε τότε’’ συνέχισε η ηλικιωμένη γυναίκα,’’ δεν είναι γνωστή η συνέχεια παρά σε ελάχιστους, μόνο όσους με άκουσαν και με πίστεψαν ….Όταν η άμαξα πάτησε το τριαντάφυλλο που είχε μεγαλώσει και γίνει κόκκινο μέσα σε μια νύχτα από το τραγούδι του αηδονιού κάτω από το φεγγάρι, τη θυσία και το αίμα της καρδιάς του στο αγκάθι της τριανταφυλλιάς, κάτι έσπασε μέσα μου…Μετάνιωσα για την κακία και την ιδιοτέλεια μου, αλλά ήταν αργά πια να επανορθώσω…»
‘’Η ιστορία δεν τελείωσε τότε’’ συνέχισε η ηλικιωμένη γυναίκα,’’ δεν είναι γνωστή η συνέχεια παρά σε ελάχιστους, μόνο όσους με άκουσαν και με πίστεψαν ….Όταν η άμαξα πάτησε το τριαντάφυλλο που είχε μεγαλώσει και γίνει κόκκινο μέσα σε μια νύχτα από το τραγούδι του αηδονιού κάτω από το φεγγάρι, τη θυσία και το αίμα της καρδιάς του στο αγκάθι της τριανταφυλλιάς, κάτι έσπασε μέσα μου…Μετάνιωσα για την κακία και την ιδιοτέλεια μου, αλλά ήταν αργά πια να επανορθώσω…Ο φοιτητής έφυγε για να σπουδάσει μεταφυσική έχοντας απορρίψει τη σημασία της αγάπης και της ομορφιάς, κοιτάζοντας κι αυτός την πρόοδο και τα συμφέροντά του. Έγραψε βιβλία και έγινε διάσημος στα πανεπιστήμια που δίδαξε, αλλά η ζωή του ήταν άγονη και στείρα. Τον διαβάζουν κάποτε κάποτε οι ερευνητές που ασχολούνται ακόμα με μεταφυσικά ζητήματα. Το ίδιο στείρα ήταν και η δική μου ζωή…Δεν έκανα τίποτα σημαντικό στον ατελείωτο χρόνο μου…Δεν αγάπησα και δεν με αγάπησαν ξανά. Όλες οι προσπάθειές μου να βρω γαλήνη, στη θρησκεία, στη φιλανθρωπία, στις αγαθοεργίες δεν είχαν κανένα νόημα…Πέρασε χρόνια σαν εθελόντρια νοσοκόμα σε στρατιωτικά νοσοκομεία, όπου περιέθαλπα πληγωμένους στρατιώτες, ελπίζοντας ότι το αμάρτημά μου θα συγχωρηθεί και θα λυτρωθώ…Όμως το Σύμπαν ήθελε να με τιμωρήσει παραδειγματικά…Όταν έγινα εβδομήντα χρονών σταμάτησα να αλλάζω…Ήταν το 1931 η εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης και είχα έρθει στην Αμερική καθώς η Ευρώπη δεν με χωρούσε…Κατάλαβα τη μοίρα μου σε λίγο καιρό…Θα βασανίζομαι αιώνια χωρίς ελπίδα …Κατάλαβες πόσο χρονών είμαι;….Γεννήθηκα το 1871…’’.
Είχα μείνει αποσβολωμένη. Δεν ήξερα τι να πω. Όσο παράλογα και να ακούγονταν όλα, όσο και αν φαινόταν ότι η ηλικιωμένη γυναίκα είχε δώσει μια τέλεια θεατρική παράσταση, χρησιμοποιώντας το γνωστό διήγημα-παραμύθι, σε μια νεαρή κοπέλα με ελάχιστη εμπειρία, και κάποια ευπιστία σε φαινόμενα που δεν μπορούσε να κατανοήσει, όπως ήμουν την εποχή εκείνη, εν τούτοις ένιωθα με κάποιο ακατανόητο τρόπο ότι πολλά, αν όχι όλα όσα μου είχε πει ήταν αλήθεια.
‘’Κατάλαβα ότι πρέπει να ανασυστήσω με κάποιο τρόπο το τριαντάφυλλο με το αίμα της καρδιάς του αηδονιού….Δεν θυμάμαι αν μου το αποκάλυψε κάποιος στην ατελείωτη και βασανιστική ζωή μου, κάποιος πληγωμένος στρατιώτης, κάποιος άπορος πρόσφυγας, κάποιος άστεγος της Νέας Υόρκης, αν μου το ψιθύρισε κάποιος έξω από τα θέατρα στο Μπροντγουέι, τα βράδια της Παρασκευής ή στις εκκλησίες του Χάρλεμ όπου περνώ τα πρωινά της Κυριακής ή σε ιδρύματα για φτωχούς στο Βίλατζ και το Σόχο, όπου προσφέρω ακόμα εθελοντική εργασία, ή το ονειρεύτηκα σε κάποιον από τους εφιάλτες μου…Μόνον τότε θα λυτρωθώ…Όμως δεν ξέρω τον τρόπο…’’.
Καθώς ήμουν άφωνη από την έκπληξη η μουσική ενός κοντσέρτου για βιολί, από την Άνοιξη του Βιβάλντι, ξεχύθηκε από τα ηχεία του μικρού εστιατορίου-καφέ. Είμαστε εξοικειωμένες με τον Βιβάλντι εκείνη την περίοδο καθώς είχαμε κάνει μια σχετική εργασία στο σχολείο. Τότε έκανα μια άτσαλη κίνηση και έριξα κάτω την άδεια κούπα από τη σοκολάτα που είχα πιεί. Η κούπα έσπασε και τα κομμάτια της κύλησαν κοντά στα πόδια της ηλικιωμένης γυναίκας. Καθώς δεν μπόρεσα να αντιδράσω αμέσως, η γυναίκα έσκυψε με προσπάθεια και σήκωσε τα δυο μεγαλύτερα κομμάτια. Ένας σερβιτόρος είχε δει το συμβάν και πλησίαζε με μια σκούπα και ένα φαράσι.
