
«Το Δίκτυο ήταν οργανωμένο σε αυτόνομες ομάδες των έξι ατόμων, υπό την εποπτεία ενός προϊσταμένου. Τον προϊστάμενο τον αποκαλούσαν Αφεντικό, δεν γνώριζαν το πραγματικό του όνομα. Κανείς δεν τον είχε συναντήσει ποτέ έξω από την αίθουσα των συσκέψεων, όπου συγκεντρώνονταν κάθε πρωί στις οκτώ ακριβώς, για να παραλάβουν τον φάκελό τους». Kεντρική εικόνα: «The Trial». Πίνακας του Wolfgang Lettl.
Του Βασίλη Τσαλή
Ο Χάρης ξύπνησε ευδιάθετος, αλλά αυτό που ένιωσε ήταν περισσότερο έκπληξη και αμηχανία, παρά ικανοποίηση. Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που ξύπνησε ευδιάθετος! Έβγαλε το σακάκι της πιτζάμας και από συνήθεια το πέταξε στο καλάθι με τα άπλυτα. Τα τελευταία χρόνια ίδρωνε τη νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, όμως το προηγούμενο βράδυ δεν είχε ιδρώσει, είχε κοιμηθεί ήρεμα και αδιατάρακτα. Ξυρίστηκε, ρύθμισε τη θερμοκρασία του νερού και μπήκε κάτω από τη στήλη του ντους: άπλωσε άφθονο αφρόλουτρο στο σφουγγάρι και τρίφτηκε γερά, ρούφηξε το άρωμα του σανταλόξυλου που γέμισε τον στενό χώρο και ξεπλύθηκε με χλιαρό νερό.
Δεν είχε συνηθίσει ακόμη το νέο του διαμέρισμα. Απεχθανόταν τις αλλαγές, και δεν θα εγκατέλειπε το διαμέρισμα με το οποίο ήταν απολύτως εξοικειωμένος τα τελευταία τριάντα χρόνια, αλλά το κόστος νοσηλείας της μητέρας του ήταν δυσβάστακτο και αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι, όπου είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια και όπου, μετά τον θάνατο του πατέρα, έμενε μόνος μαζί με τη μητέρα του, για να βολευτεί σε ένα ισόγειο δυάρι, σε μια υποβαθμισμένη και θορυβώδη περιοχή της πόλης. Απέδιδε τον ταραγμένο ύπνο του στους κάθε λογής θορύβους: πειραγμένες εξατμίσεις, καυγάδες, κραυγές, αναστεναγμοί, ο ήχος της τηλεόρασης από το διπλανό διαμέρισμα, βαριά βήματα, βαριά αντικείμενα που σέρνονταν στο πάτωμα, εκκλήσεις για βοήθεια, ροχαλητά. Έπειτα, ήταν κι εκείνος ο ταξιτζής που κατά έναν περίεργο τρόπο έβρισκε σχεδόν πάντα χώρο στάθμευσης έξω από την μπαλκονόπορτά του και κάθε πρωί στις 05:30 ακριβώς ζέσταινε για ένα ολόκληρο δεκάλεπτο την πετρελαιοκίνητη Mercedes. Η μαύρη αιθάλη έμπαινε στο διαμέρισμα και τον έπνιγε. Ξυπνούσε με ταχυπαλμία και δύσκολα τον έπαιρνε πάλι ο ύπνος.
Και τη νέα του δουλειά μετά από έξι μήνες δεν την είχε συνηθίσει ακόμη. Όχι σπάνια ήταν αναγκασμένος να κάνει πράγματα που απεχθανόταν, αλλά είχε εκπαιδευτεί να παραμερίζει τους ενδοιασμούς του. Πριν αποκοιμηθεί, συλλογιζόταν εντατικά τα γεγονότα της ημέρας που είχε περάσει, σημείωνε κωδικοποιημένα τα σημαντικότερα στο ημερολόγιό του, σε έναν κώδικα δικής του έμπνευσης που τον θεωρούσε απαραβίαστο. Δεν έβλεπε άσχημα όνειρα, επειδή δεν έβλεπε σχεδόν ποτέ όνειρα, αλλά αν έβλεπε όνειρα ήταν σίγουρος ότι θα ήταν άσχημα. Τελικά, «μια δουλειά είναι κι αυτή, όπως όλες οι άλλες» σκεφτόταν. Ο μισθός ήταν καλός και έπαιρνε πριμ παραγωγικότητας όταν του ανέθεταν αποστολές αυξημένου βαθμού δυσκολίας.
«Ίσως αν την είχα βάλει σε δημόσιο ίδρυμα να μην ήμουν αναγκασμένος να πουλήσω το σπίτι». Δεν του πήγαινε όμως η καρδιά. Μπορεί να τη θεωρούσε σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για την αποτυχημένη ζωή του, για την ματαίωσή του, αλλά θυμόταν πάντα με ευχαρίστηση ότι εκείνη του είχε μάθει ποδήλατο και όταν τον είχε τσακώσει να καπνίζει κρυφά στα δεκαπέντε του, δεν είπε τίποτε στον πατέρα του και γλύτωσε το ξυλοφόρτωμα. Τον έβαλε να της ορκιστεί ότι δεν θα έβαζε ποτέ ξανά τσιγάρο στο στόμα του κι εκείνος ορκίστηκε. Αργότερα, ο πατέρας του ήταν ήδη νεκρός, είχε συνάψει δεσμό με κάποιες κοπέλες, όχι πολλές, ήταν μετρημένος και ήξερε να ελέγχει τις ορμές και τα συναισθήματά του. Είχε ερωτευτεί ή τουλάχιστον νόμιζε ότι είχε ερωτευτεί και είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να παντρευτεί και να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια. Τις έφερνε πάντα στο σπίτι για να γνωρίσουν τη μητέρα του και εκείνη κάθε φορά τον έβαζε να ορκιστεί: «Δεν θα παντρευτείς αυτήν την ξετσίπωτη!»
Καμιά δεν ήταν αρκετά καλή γι’ αυτόν και όλες ήθελαν να τον τυλίξουν για να του φάνε την περιουσία. Δεν ήξερε για ποια περιουσία μιλούσε η μητέρα του και όταν την ρωτούσε, τι εννοούσε και πού ήταν αυτή η περιουσία, εκείνη κουνούσε απλώς το κεφάλι της αποδοκιμαστικά και του έλεγε ότι αυτή η κουβέντα ήταν ανόητη και έπρεπε να εμπιστεύεται την κρίση της. Μια φορά μόνο έχασε την υπομονή του και ύψωσε τη φωνή του, χτύπησε το χέρι του στο μπράτσο της πολυθρόνας και απαίτησε να του εξηγήσει για ποια περιουσία μιλούσε, αφού ήξερε ότι η μοναδική τους περιουσία ήταν το πατρικό του σπίτι και η σύνταξη του πατέρα του, που είχε αποστρατευτεί με τον βαθμό του αντιστρατήγου. Τότε εκείνη έφερε τα δυο της χέρια στην καρδιά και είπε ξέπνοα: «Αχ, θα με πεθάνεις εσύ! Είσαι τελείως βλάκας. Πώς είναι δυνατόν να βγήκες τόσο βλάκας! Δεν θα το αντέξω αυτό το χτύπημα». Δεν πήρε ποτέ ξεκάθαρη απάντηση και η μητέρα του δεν πέθανε, μπορεί πια να ζούσε στον δικό της κόσμο τώρα, αλλά ζούσε, και αυτός δεν ήξερε για πόσο ακόμη θα ζει. Μπορεί να πέθαινε εκείνος πρώτα και ίσως αυτό να ήταν η καλύτερη λύση.
Από μικρό παιδί ένιωθε μια σχεδόν διαστροφική έλξη προς τον κίνδυνο. Άντεχε τις κακουχίες, άντεχε τον πόνο και ήξερε να χρησιμοποιεί κάθε τρόπο, ορθόδοξο ή ανορθόδοξο, για να εξουδετερώσει τον στόχο του. Το μόνο που δεν άντεχε ήταν το βλέμμα και οι επιπλήξεις της μητέρας του.
