Καθόμουν σ' ένα τραπέζι κολλητά στην πόρτα κι ανακάτευα τον καφέ μου με το κουταλάκι, αργά κι αφηρημένα, την ώρα που οι άλλοι άνθρωποι έτρωγαν το βραδινό τους ή έπιναν το πρώτο ποτό τους. Κεντρική εικόνα: © Sara Rolin (Unsplash).
Της Αναστασίας Κάτσικα
Στριφογύριζα το χέρι μου με τα μάτια καρφωμένα στη χοντρή, άσπρη πορσελάνη του φλιτζανιού που το κόκκινο κραγιόν είχε αφήσει ένα ξεθωριασμένο αποτύπωμα στο μέρος που το είχα ακουμπήσει στα χείλια μου κι ενώ το σκούπιζα με τα δάχτυλα, εκείνο εμφανιζόταν ξανά και ξανά, όταν έφερνα το φλιτζάνι στο στόμα, πράγμα που με έκανε να γυρίζω πιο γρήγορα το κουταλάκι και να χύνω τον καφέ στο άσπρο, πορσελάνινο πιάτο που χοντρό κι απρόσωπο γέμιζε τα τραπέζια των καφέ και των εστιατορίων αφού άντεχε στις ψηλές θερμοκρασίες του πλυντηρίου και θυμόμουν τις φαρδιές, τις ψηλές, τις ζωγραφισμένες κούπες που μου έφερνε εκείνη από τα διάφορα κοντινά ή μακρινά μέρη που έτρεχε μόνη της για να σηκώσει τη σημαία.
Εκείνη έξω, έπινε μόνο κρύους καφέδες, δυνατούς και αφρισμένους, τους ρουφούσε πάντα με το καλαμάκι, ήθελε ένα πλαστικό, χοντρό καλαμάκι που το ζητούσε από τους σερβιτόρους σιγανά αλλά απαιτητικά κοιτώντας τους στα μάτια σαν να τους προκαλούσε να παραμερίσουν την όποια οικολογική συνείδηση είχαν αυτοί ή το καφενείο αφού την είχε παραμερίσει κι η ίδια, δεν ακουμπούσε ποτέ τα χείλια της στο ποτήρι μόνο ρουφούσε τον καφέ, ακόμα και το φαγητό θα το ρουφούσε αν μπορούσε, προτιμούσε άλλωστε τις σούπες και γέμιζε τις κοντές ή ψηλές κούπες με τσάι και μούσκευε εκεί μέσα παξιμάδια γιατί αυτό το ζεστό μίγμα μοιραζόταν, έτσι έλεγε, σε όλο το σώμα της και σταματούσε τις τρεμούλες. Αργότερα, πολύ αργότερα, έμαθα ότι δάγκωνε από μέσα τα χείλια της, δεν άφηνε τις πληγές να επουλωθούν κι αυτές μαλακές και άσπρες, κακοφόρμιζαν κι έτρεχαν κι έτσουζαν και δεν την άφηναν να δοκιμάσει τα πιάτα που περνούσαν από μπροστά της αλλά μερικές φορές προκαλούσε την τύχη της και δοκίμαζε κάτι καυτό ή καυτερό, ρουφώντας πάντα κι έβλεπα τα μάτια της να βουρκώνουν, τα φρύδια της να σηκώνονται με απορία και σταγόνες ιδρώτα να κατρακυλούν από τα μαλλιά της.
Από μικρή έψαχνε τις πεσμένες σημαίες, όσο μικρές κι αν ήταν, όπως του συμμαθητή με το πρησμένο χέρι που δεν μπορούσε να γράψει στα διαγωνίσματα κι έμπαινε μπροστά και φώναζε κι έσπρωχνε και ζωγράφιζε στα λευκώματα και στους τοίχους τα αρχικά L.S.D [...]
