Είχε επισκεφτεί τρις την νήσον Μύκονον πράγμα που την καθιστούσε πολύφερνη στο ατομικό της κατάστιχο αποδράσεων στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Όφειλε ωστόσο να ομολογήσει ότι δεν την απάντησε ποτέ με τα μάτια της ψυχής…
Της Λίλυς Εξαρχοπούλου
Στην Αλεξάνδρα Σκρίκα
Η εποχή των λεόντων
Υπέθετε ότι, στα τέλη της δεκαετίας του 80, η Μύκονος είχε καταγραφεί στη συνείδησή της ως κάτι όμορφο αλλά ταυτόχρονα κάπως νοσηρό. Η πρώτη της επίσκεψη έγινε Πάσχα, υπήρχε ακόμη ο Πέτρος (ή κάποιο αδελφάκι του) και εκείνη αποφάσισε να διαπράξει κάτι που ενδεχομένως ήταν αναγκαστικό(;), επιθυμώντας ουσιαστικά να επισκεφτεί τη Δήλο. Ωστόσο την εντυπωσίασαν τα σοκάκια της Χώρας, με τον πολύ κόσμο (δεν ήξερε τότε η πτωχή τι πάει να πει πολύς κόσμος για Μύκονο), τις αναρίθμητες εκκλησίες και τα εκκλησίδια της. Θυμάται πως την Μ. Παρασκευή προσπαθώντας να αποφύγουν τον επιτάφιο και το στριμωξίδι του μπήκαν σε μια ανοιχτή πόρτα που έμοιαζε με μπαρ. Το ημίφως μετά το (εξωτερικό) πλήθος την ηρέμησε και είπε στον συνοδό της το αξεπέραστο «Τι έξυπνο να βάλεις στασίδια σ’ ένα μπαρ» για να λάβει την πληρωμένη απάντηση «Δεν είναι μπαρ χαζή, είναι εκκλησία!» Εν τέλει κατέληξαν στο μπαρ που είχαν πάει και την προηγουμένη, το οποίο ήταν σχεδόν άδειο αλλά ανοιχτό. Και πως να μην είναι ανοιχτό αφού με το πέρας του Επιταφίου Θρήνου άρχισε να το κατακλύζει το μέγα πλήθος των θρησκευόμενων και να κατεβάζει το ένα μετά τ’ άλλο τα ποτά, ίσως για να πάνε κάτω τα φαρμάκια της περιφοράς.
Την αποζημίωσε το άνδηρο των λεόντων την επομένη; Κάποια ψηφιδωτά; Η ταραγμένη ρημαγμένη γη της Δήλου που από καλομαθημένο των Αθηναίων έγινε αποπαίδι; Ο ανηλεής ήλιος την οδήγησε να σκέφτεται θολά και συγκεχυμένα το ξεχορτάριασμα μαζί με τα στίφη των πιστών του περιώνυμου μπαρ και τη συμφοιτήτριά της που βιοποριζόταν ως ξεναγός στο ιερό νησί αλλά θα παντρευόταν τον Νορβηγό της και θα του πήγαινε τον ήλιο μπας και λιώσουν τα χιονισμένα τοπία του.
Η εποχή της κατσαρίδας
Στην δεκαετία του 90 ο Παντελιδάκης έχει πλέον βάλει με τον νόμο στασίδια σε κλειστό συναυλιακό χώρο στην Πειραιώς και το «εύρημα» έχει χαιρετιστεί αναλόγως από τα περιοδικά ποικίλης ύλης. Εκείνη έχει πλέον διαβάσει Μέλπω Αξιώτη αλλά δεν την έχει συνδέσει ακόμη με την Μύκονο. Όντας πολύ δυστυχής αλλά και κουρασμένη από την ασθένεια της μητρός της, αποφασίζει να πάρει τέσσερις ημέρες οφ (ελληνιστί να κάνει ένα διάλλειμα) μαζί με την κολλητή της φίλη και βρίσκει μια καλή τιμή δωματίου στη Μύκονο. Είναι βλέπεις Ιούνιος μήνας και θα έχει την ευκαιρία να κολυμπήσει στα καταγάλανα, απίστευτα νερά της.
Το πρώτο βράδυ ζει μαζί με το νησί το δράμα του! Τα μπαρ απεργούν(!) γιατί σύμφωνα με τη νέα τότε νομοθεσία πρέπει να κλείνουν νωρίς και έτσι οι δύσμοιροι τουρίστες κάθονται στα ασπροβαμμένα τσίλικα πεζούλια των σπιτιών έχοντας κουβαλήσει τις μπύρες και τα ουίσκι από κάβες και μικρά σούπερ μάρκετ. Στην κοσμοσυρροή οι τρανς κάνουν πασαρέλα, η φίλη της την επικρίνει που δεν την προειδοποίησε να φέρει «καλά ρούχα» κι εκείνη, έχοντας ξεφύγει προσωρινά από τον προσωπικό της ζόφο, υπομειδιά. Όταν επιστρέφουν στο ημιϋπόγειο δωμάτιο, τις υποδέχεται μια τροφαντή πτερωτή καφέ κατσαρίδα. Οι κορασίδες την παρακολουθούν έντρομες ώσπου η μια δηλώνει: «Δεν μπορώ να κοιμηθώ σε δωμάτιο με κατσαρίδα!». Η ετέρα ανασκουμπώνεται, φοράει τη μεσαιωνική της στολή με την απαραίτητη περικεφαλαία και κάνει κάτι που δεν έχει ξανακάνει στη ζωή της: Ορμά θαρρετά με σαγιονάρα αντί ξίφους και … την λιώνει. Την επομένην πρωία ξυπνά από τις φωνές της φίλης της «Έλα να δεις τι έγινε…»· η κατσαρίδα έχει μεταφερθεί στο μπάνιο και μισοφαγωθεί από μια στρατιά μυρμηγκιών.
Με τη «Μεταμόρφωση» στο μυαλό, την εντομοθλίψη και τις τσάντες θαλάσσης οδεύουν –πλέοντας- κουνιστές και λυγιστές για τον Υπερπαράδεισο. Μια και δεν τις άντεξε -ή μήπως δεν τον άντεξαν λόγω ντεσιμπέλ;- επιστρέφουν άμεσα σε οικειότερους παραδείσους.
Η εποχή του αστακού
Πρώτα έτη του 21ου αιώνα και Πάσχα το ελληνικόν με τον νυν σύζυγο στην εξακολουθητικά πολύφερνη Μύκονο. Αι λοιπαί άμυαλαι νεάνιδες βαδίζουν τρεμάμενες στα καλντερίμια επιβαίνοντας με ύψιστη υπερηφάνεια στα δεκαπεντάποντα καινούργια πέδιλα, μάρκας Κολωνακίου (ανωτέρας των Μπλάνικ δεν το συζητά…), ενδεδυμένες με “καυτά” κοντά παντελονάκια για να ταιριάζουν με την τούλινη, ήτοι αραχνοϋφαντη, εσάρπα και το μοδάτο κραγιόν της σεζόν. Τα κυκλαδίτικα νησιά φημίζονται για τους ανέμους τους που ναι μεν είναι ευεργετικοί και δροσεροί αλλά δεν ταιριάζουν με τεχνητά νύχια, τεχνητές βλεφαρίδες, τουπέ και τα συναφή. Άπασαι αι νεάνιδες τρεμουλιάζουν και μαζί τους διέρχεται τα σοκάκια μια υποψία σεισμού. Τα μπαρ είναι πήχτρα και η ευσέβεια περισσεύει.
Στο ρυθμό της πόλης και της εποχής αυτοί αποφασίζουν να νηστέψουν τρώγοντας αστακό! Η ωσαύτη αποφασιστικότης εκπορεύεται από την κρυφή ελπίδα ότι θα τους τον κεράσει ένας φίλος που τους έχει προσκαλέσει να φάνε στο καινούργιο εστιατόριο ξενοδοχείου που ανήκει στον πατέρα της φίλης του. Το μέρος είναι υπέροχο, δίπλα στην θάλασσα, παραγγέλνουν τη διάσημη αστακομακαρονάδα που ετοιμάζεται να γευτεί για πρώτη φορά… και ο φίλος πουθενά. Αποφασίζουν να το διασκεδάσουν ούτως ή άλλως και η σκηνή εξελίσσεται ανεπιφύλακτα σε κωμική από τη στιγμή που τους φέρνουν ένα τεράστιο αστακό κι αυτοί μεταμορφώνονται, και δη καθήμενοι, σε θεατρίνους μιας stand up ιλαροτραγωδίας. Κανείς τους δεν γνωρίζει τι να κάνει με το νεκρό εν τω κελύφει τέρας και τον σερβιτόρο που ρωτά εάν χρειάζονται το ειδικό εργαλείο. Αγνοώντας ακόμη και την ύπαρξη του συγκεκριμένου εργαλείου, αποδέχονται θαρραλέα την προσφορά ελπίζοντας ότι αυτό θα ήτο «μια κάποια λύσις». Που δεν ήταν. Η stand up γίνεται bourlesque και παρότι ο Λάνθιμος απουσιάζει οι ήρωες γελούν επί δεκαπεντάλεπτον (!) για μία και μοναδική φορά στη ζωή τους. Την ώρα που προσγειώνεται δίπλα τους ελικόπτερο γνωστού μεγαλοεπιχειρηματία κι αυτοί αποχωρούν ξεπαραδιασμένοι, τολμά να ρωτήσει τον σερβιτόρο: «Ο Κος Χ (ο φίλος) δεν είναι εδώ σήμερα;». Προφανώς και δεν ήταν· βρισκόταν για κάποιο έκτακτο γραφειοκρατικό στη Σύρο.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων αποφασίζουν την επομένη να πάνε για Ανάσταση στην Άνω Μερά ίνα αποφύγουν την πολυκοσμία της πόλης. Πλησιάζοντας αντιλαμβάνονται ότι ενδεχομένως δεν θα βρούν να παρκάρουν αλλά ευτυχώς, εκεί που είναι έτοιμοι να αποχωρήσουν, ξεπαρκάρει ένα κοντό, ανοιχτό, το λες κι αγωνιστικό, αυτοκίνητο. Βαδίζουν προς τα εκεί που ακούγονται ψαλμωδίες και έρχονται αντιμέτωποι με μια μικρή πλατεία όπου γίνεται το αδιαχώρητο. Συντόμως αντιλαμβάνονται ότι άπαντες οι ψιθυριστές ένα γύρο δεν άδουν αναστάσιμο τροπάριο αλλά συμμετέχουν σ’ ένα άτυπο διαγωνισμό. Τω όντι συντόμως διαπιστώνουν ότι οι γύρω τους λαμπάδες ανήκουν στην τάξη των άνω των 100 ευρώ κηρίων και ποικίλλουν από έργα μικροτεχνίας ως την απόλυτη κακογουστιά. Κάποια στιγμή οι λαμπάδες ανάβουν ως δια μαγείας, μαζί και το δικό τους σεμνό πάλλευκο κεράκι, και τα ψηλοτάκουνα με τους λιμοκοντόρους αρχίζουν να αποχωρούν. Ξαφνικά εξέρχεται του ναού ο ιερέας και οι διάκονοι αναγγέλλοντας το «Δεύτε λάβετε φως» ενώπιον του ήδη αποχωρούντος και φεγγοβολούντος πλήθους «πιστών».
Την επομένη σκέφτηκαν να περιηγηθούν προς Τούρλο και Άγιο Στέφανο για να γνωρίσουν και εκείνην την πλευρά της νήσου (Σάμπως να είχαν γνωρίσει την υπόλοιπη…) Στον δρόμο δεν συναντούν κάποιο καφέ ή καφέ μπαρ ώσπου κάποια στιγμή η συνοδηγός εντοπίζει κάποια αυτοκίνητα που στρίβουν αριστερά, κατευθυνόμενα σ’ ένα οίκημα που προσομοίαζε σε μπαρ και αρκετός κόσμος φαινόταν στα μπαλκόνια του, ιδιαίτερα σε ένα υπερμεγέθες. Τα ακολουθούν, σταθμεύουν μετά δυσκολίας και στην είσοδο του οικήματος κι ο σύντροφός της παθαίνει πανικό «Είναι σπίτι!» Σπίτι, δεν θα το έλεγες, βιλλάρα μπορεί, αλλά έλα που εκείνη, η μωρά παρθένος, είναι πεπεισμένη ότι πρόκειται για μπαρ και στριμώχνεται μετά των αλλοφύλων στις σκάλες του… Στην είσοδο και επί της υποδοχής μία κομψοτάτη κυρία, προφανώς επί των δημοσίων σχέσεων, αναλαμβάνει να τους ξεναγήσει στο εσωτερικό της έπαυλης! Η πεποίθησή της περί της χρήσεως του οικήματος έχει πλέον καταρρεύσει, ο πανικός του συντρόφου της τείνει να εξελιχθεί σε υστερία κι αυτή παραδόξως απολύτως ήρεμη λέει στη συνοδό τους ότι εργάζεται στην τάδε εφημερίδα (πράγμα που, ειρήστω εν παρόδω, αλήθευε). Μπαίνει ένας αστυνομικός, ο καλός της γίνεται χρυσοκίτρινος, προσφέρουν σε όλους ποτό που σύσσωμοι αποδέχονται και η κυρία PR πηγαίνει να την συστήσει στον γνωστό επιχειρηματία Κο Ψ. που (το αντιλαμβάνεται από τα συμφραζόμενα) δραστηριοποιείται στον χώρο της ένδυσης. Ακολουθεί η ξενάγηση στον επενδεδυμένο με υπέροχο ειδικό ξύλο χώρο της πισίνας η οποία καλύπτει την κορυφή ενός εξαιρετικού βράχου που ανεβαίνει κάθετα από την θάλασσα. Οποία μαγεία (ειρωνεία, αλαζονεία;)! Η κυρία να τους ρωτά αν θα παρευρεθούν το βράδυ στο πάρτι στο club Ω και εκείνη να την τραβούν επιτακτικά από το μανίκι «Πάμε να φύγουμε επιτέλους!».
Ούτως ειπείν, οι τρεις επισκέψεις της στην χαριεστάτη νήσον ήταν συναρπαστικές! Κι ας μην έμαθε το παραμικρό για τους Μυκονιάτες και την ιστορία τους, κι ας μην είδε ποτέ την προτομή της περιώνυμης Μαντώς τους που είχε υπάρξει παιδιόθεν η ηρωίδα της -λόγω της αναφοράς σε αυτήν σε ένα παιδικό βιβλίο για πρίγκιπες-, ας μην ένιωσε ποτέ τη βαθιά θλίψη της Μέλπως τους. Ακόμη και οι μικρές αποδράσεις σε λούνα παρκ είναι ενίοτε -ψυχογενώς- ωφέλιμες!
Info
H Λίλυ Εξαρχοπούλου είναι συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφράστρια. Έχει διδάξει λογοτεχνία, αρχαία ιστορία, αγγλική και ελληνική γλώσσα σε ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Συνεργάζεται με εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και χρημάτισε αντιπρόεδρος του Κέντρου Συγγραφέων και Μεταφραστών των Τριών Θαλασσών. Έχει εκδώσει δύο μυθιστορήματα, τρεις ποιητικές συλλογές και μια νουβέλα. Διηγήματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικές εκδόσεις και λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει επίσης γράψει ένα εκπαιδευτικό βοήθημα για τη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας (Κανάλι 5, Δέλτος, 1999). Στις 20 και πλέον μεταφράσεις της ανήκουν βιβλία γνωστών λογοτεχνών και κριτικών όπως οι Ντάρελ, Λώρενς, Μπέργκερ, Σαϊντ κ.ά. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί αντιστοίχως σε αγγλικά, γερμανικά και τουρκικά λογοτεχνικά περιοδικά ή ανθολογίες. Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή Αποδελτίωση (εκδ. Οδός Πανός).
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 30 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.