Το Δίκτυο ήταν οργανωμένο σε αυτόνομες ομάδες των έξι ατόμων, υπό την εποπτεία ενός προϊσταμένου. Τον προϊστάμενο τον αποκαλούσαν Αφεντικό, δεν γνώριζαν το πραγματικό του όνομα. Κανείς δεν τον είχε συναντήσει ποτέ έξω από την αίθουσα των συσκέψεων, όπου συγκεντρώνονταν κάθε πρωί στις οκτώ ακριβώς, για να παραλάβουν τον φάκελό τους. Το Αφεντικό έμπαινε στην αίθουσα τελευταίος και αποχωρούσε από την αίθουσα τελευταίος. Ο Χάρης επέλεξε αυτή τη δουλειά όχι μόνο για τις υψηλές αποδοχές, αλλά προπαντός για την πρόκληση. Από μικρό παιδί ένιωθε μια σχεδόν διαστροφική έλξη προς τον κίνδυνο. Άντεχε τις κακουχίες, άντεχε τον πόνο και ήξερε να χρησιμοποιεί κάθε τρόπο, ορθόδοξο ή ανορθόδοξο, για να εξουδετερώσει τον στόχο του. Το μόνο που δεν άντεχε ήταν το βλέμμα και οι επιπλήξεις της μητέρας του. Ζάρωνε μπροστά στην μικρόσωμη γυναίκα, συρρικνωνόταν, ένιωθε τιποτένιος.
Σπάνια συναντούσε κάποιους από την ομάδα κατά τη διάρκεια της ημέρας στους δρόμους της πόλης ή στο μετρό, σε καταστήματα, σε λεωφορεία ή στις πλατείες και στα πάρκα, όμως οι κανόνες εμπλοκής στην περίπτωση μιας τυχαίας συνάντησης ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα μέλη της ίδιας ομάδας έξω από το κτίριο του Δικτύου ήταν σαφείς και αυστηροί: δεν έπρεπε να δείξουν απολύτως κανένα σημάδι αναγνώρισης.
Την προηγούμενη εβδομάδα, καθώς βάδιζε σε έναν πολυσύχναστο δρόμο ακολουθώντας τον στόχο του, ένιωσε ότι κάποιος τον παρακολουθούσε, στράφηκε απότομα και είδε έναν από τους συναδέλφους του, έναν κοντό, σπυριάρη κοκκινοτρίχη που έσερνε ανεπαίσθητα το δεξί του πόδι και φορούσε πάντα το ίδιο καφέ κοστούμι, διάστικτο από λεκέδες απροσδιόριστης προέλευσης, Του χαμογέλασε αχνά και αμέσως μετάνιωσε, αλλά ήταν αργά. Δεν είχε κανένα λόγο να του χαμογελάσει, γιατί το είχε κάνει;! Στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που συναντήθηκαν οι ματιές τους πρόλαβε να δει μια έκφραση φρίκης να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του βλογιοκομμένου πριν στρέψει το κεφάλι του απότομα στη βιτρίνα ενός πολυκαταστήματος. Σάστισε για λίγα δευτερόλεπτα, το σύντομο συμβάν τον αναστάτωσε, ίσως έχασε το βήμα του και σκουντούφλησε, ίσως πάλι όχι. Αργότερα, όταν προσπαθούσε να φέρει στη μνήμη του λεπτομέρειες του συμβάντος, δεν ήταν σίγουρος, πάντως ανέκτησε γρήγορα την ψυχραιμία του και συνέχισε να ακολουθεί τον στόχο του. Λίγα μέτρα πιο κάτω, στράφηκε πάλι απότομα. Ο κοκκινοτρίχης είχε γίνει άφαντος.
Το ξέχασε πολύ γρήγορα, το είχε θεωρήσει ασήμαντο και δεν τον απασχόλησε άλλο. Ήταν τόσα πολλά αυτά που ταλαιπωρούσαν το μυαλό του, ώστε λησμόνησε να το σημειώσει στην αναφορά της επόμενης ημέρας στην στήλη «Έκτακτα συμβάντα». Όταν το θυμήθηκε ήταν πολύ αργά, είχε παραδώσει τον φάκελό του και σκέφτηκε ότι αν έκανε αίτηση για συμπληρωματική αναφορά θα αναβάθμιζε δίχως λόγο ένα περιστατικό που δεν είχε ιδιαίτερη αξία.