‘’Δεν πειράζει’’ μου έδωσε θάρρος.
Κοίταξα τις σταγόνες αίμα που έτρεχαν από το δεξί της χέρι.
‘’Κοπήκατε’’ είπα με κάποια ενοχή.
‘’Δεν είναι τίποτα, δεν πρόκειται να πάθω τίποτα’’ είπε η ηλικιωμένη γυναίκα και χαμογέλασε θλιμμένα, σκουπίζοντας τη μικρή πληγή με μια χαρτοπετσέτα. Στο ηχείο η Άνοιξη προχωρούσε. Οι ήχοι από τις βροντές και τις αστραπές έδιναν τη θέση τους στο κελάηδημα των πουλιών.
‘’Επιβάρυνα τη μέρα σου’’ είπε η γυναίκα, ‘’αλλά ένιωσα ότι έπρεπε να σου μιλήσω, ότι δεν ερχόσουν τυχαία σε αυτό το μέρος, ότι μπορεί να σε έστειλε το Σύμπαν να σε συναντήσω..’’.
Έπιασε ξανά το πινέλο της, το κούνησε πιεστικά πάνω στην κόκκινη νερομπογιά και το έφερε ξανά προς το καβαλέτο, προσπαθώντας να δώσει πιο έντονη απόχρωση κόκκινου στο τριαντάφυλλο που ζωγράφιζε. Σταγόνες από τη μικρή πληγή κύλησαν προς τη νερομπογιά.
Έπιασε ξανά το πινέλο της, το κούνησε πιεστικά πάνω στην κόκκινη νερομπογιά και το έφερε ξανά προς το καβαλέτο, προσπαθώντας να δώσει πιο έντονη απόχρωση κόκκινου στο τριαντάφυλλο που ζωγράφιζε. Σταγόνες από τη μικρή πληγή κύλησαν προς τη νερομπογιά. Και ξαφνικά είδα το χρώμα να γίνεται ολοκόκκινο σαν ηλιοβασίλεμα σε νησί της Μεσογείου, σαν αυγή πάνω από θάλασσα του Απριλίου, κόκκινο σαν τα πέλματα των περιστεριών και πιο κόκκινο από τα κατακόκκινα κοράλλια που σιγοκινούνται αέναα στους ύφαλους των ωκεανών. Στο ηχείο το αηδόνι του Βιβάλντι τραγουδούσε το δικό του τραγούδι.
Έτριξε τότε η πόρτα και στράφηκα. Ήταν ο πατέρας μας με τις ομπρέλες στα χέρια και τον φορτιστή. Ξανακοίταξα δίπλα μου, αλλά η ηλικιωμένη γυναίκα είχε εξαφανιστεί. Ένα τεράστιο κατακόκκινο τριαντάφυλλο, σχεδόν ζωντανό σαν να πέταγε φλόγες, ήταν αφημένο δίπλα στο καβαλέτο. Το καβαλέτο ήταν λευκό, το προηγούμενο σχήμα πάνω του είχε χαθεί.
Ο πατέρας μας είδε το αχρησιμοποίητο καβαλέτο. Το κόκκινο τριαντάφυλλο. ‘’Τα ξέχασε η ηλικιωμένη γυναίκα που ήταν εδώ; Πιστεύω να μην έχει απομακρυνθεί και να γυρίσει να τα πάρει ’’είπε και κάθισε στη θέση του κοιτάζοντας το ρολόι του. Σε λίγο θα έπρεπε να πάω εγώ στη Μαρίνα για το μάθημα του πιάνου και να κατεβεί η Αϊλόλη.
Όμως η ηλικιωμένη γυναίκα δεν θα επέστρεφε πια. Είχε ανασυστήσει το τριαντάφυλλο με το δικό της αίμα. Είχε γίνει η ίδια ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο.
Ο Διονύσης Καλαμβρέζος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στο διεθνές δίκαιο και στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία στα πανεπιστήμια London School of Economics and Political Science και Universite de Paris II. Υπηρετεί στη μόνιμη αντιπροσωπία της Ελλάδας στον ΟΗΕ και έχει υπηρετήσει στην πρεσβεία της Ελλάδας στη Μόσχα. Τα προηγούμενα βιβλία του είναι τα μυθιστορήματα πολιτικής φαντασίας Ένα Περιστατικό στα Χρόνια της Δυαρχίας (εκδ. Ροές, 1987), Η Αρρώστια και το Λουλούδι του Λωτού (εκδ. Αίολος, 1995), που μεταφράστηκε στα ρωσικά το 1997 και τιμήθηκε με ελληνικό βραβείο λογοτεχνίας φαντασίας, και οι συλλογές διηγημάτων φαντασίας Η Μηχανή Σταμάτησε (εκδ. Τέχνη και Λόγος, 1984) και Ιστορίες Ερημιτών, Ναυαγών και Εξοριστών (εκδ. Αίολος, 1995). Διηγήματα από τις συλλογές αυτές έχουν τιμηθεί επίσης με διακρίσεις. Άρθρα και εργασίες του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά για ζητήματα διεθνούς δικαίου και πολιτικής, για θέματα του ελληνισμού της πρώην ΕΣΣΔ, καθώς και για τη λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας.
❉
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση diigima@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια