Έκλεισες με δύναμη την πόρτα της σοφίτας πίσω σου κι ύστερα την κλείδωσες από την έξω μεριά για να μην μπορέσει να σε κυνηγήσει. Κατέβηκες την σκάλα μέχρι το σαλόνι, τρέχοντας γυμνή.
Διήγημα της Βανέσσας Τόλια
Είδες την γιαγιά σου να θυμιατίζει. Είχε τα μάτια της κλειστά και προσευχόταν. Άρπαξες μερικά ρούχα από το καλάθι δίπλα της με τα ασιδέρωτα και ντύθηκες όσο πιο ζεστά μπορούσες. Στην εκκλησία την προηγούμενη Κυριακή, άκουσες τον πατέρα Ιγνάτιο να λέει ότι αυτός θα είναι ο πιο κρύος ο Χειμώνας των τελευταίων δέκα ετών. Με δυο κινήσεις πέταξες τις παντόφλες σου στον αέρα. Φόρεσες διπλές κάλτσες μάλλινες, τις μπότες σου και το αδιάβροχο παλτό σου με την χοντρή επένδυση και την κουκούλα, και τράβηξες τον σύρτη από την ξύλινη πόρτα. «Πάω στο διάολο», φώναξες δυνατά. Δεν πήρες καμία απάντηση.
Διέσχισες την αυλή και κατευθύνθηκες τρέχοντας προς την εξωτερική καγκελόπορτα. Ένιωσες τα δάκρυά σου να κυλάνε στο πρόσωπό σου. Έβγαλες την γλώσσα σου και τα έγλειψες. Με την άκρη της άγγιξες την κρούστα από το ξεραμένο αίμα που άρχισε να σχηματίζεται πάνω στο μάγουλό σου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που σε χτυπούσε και δεν θα ήταν η τελευταία. Ήσουν σε μια ηλικία που μπορούσες να ξέρεις ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Ήταν φτιαγμένα με τέτοιο τρόπο που ή θα τα αποδεχόσουν ή θα τρελαινόσουν. Κι εσύ δεν ήθελες να τρελαθείς. Ούτε να παραμιλάς μόνη σου τα βράδια ήθελες και να χτυπάς τους άλλους, ούτε να νομίζεις ότι σου μιλάνε ψιθυριστά ο Θεός και τα νεφρά σου, τα έντερα και οι παρανυχίδες από τα πόδια σου, ούτε να μιλάς ακαταλαβίστικα και να γράφεις λέξεις με αυτοσχέδιο συντακτικό διαφορετικό από της δασκάλας σου, πάνω στους τοίχους με τα σκατά που μόλις γέμισες το κρεβάτι σου και να δείχνεις το πράγμα σου στους ξένους, όπως έκανε εκείνος.
Άρπαξες το ποδήλατό σου, έσυρες την καγκελόπορτα και βγήκες χωρίς δεύτερη σκέψη στον χωματόδρομο. Πήρες τον δρόμο προς το ξύλινο γεφυράκι πάνω από το ποτάμι. Είχες ψηλώσει απότομα και δεν μπορούσες να τεντώσεις τα πόδια σου όση ώρα έκανες πετάλι, αλλά καθόλου δεν σε ένοιαζε. Πήγαινες όσο πιο γρήγορα μπορούσες. Το πρωί, πριν φύγει η μητέρα σου για τα χωράφια του θείου Ανέστη, την άκουσες να λέει ότι δεν σου έχει έρθει ακόμα περίοδος εξαιτίας της σέλας του ποδηλάτου που τρίβεται με πίεση πάνω στην πατάτα σου. Σταμάτησες να πάρεις μια ανάσα. Πέταξες το ποδήλατο στην άκρη της γέφυρας. Στηρίχθηκες με τους αγκώνες σου πάνω στην κουπαστή. Έσκυψες και κοίταξες τον χείμαρρο που κατέβαινε ορμητικός κάτω από τα πόδια σου. Προσπάθησες να δεις την αντανάκλασή σου στο νερό αλλά το νερό άφριζε και ήταν θολό. Στο χωριό λένε όλοι ότι είσαι ψηλή σαν Ιταλίδα, όπως ο πατέρα σου, αλλά εσύ καταλαβαίνεις ότι δεν το λένε για καλό. Ξέρεις ότι δεν λένε τίποτα καλό όταν μιλάνε για τον πατέρα σου τον Ιταλό, εδώ στο χωριό της μητέρας σου. Θα προτιμούσες να μοιάζεις με τη μάνα σου και τη γιαγιά σου για να μην ασχολείται κανένας μαζί σου. Θες να περνάς απαρατήρητη κι εσύ είσαι η κόρη του Ιταλού που σας εγκατέλειψε πριν από δέκα χρόνια, ψηλή σαν κι εκείνον με πόδια αδύνατα, στραβά και μακριά σαν τα δικά του, πιο ψηλή ακόμα και από τον θείο σου τον Ανέστη, τον αδερφό της μαμάς σου. Έκλεισες τα μάτια σου και αφέθηκες στον ήχο από τον παφλασμό του νερού. Σκεφτόσουν-ένας θεός ξέρει τι σκεφτόσουν. Η μία σκέψη έφερνε την άλλη. Όταν θα κλείσεις τα δεκαοκτώ πάντως, θα διασχίσεις με πλοίο την Αδριατική όπως κάνει ο θείος σου ο Ανέστης που μεταφέρει ροδάκινα με τη νταλίκα και θα πας να βρεις τον πατέρα σου από την άλλη μεριά.
Ξανάνοιξες τα μάτια σου και σφήνωσες τα μπούτια σου ανάμεσα στα κενά από τα ξύλινα κάγκελα της γέφυρας σκύβοντας ακόμα περισσότερο. Το ποτάμι, είχε κατεβάσει ολόκληρους κορμούς από δέντρα. Σου ήρθε αναγούλα. Μακάρι να μπορούσες να βουτήξεις, σκέφτηκες και να καβαλήσεις έναν για να σε βγάλει μια ώρα αρχύτερα στην Αδριατική. Ή να φτιάξεις καλύτερα μία σχεδία και να μείνεις για πάντα εκεί, στη μέση της Αδριατικής. Δεν θέλεις να πεθάνεις, όμως. Σίγουρα, δεν θέλεις να πεθάνεις. Πρέπει να περιμένεις. Όταν πεθαίνεις σε θάβουν με τις αναμνήσεις σου παρέα. Κι εσύ, δεν έχεις τίποτα ωραίο να θυμάσαι ως τώρα για να πάρεις μαζί σου. Ούτε να περιμένεις όμως σου αρέσει. Δεν έχεις υπομονή και αυτό είναι τελικά μεγάλη αμαρτία. Ούτε περίοδο έχεις ακόμα. Ίσως επειδή δεν έχεις υπομονή ή επειδή είσαι ψηλή σαν Ιταλίδα και μοιάζεις με τον πατέρα σου που είναι άντρας και καθολικός. Καλύτερα πάντως έτσι. Δεν θέλεις να κρέμονται τα βυζιά σου, ούτε να ανοίξει το πράγμα σου στα δύο για να αποκτήσεις δικά σου μωρά. Ακούς τη μάνα σου να σε αποκαλεί τρελή μπροστά στον πατέρα Ιγνάτιο μετά την κυριακάτικη λειτουργία επειδή δεν θέλεις να κάνεις δικά σου παιδιά, αλλά τον αδερφό σου που γεννήθηκε τρελός και βάζει το πουλί του μες στο στόμα σου με το ζόρι όση ώρα λέει το «Πάτερ ημών» τα βράδια μέχρι να κάνεις εσύ εμετό κι αυτός να αποκοιμηθεί, απλά άτυχο. Έπειτα σε βάζει να της ορκιστείς ότι δεν θα γίνεις ποτέ καθολική σαν τον πατέρα σου, παρόλο που κάνεις τον σταυρό σου όπως πασπατεύεις τα απόκρυφά σου - με τρία δάχτυλα και όχι με την παλάμη ανοιχτή - , κι ύστερα φτιάχνει φανουρόπιτα για να σου έρθει περίοδος και να σταματήσεις να ψηλώνεις. Εσύ, σταυρώνεις τα δάχτυλά σου πίσω από την πλάτη της. Αν το να είσαι γυναίκα σημαίνει να τρέχουν αίματα ανάμεσα στα μπούτια σου και να σε καβαλάει, λες και είσαι κατσίκα, δυο φορές τον χρόνο ο τρελός ο αδερφός σου σαν τον τράγο, κι έπειτα να γεννοβολάς στον στάβλο μικρά τέρατα που να του μοιάζουν, τότε καλύτερα να μην γίνεις ποτέ γυναίκα.
Έβγαλες από την τσέπη σου ένα ζευγάρι γάντια τού πατέρα σου που σου χάρισε όταν ήσουν τεσσάρων ετών, λίγες μέρες πριν φύγει. Τα κόλλησες στη μύτη σου και μύρισες το μαλακό τους δέρμα, ακριβώς όπως μυρίζεις τα δάχτυλα με τα οποία κάνεις τον σταυρό σου όταν τα ξεκολλάς από το μουνί σου για να καταλάβεις από πού έρχεσαι. Καβάλησες το ποδήλατο και πήρες τον δρόμο της επιστροφής. Το πράγμα σου άρχισε να τρίβεται και πάλι πάνω στη σέλα. Αισθάνθηκες μια πίεση από ζεστά κύματα ανάμεσα στα κωλομέρια σου που ανέβηκε σιγά σιγά μέχρι το κεφάλι. Νόμιζες ότι θα εκραγεί και θα πεταχτούν τα μυαλά σου απ’ έξω όπως συμβαίνει στο αυγό που φτύνει τον κρόκο από μέσα του όταν το ζεστάνεις σε υψηλές θερμοκρασίες μέσα στον φούρνο μικροκυμάτων. Αισθάνθηκες όμορφα και αυτό δεν έπρεπε να το πεις σε κανέναν.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Βανέσσα Τόλια γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Είναι απόφοιτος του τμήματος «Θεατρικών Σπουδών» του πανεπιστημίου της Νίκαιας στη Γαλλία, με μεταπτυχιακές σπουδές πάνω στη λογοτεχνία. Έζησε για αρκετά χρόνια στη Νότια Γαλλία και στο Μιλάνο. Από το 2012 ζει και εργάζεται στην Ελλάδα. Είναι καθηγήτρια Γαλλικών κι έχει ασχοληθεί για πολλά χρόνια με τον κλασσικό χορό. Έχει δημοσιευτεί διήγημά της στο books’journal (τεύχος 130).
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 30 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.