Συμπλήρωσε έξι μήνες στην υπηρεσία και σύμφωνα με το ημερολόγιο η δοκιμαστική περίοδος έληγε ακριβώς σήμερα. Είχε εκτελέσει με απόλυτη επιτυχία και δίχως λάθη, που θα μπορούσαν ενδεχομένως να εκθέσουν το Δίκτυο πρωτίστως, αλλά και τον ίδιο δευτερευόντως, όλες τις αποστολές που του είχαν αναθέσει και ήταν σίγουρος ότι σήμερα θα του ανακοίνωναν τη μόνιμη πρόσληψή του. Ήξερε ότι μετά από αυτό θα άλλαζαν αρκετά πράγματα στη ζωή του, δεν ήξερε τι ακριβώς θα άλλαζε, αλλά γνώριζε με βεβαιότητα ότι θα αυξανόταν ο μισθός του, θα τον μετέθεταν σε άλλη ομάδα και θα ανέβαινε ένα όροφο ψηλότερα στο κτίριο της έδρας του Δικτύου.
Βούρτσισε τα παπούτσια του, διάλεξε προσεκτικά το κοστούμι, το πουκάμισο, τη γραβάτα, ντύθηκε αργά, σχεδόν τελετουργικά, φρόντισε με ιδιαίτερη επιμέλεια τον κόμπο της γραβάτας, έβαλε στο σακάκι ένα-ένα, και μ’ αυτή τη σειρά, πρώτα το πορτοφόλι στην εσωτερική τσέπη του στήθους, την αρμαθιά με τα τέσσερα κλειδιά στη δεξιά τσέπη, τα γυαλιά ηλίου στην αριστερή, και την τελευταία στιγμή, αφού στάθηκε αναποφάσιστος για λίγο, άφησε τα κέρματα στο τραπέζι της κουζίνας. Δεν ήθελε να νιώθει το βάρος τους και να τα ακούει να κουδουνίζουν στην τσέπη του παντελονιού του, θα τον εκνεύριζε ο θόρυβος και σήμερα ήθελε να είναι απολύτως ήρεμος.
Μπήκε πρώτος στην αίθουσα των συσκέψεων της ομάδας τρία λεπτά πριν την έναρξη, οι υπόλοιποι έφτασαν σχεδόν όλοι μαζί στις οκτώ ακριβώς και στριμώχτηκαν στην είσοδο, όπου παρατηρήθηκε ένας δυσάρεστος, ελαφρώς κωμικός συνωστισμός για λίγα δευτερόλεπτα.
Μπήκε πρώτος στην αίθουσα των συσκέψεων της ομάδας τρία λεπτά πριν την έναρξη, οι υπόλοιποι έφτασαν σχεδόν όλοι μαζί στις οκτώ ακριβώς και στριμώχτηκαν στην είσοδο, όπου παρατηρήθηκε ένας δυσάρεστος, ελαφρώς κωμικός συνωστισμός για λίγα δευτερόλεπτα. «Με συγχωρείτε, περάστε εσείς πρώτα!» «Μα τι λέτε! Είναι σαφές ότι προηγείστε, συνάδελφε». Κάθισαν όλοι στις θέσεις τους και κατέβαλαν προσπάθεια να μην κοιτάζουν κατάματα ο ένας τον άλλον, επιδεικνύοντας μια προσποιητή ανεμελιά που δεν ήταν διόλου εύκολη, καθώς ο χώρος ήταν σχετικά μικρός και η ένταση κάθε πρωί μεγάλη έως ότου παραδώσουν την αναφορά τους στο Αφεντικό. Αμέσως μετά παραλάμβανε ο καθένας τον προσωπικό του φάκελο με τα καθήκοντα της ημέρας. Μερικές φορές, όχι πολύ συχνά, ο φάκελος ήταν κενός και αυτό σήμαινε ότι μετά το τέλος της σύσκεψης, εκείνος που είχε πάρει τον κενό φάκελο, μπορούσε να φύγει και να τριγυρίσει άσκοπα στην πόλη, και να διαθέσει τον χρόνο του κατά βούληση, αλλά απαγορευόταν να επιστρέψει στο σπίτι του πριν τις πέντε το απόγευμα. Αργότερα ναι, νωρίτερα όμως όχι. Όταν είχαν κάποια αποστολή, το ωράριο ήταν ελεύθερο. Δεν υπολογίζονταν, και δεν πληρώνονταν φυσικά, οι ενδεχόμενες υπερωρίες, απλώς έπρεπε να τη φέρουν εις πέρας και την επόμενη μέρα το πρωί να παραδώσουν συμπληρωμένο το έντυπο της αναφοράς, το οποίο αποτελείτο από μια σελίδα με τυποποιημένες ερωτήσεις multiple choice και μια λευκή σελίδα, όπου έπρεπε να αναφέρουν εν συντομία, αλλά με σχολαστική ακρίβεια, τη βασική μέθοδο που ακολούθησαν κατά την εκτέλεση της εργασίας, την έκβαση και - προπαντός αυτό - αν είχαν προκύψει κάποια έκτακτα περιστατικά που έπρεπε να γνωρίζει το Αφεντικό και κατά συνέπεια τα στελέχη της διοίκησης του Δικτύου.