Δεν με ήθελε ποτέ στο σπίτι της, όταν όμως αρρώστησε και πήγαινα χωρίς να τη ρωτήσω, μου ζητούσε να φέρνω ψωμί και τσιγάρα, ψωμί από εκείνο το φουσκωτό το γεμάτο κάτασπρη ψίχα και τσιγάρα βαριά, άφιλτρα που τα έκρυβε στο ντουλάπι πάνω από το ψυγείο, αναρωτιόμουν τι τα έκανε αφού δεν την είχα δει ποτέ να καπνίζει, μια φορά όμως είδα και τη μητέρα μου, σε μεγάλη ηλικία πια, να της κατεβάζει, αφού έμενε από πάνω, εκείνη δεν είχε απομακρυνθεί από το πατρικό, ακόμα κι όταν παντρεύτηκε, άσπρο, φουσκωτό ψωμί και πακέτα με τσιγάρα που τα έκρυβε στις τσέπες της ρόμπας της ενώ άκουγα τον πατέρα από το φωταγωγό που το φύσημά του τού απαγόρευε το κάπνισμα και τον άφηνε άυπνο να βήχει και τώρα τελευταία, όταν άνοιγα την πόρτα, ακόμα και το καλοκαίρι, στους τριάντα πέντε βαθμούς, το σπίτι της ήταν ντυμένο χειμωνιάτικα, με χαλιά και χοντρές κουρτίνες, μόνο τα χριστουγεννιάτικα μάζευε και τα στοίβαζε σε χάρτινα κιβώτια που δεν τα κατέβαζε πια στην αποθήκη αλλά τα στρίμωχνε στο δωμάτιο της μοναδικής της κόρης, που τώρα ήταν άδειο, της φαινόταν πολύ άδειο και το γέμιζε με κουτιά και διαβασμένα βιβλία που με αγγάρευε, εμένα που είχα αυτοκίνητο, βαμμένα νύχια και καλοχτενισμένα μαλλιά, να τα μεταφέρω σε άγνωστες διευθύνσεις για να φτάσουν σε σχολεία και φυλακές.
Από μικρή έψαχνε τις πεσμένες σημαίες, όσο μικρές κι αν ήταν, όπως του συμμαθητή με το πρησμένο χέρι που δεν μπορούσε να γράψει στα διαγωνίσματα κι έμπαινε μπροστά και φώναζε κι έσπρωχνε και ζωγράφιζε στα λευκώματα και στους τοίχους τα αρχικά L.S.D κι έτρεχε η μητέρα με το πράσινο ταγιέρ στο σχολείο, ο πατέρας παρκάριζε και ξεπαρκάριζε το καινούργιο ιταλικό αυτοκίνητο και παρακαλούσε η μητέρα και κουβαλούσε δώρα και γλυκά για να τη γλιτώσει από την αποβολή και να πάρει το απολυτήριο από το ιδιωτικό, πράγμα που δεν το κατάφερε και πήγε στο δημόσιο κι εκεί γνώρισε τα αγόρια κι ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε με άσπρο, κάτασπρο νυφικό και πέπλο κι άνοιξε το καινούργιο της σπίτι κάτω από το πατρικό κι άφηνε παιδί και μαγείρεμα στα χέρια της μητέρας κι έψαχνε για μια άλλη πιο μεγάλη σημαία.
Μπορεί να βρω κι εγώ σήμερα κάποιο σημαιάκι πεσμένο στα λασπόνερα του δρόμου.
Δούλευε από δω κι από κει, τα παρατούσε συνέχεια και κάθε τόσο έβαζε αγγελία ο πατέρας για να πουλήσει στην αρχή το πιο μικρό κι ύστερα το πιο μεγάλο διαμέρισμα για να μπορεί εκείνη να ψάχνει και να βρίσκει σημαίες, όλο και πιο μεγάλες, όλο και πιο κόκκινες και να τις σηκώνει ψηλά και να ξημεροβραδιάζεται σε πορείες και συλλαλητήρια και να παίρνει μέρος σε ανοιχτές ή κλειστές συνελεύσεις και συνέδρια κι όλο έτρεχε και δεν προλάβαινε να δει τα πρησμένα γόνατά της και τα παραμορφωμένα δάχτυλά της ώσπου ανακάλυψε τα χάπια της κορτιζόνης που της τα συνταγογραφούσε ένας ψυχίατρος που του έλεγε εκείνη ποια και πόσα χάπια χρειαζόταν και κρεμόταν από τα χείλια της την ώρα της συνεδρίας και τύλιγε στα δάχτυλά του τα μαύρα της μαλλιά που έπεφταν κι άφηναν γυμνό τόπους τόπους το κεφάλι της και βρήκε ένα μεταχειρισμένο καρότσι και προσπαθούσε να ακολουθήσει μ’ αυτό τη σημαία της μέχρι τη μέρα που δεν μπόρεσε ν’ ανέβει τα σκαλιά της πολυκατοικίας, γιατί η πολυκατοικία ήταν παλιά και δεν είχε ράμπα, και μαζεύτηκαν οι γείτονες να την ανεβάσουν γιατί ο πατέρας ούτε το αυτοκίνητο δε θυμόταν να οδηγήσει και η μητέρα έδενε και ξέδενε τη ζώνη της ρόμπας ντροπιασμένη που έπεσε στο στόμα των γειτόνων κι η κόρη φευγάτη και κλείστηκε στο διαμέρισμα με το άσπρο φουσκωτό ψωμί στην αγκαλιά και πάχυνε και άλλαξε και δεν απαντούσε στις κουβέντες της μητέρας ούτε στα τηλέφωνα τα δικά μου, μόνο τις παλιές φωτογραφίες κοίταζε και ξανακοίταζε κι έπαιρνε τηλέφωνο τον ψυχίατρο τα βράδια αλλά κι αυτός τις πιο πολλές φορές έλειπε κι όταν της ανακοίνωσα ότι έχω βρει άνθρωπο που θέλω να παντρευτώ, κοίταξε τα βαμμένα νύχια μου, έσπρωξε νευρικά το καρότσι κι έβαλε στα χέρια μου τα παλιά τετράδια που ήταν γεμάτα με τις δικές μου ιστορίες γραμμένες με τα δικά μου γράμματα, όχι τα στρογγυλά της καλής μαθήτριας αλλά τα βιαστικά, εκείνα που κάνεις όταν σε κυνηγούν οι σκέψεις και οι εικόνες και μου υπαγόρευσε ένα τηλέφωνο, γιατί τα δάχτυλά της δυσκολεύονταν πια με το μολύβι.
Βγήκα από το καφέ κι ο σερβιτόρος κλείδωσε πίσω μου την πόρτα. Μάζεψε το φλιτζάνι μου με το ένα χέρι. Είχα αφήσει όλο το κόκκινο κραγιόν στη χοντρή, άσπρη πορσελάνη. Δε θα βάλω ούτε σταυρό ούτε φωτογραφία. Μόνο το όνομά της. Ας αποφασίσει η κόρη της. Όταν γυρίσει. Αν γυρίσει. Το αίμα που κυλούσε στο μέσα μέρος των χειλιών μου είχε γλυκιά γεύση. Προχωρούσα με σκυμμένο το κεφάλι. Μπορεί να βρω κι εγώ σήμερα κάποιο σημαιάκι πεσμένο στα λασπόνερα του δρόμου.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Αναστασία Κάτσικα γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι δασκάλα και διδάσκει σε δημόσιο σχολείο στα Βριλήσσια. Παρακολουθεί μαθήματα δημιουργικής γραφής και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά καθώς και σε συλλογικούς τόμους. Διηγήματά της έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Η συλλογή διηγημάτων της Κίτρινο σκοτάδι εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ενύπνιον. Αγαπάει το διάβασμα, το θέατρο και τη γοητεύει ιδιαίτερα ο κόσμος του κινηματογράφου.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.