«Πειράζοντας» λίγο το περίφημο «Je est un autre» [«Εγώ είναι ένας άλλος»] του Αρτίρ Ρεμπό, λέμε: «Εγώ είναι ένα άλλ@». Ζητήσαμε από σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς ιστορίες για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ιστορίες ισότητας και αποδοχής, δεύτερων και τρίτων ευκαιριών στην αγάπη, αλλά και ιστορίες για τη στοχοποίηση του διαφορετικού ή της ελεύθερης έκφρασης. Σήμερα το διήγημα της Ροζίτας Σπινάσα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ήταν τον χειμώνα του 1990, τον χειμώνα των καταλήψεων. Τότε που ο Τσίπρας ανακάλυψε το ταλέντο του στην πολιτική – κι εγώ το ταλέντο μου στα γλωσσόφιλα.
Πήγαινα στο Πολυκλαδικό της Ηλιούπολης. Το τι παρακάλια είχα ρίξει στον πατέρα μου να ξεκινήσω εκεί το λύκειο δεν περιγράφεται – ήταν που έπρεπε να με πηγαινοφέρνει καθημερινά από το σπίτι μας στο Μπραχάμι στη Βουλιαγμένης. Αυτό όμως που τον έκανε να υποκύψει, ήταν η ιστορία με τον Βαγγέλη. Τρεις μήνες μικρότερος μου, στο τσακ τη γλίτωσε με πλύση στομάχου από τα χάπια που είχε πάρει στο σχολείο εκείνο το απόγευμα. Φοβήθηκε ο πατέρας τις κακές τις συναναστροφές και με έγραψε στο πρωτοποριακό για την εποχή λύκειο, που η πραγματική του πρωτοπορία ήταν ότι είχε μαζέψει για μαθητές όλα τα αλάνια των νοτίων προαστίων.
Όταν ξεκινήσαμε την κατάληψη, το σχολείο μετατράπηκε σε εικοσιτετράωρο πάρτι. Μπίρες, μαυροδάφνες, μουσική ροκ, πανκ και χέβι μέταλ. To σχολείο είχε αλωθεί από ένα τσούρμο εφήβων που κάπνιζαν, έπιναν, χόρευαν, βανδάλιζαν. Τότε ήταν που βρήκα την ευκαιρία να γνωριστώ με την Κατερίνα. Γιατί την είχα προσέξει προ πολλού, από την αρχή της χρονιάς για την ακρίβεια.
Ήταν από τα κορίτσια που γυρνούσες το κεφάλι σου να τα κοιτάξεις: φοβερό στιλ στο ντύσιμο, απίστευτος αέρας στο βάδισμα, βλέμμα που σκότωνε. Είχε αυτό που θα έλεγαν αργότερα στα τηλεοπτικά τάλεντ σόου: είχε ποιότητα αστεριού. Τη δεύτερη νύχτα πήγα και κάθισα δίπλα της. Ευτυχώς εκείνη ανταποκρίθηκε στη μέτρια ατάκα μου, με κέρασε ένα κάμελ, της έδωσα να πιεί από την μπίρα μου – κι αυτό ήταν. Για τις επόμενες ημέρες γίναμε αχώριστες. Την πλησίαζα και την ίδια στιγμή εισχωρούσα στον ηλεκτρισμό της, εισχωρούσα στη μαγεία της. Ένα κύμα που με συνέπαιρνε και που φούσκωνε μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, έτοιμο να ξεσπάσει.
Και ξέσπασε. Εκείνο το βράδυ στις κερκίδες, που ξεμοναχιαστήκαμε, τάχα μου για να ανταλλάξουμε μυστικά. Στην πάνω γωνία, τέρμα αριστερά.
«Πάρε», λέει και μου βάζει στο χέρι ένα μικρό, χάρτινο πραγματάκι.
«Τι είναι αυτό, ναρκωτικά;» δεν πρόλαβα να συγκρατήσω την φλώρικη απορία μου.
«Όχι, βρε χαζή», μου απάντησε γελώντας.
Ήταν απλά μια καραμέλα, με γεύση ούζου. Σαν αυτό που πίναμε από το μπουκάλι λίγο νωρίτερα. Την έβγαλα από το περιτύλιγμα και την έβαλα στο στόμα μου. Η γνώριμη γεύση πλημμύρισε τον ουρανίσκο μου – η γεύση αυτή θα ήταν το μόνο γνώριμο σημείο της βραδιάς.
«Δεν έχω άλλη. Δώσε την μου πίσω», απαίτησε.
Το χέρι μου κινήθηκε μηχανικά προς το στόμα μου, όμως εκείνη το σταμάτησε με το δικό της χέρι. Το πρόσωπό της πλησίασε το δικό μου, το στόμα της κόλλησε στο δικό μου. Η γλώσσα της γλίστρησε στη ζαχαρωμένη γλώσσα μου, για να μου κλέψει την καραμέλα. Η ζαλάδα που ένιωσα ήταν μεγαλύτερη από αυτήν του ούζου· όμως το ξάφνιασμα δεν κράτησε παρά μόνο λίγα δευτερόλεπτα. Έσπευσα αμέσως να τη μιμηθώ. Το να διεκδικήσω πίσω το ζαχαρωτό ήταν το πρόσχημα. Αυτό που ήθελα, ήταν να γευτώ ξανά το φιλί της. Η καραμέλα ταξίδευε από στόμα σε στόμα, έλιωνε από γλώσσα σε γλώσσα. Το ίδιο και τα χέρια μας, το ίδιο και τα κορμιά μας. Ταξίδευαν κι έλιωναν, σαν την καραμέλα.
Είχαμε χάσει κάθε αίσθηση του δημόσιου, ανοιχτού χώρου – κάθε αίσθηση του κρύου. Θα μπορούσε να με γδύσει, να με ξαπλώσει ολόγυμνη στο παγωμένο τσιμέντο – κι εγώ θα εξακολουθούσα να καίγομαι. Αυτή η φωτιά ήταν που έκανε τις αναστολές μου στάχτη. Δεν έδωσε καμία μας δεκάρα: κάναμε ακριβώς αυτά που θέλαμε, χωρίς ντροπές, χωρίς εκπτώσεις. Σα να μην ήμασταν σε ένα προαύλιο της Ηλιούπολης μια παγωμένη νύχτα του 1990. Σα να μην ήμασταν δυο δεκαεξάχρονα κορίτσια.
Όμως ήμασταν στο απροστάτευτο από τοίχους προαύλιο – και μας είδανε. Και ήμασταν δυο δεκαεξάχρονα κορίτσια – και μας διασύρανε.
«Στην κατάληψη πάνε λεσβίες και κάνουν ανωμαλίες», αυτές τις λέξεις χρησιμοποίησε η κυρία Θάλεια για να το μεταφέρει στη μητέρα μου. Τι καριόλα, Θεέ μου. Κι αυτή η μάνα μου, άλλη ανόητη. Πήγε γραμμή και το ξέρασε στον πατέρα μου, μην και κουβαλήσει το βάρος της διαφθοράς μου μονάχη της. Εκείνος θόλωσε. Έλυσε τη ζώνη που φορούσε με μάτι που γυάλιζε.
«Θα το ξανακάνεις;» ούρλιαζε κυνηγώντας με με τη ζώνη, καταφέρνοντάς μου άγριες, βάναυσες βουρδουλιές.
«Όχι!» ούρλιαζα με τη σειρά μου από τον πόνο, από τον τρόμο.
Φοβήθηκα ότι θα με σκοτώσει. Οι κραυγές μου αυτές δεν αποτελούσαν κανενός είδους δέσμευση: η υπόσχεση είχε δοθεί σε καθεστώς απειλής, είχε δοθεί με τρόμο θανάτου. Κι όμως. Η βία του εντυπώθηκε βαθιά μέσα μου, εντυπώθηκε στα κύτταρά μου. Η βία του με έκανε να μην το ξανακάνω.
Την Κατερίνα δεν την ξανάδα. Τέρμα η κατάληψη, τέρμα το Πολυκλαδικό, τέρμα τα ζαχαρένια μας γλωσσόφιλα – τέρμα όλα. Τώρα συνοικιακό λύκειο Μπραχαμίου κι άγιος ο Θεός, τώρα άγαρμπο σεξ με τον Ανέστη. Που η ομορφιά του με έκανε να ελπίσω ότι θα με κάνει να την ξεχάσω. Μάταια όμως, όπως γρήγορα διαπίστωσα – όπως θα διαπίστωνα με κάθε Ανέστη της ζωής μου. Ξάπλωνα, μόνη όσο ποτέ, στο σκοτάδι του εφηβικού μου δωμάτιου, έβαζα στο στόμα μου μια καραμέλα ούζου και την πιπιλούσα· γέμιζα ολόκληρη από τους χυμούς της. Το χέρι μου τρύπωνε κάτω από το λάστιχο της φόρμας, κάτω από το λάστιχο του εσώρουχου.
Δυο χρόνια αργότερα διάβασα γι’ αυτήν στις εφημερίδες: είχε περάσει πρώτη στη Νομική Αθηνών – σωστό αστέρι. Και μετά η στροφή των εκατόν ογδόντα μοιρών, όπως μου τη μετέφερε, με ένα πονηρό σπίθισμα στο βλέμμα, η παλιά, κοινή μας συμμαθήτρια: η Κατερίνα είχε παρατήσει τη Σχολή και είχε πάει να ζήσει σε ένα κοινόβιο. Ένας γλυκός πόνος με κέντησε, σαν σκέφτηκα τις καυτές κοινοβιακές της νύχτες. Δεν υπήρχε αμφιβολία, οι καταλήψεις ήταν το φόρτε της.
Έπρεπε να περάσουν καμιά δεκαριά χρόνια, για να μάθω την επόμενη ανατροπή: η Κατερίνα βαρέθηκε τους αναρχικούς, τελείωσε τη Νομική με άριστα κι έγινε δικαστής, πλέον στα δικαστήρια της Αθήνας. Τη φαντάστηκα στην έδρα με αυστηρό γκρι κοστούμι να δικάζει, να αθωώνει και να καταδικάζει. Και βρήκα την εικόνα αυτή απολύτως ταιριαστή.
Πήγα κι εγώ ένα πρωί στην Ευελπίδων, για το διαζύγιό μου με τον Πέτρο. Όταν τελείωσε η δίκη, χαιρέτησα τον δικηγόρο και συνέχισα να περπατώ προς την έξοδο. Όμως δεν έφυγα στ’ αλήθεια.
«Πού είναι οι θυρίδες των δικαστών;» ρώτησα τον υπάλληλο, κρατώντας τον κίτρινο φάκελο που έφερε το όνομά της.
«Αφήστε τον εδώ και θα τον δώσουμε εμείς», μου απάντησε με ένα βαριεστημένο ύφος που άγγιζε την ενόχληση.
Τον έριξα στο ξύλινο καφέ κουτί που μου υπέδειξε. Οι καραμέλες ούζου έμειναν καλά κρυμμένες –έμειναν καλά θαμμένες– μέσα στο πλαστικό, προστατευτικό, ασφυκτικό αεροπλάστ.
*Η ΡΟΖΙΤΑ ΣΠΙΝΑΣΑ είναι δικηγόρος και συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλιο, η συλλογή διηγημάτων «Σπόροι για φύτεμα» (εκδ. Κέδρος).