Το Αφεντικό ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας γύρω στα πενήντα, με μακριά σουβλερή μύτη, που ξεφύτρωνε σχεδόν αναπάντεχα από το επίπεδο γκρίζο πρόσωπό του σαν ύφαλος. Είχε μαύρα, πυκνά και λιπαρά μαλλιά, τα χτένιζε πίσω δίχως χωρίστρα και κατέληγαν σε μια χαίτη που έπεφτε, σχηματίζοντας μπούκλες, χαμηλά στον αυχένα του, περιποιημένο λεπτό μουστάκι και στενά μάτια. Την έκφραση του προσώπου του, σε συνδυασμό με το βλέμμα του, θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς ανεξιχνίαστα ειρωνική, αν και ο Χάρης σκεφτόταν πάντα ότι η έκφρασή του ήταν απλώς μοχθηρή.
Είχαν όλοι μπροστά τους τα φλυτζάνια τους και στη μέση του οβάλ τραπεζιού άχνιζε η κανάτα του καφέ. Μια μεγάλη πιατέλα με μπισκότα από χαρούπι και επικάλυψη σοκολάτας ήταν τοποθετημένη δίπλα στην κανάτα του καφέ. Το Αφεντικό σήμερα, καθ’ υπέρβαση όλων των καθιερωμένων συνηθειών, σηκώθηκε από τη θέση του, πήρε την πιατέλα και άρχισε να μοιράζει τα μπισκότα. Πέρασε την πιατέλα μπροστά απ’ τον Χάρη δίχως να τον κοιτάξει και δίχως να του προσφέρει γλύκισμα. Όταν μοίρασε πέντε βουτήματα και πήρε ένα για τον εαυτό του, κάθισε απέναντί στον Χάρη, αντί να καθίσει στη συνηθισμένη του θέση στην κεφαλή του οβάλ τραπεζιού. Άρχισε να τρώει αργά το δικό του, δηλαδή δεν το έτρωγε ακριβώς, αλλά το μασουλούσε, το πιπίλιζε σουφρώνοντας τα χείλη του και έφτυνε στο πιατάκι του έναν μαύρο σβόλο, ύστερα ξέπλενε το στόμα του με μεγάλες γουλιές καφέ. Όταν ήπιε την τελευταία γουλιά, στο πιατάκι του είχε σχηματιστεί ένα βουναλάκι από μαύρους σβόλους που θύμιζε ηφαιστειακό κώνο. Την ίδια στιγμή τινάχτηκε επάνω, σαν να είχε απελευθερωθεί κάτω από τον πισινό του ένα ελατήριο ενσωματωμένο στην επιφάνεια της καρέκλας του, και στο αριστερό του χέρι άστραφτε ένα μακρύ και λεπτό μαχαίρι. Έγειρε σβέλτα μπροστά με όλο του το βάρος και έμπηξε το μαχαίρι μέχρι τη λαβή στο στήθος του Χάρη, κάτω από το στέρνο και λίγο αριστερά.
Κάθισε πάλι στην καρέκλα του δίχως να το τραβήξει από την πληγή. Ο Χάρης έγειρε το κεφάλι του ερωτηματικά στο πλάι. Είχαν γίνει όλα τόσο γρήγορα και δεν ένιωσε τίποτε άλλο παρά μόνο μια έντονη πίεση χαμηλά στο στέρνο του και ένα ανεπαίσθητο κάψιμο. Δεν είχε τρέξει πολύ αίμα, ένας μικρός λεκές είχε σχηματιστεί στο λευκό του πουκάμισο γύρω από τη λαβή.
Κάθισε πάλι στην καρέκλα του δίχως να το τραβήξει από την πληγή. Ο Χάρης έγειρε το κεφάλι του ερωτηματικά στο πλάι. Είχαν γίνει όλα τόσο γρήγορα και δεν ένιωσε τίποτε άλλο παρά μόνο μια έντονη πίεση χαμηλά στο στέρνο του και ένα ανεπαίσθητο κάψιμο. Δεν είχε τρέξει πολύ αίμα, ένας μικρός λεκές είχε σχηματιστεί στο λευκό του πουκάμισο γύρω από τη λαβή. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε έκπληκτος, κατάματα το Αφεντικό. Στη συνέχεια λιποθύμησε και όταν ανέκτησε τις αισθήσεις του συνειδητοποίησε ότι ήταν γυμνός, ανάσκελα στο οβάλ τραπέζι και από πάνω του τον κοιτούσαν με περιέργεια οι πέντε συνάδελφοί του. Του φάνηκε ότι κάποιος σχολίασε ένα σημάδι που είχε εκ γενετής πάνω στον αριστερό του μηρό και οι υπόλοιποι χαχάνισαν, αλλά το Αφεντικό τους κοίταξε αυστηρά και βουβάθηκαν όλοι, ένας ξερόβηξε σαν να ήθελε να καθαρίσει τον λαιμό του για να πει κάτι, αλλά προτίμησε να το καταπιεί. Τότε είδε ότι το αφεντικό κρατούσε τώρα ένα νυστέρι στο αριστερό του χέρι και στεκόταν ελαφρά καμπουριαστός στη μέση του αδιανόητου εκείνου σκηνικού. «Σαν βρομερή ύαινα» σκέφτηκε ο Χάρης. Κράτησε την αναπνοή του. Με κάποιον τρόπο ήξερε ότι το Αφεντικό σκόπευε να τον ευνουχίσει και κράτησε την αναπνοή του. Δεν θα του έδινε την ευχαρίστηση να καυχιέται ότι τον ευνούχισε ζωντανό.
Μπορεί να άντεχε τον πόνο, αλλά αυτή η κωμωδία έπρεπε να τελειώσει. Τώρα! Δεν ήταν ανάγκη να το υποστεί αυτό. «Πρέπει να ξυπνήσω, παρατράβηξε το αστείο!» Προσπάθησε ν΄ ανοίξει τα μάτια του και τα άνοιξε. Η αναπνοή του ήταν αδύναμη, ωστόσο ανέπνεε. Παρ’ όλα αυτά δεν ξύπνησε στο χλιαρό μισοσκόταδο της κρεβατοκάμαράς του, αλλά γυμνός ανάσκελα πάνω στο οβάλ τραπέζι. Ένα κρύο ρεύμα αέρα, σαν να άνοιξε ξαφνικά κάποια πόρτα, τον χτύπησε και ρίγησε ανεπαίσθητα. Τότε ένιωσε το νυστέρι να κόβει τη σάρκα του, χαμηλά στην κοιλιά, η σιωπή ήταν απόλυτη, σχεδόν άκουγε το βελούδινο τρίξιμο από τους ιστούς που σχίζονταν και τον κατέλαβε ένα αίσθημα ευφορίας. Ίσως αργότερα να ένιωσε κάποιο είδος πόνου.
Ο Βασίλης Τσαλής γεννήθηκε στον Βόλο. Έζησε στο Δ. Βερολίνο από το 1979-1985. Συνέχισε τις σπουδές του στην Συγκριτική Λογοτεχνία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, απ' όπου έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών. Έχει μεταφέρει στα Ελληνικά, μεταξύ άλλων, έργα των Franz Kafka, Thomas Mann, Georg Trakl, Thomas Bernhard, Ingeborg Bachmann, Hans Magnus Enzensberger, Christa Wolf, Marianne Fritz, Bertolt Brecht. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Ποιητική, The Books’ Journal, καθώς και στο ηλεκτρονικό Book Press. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση diigima@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια