Η αλήθεια είναι πως στην αρχή σε σιχαινόμουν. Απ’ την πρώτη στιγμή που σ’ έφερε στο σπίτι και σε είδα να κολυμπάς μέσα σ’ εκείνο το διάφανο σακούλι που το ‘σφιγγε σαν πουγκί στο χέρι του, σαν μπελά σ’ έβλεπα περισσότερο παρά σαν παρέα, ένα μπελά με τον οποίο δεν ήθελα επ’ ουδενί να συμβιώσω.
Της Χρυσούλας Φασουλή
Όλη την ώρα σκεφτόμουν τρόπους να σε ξεφορτωθώ, φαντασιωνόμουν πως για μέρες δε σε ταΐζω, πως παραλείπω ν’ αλλάξω το θολό, βρώμικο νερό της γυάλας και σ’ αφήνω να κολυμπάς μες στις ακαθαρσίες σου έως ότου πεθάνεις από ασφυξία, πως βρίσκω ευκαιρία (ένα πρωί που εκείνος λείπει), να σε ρίξω στη λεκάνη κι ύστερα να τραβήξω χαιρέκακα το καζανάκι κοιτώντας σε να χάνεσαι στη δίνη της ρουφήχτρας και πως λίγο αργότερα, όταν εκείνος επιστρέφει, σκηνοθετώ την αυτοκτονία σου (αλήθεια, αυτοκτονούν τα χρυσόψαρα;), και του λέω πως τάχα πήδησες ξαφνικά έξω απ’ τη γυάλα κι ώσπου να τρέξω να σε σώσω είχες ήδη ξεψυχήσει πάνω στο καλό λευκό τραπεζομάντηλο της τραπεζαρίας, κι εκείνος με κοιτά με δυσπιστία και με κατηγορεί ότι σου φέρθηκα απάνθρωπα, σκληρά, κι απορεί με μένα που δε μου πέρασε απ’ το μυαλό να σε θάψουμε στη γλάστρα με τον φίκο.
Έπειτα σε συνήθισα.
*
Μια φίλη που νοιάζεται για μένα λέει: το να παρατηρείς ένα χρυσόψαρο είναι ευεργετικό. Μπορεί να σε κάνει να χαλαρώσεις, να ξεχάσεις όλες σου τις έγνοιες.
Αυτό κάνω. Σε παρατηρώ. Περνώ όλη τη μέρα καθισμένη μπροστά στη γυάλα σου και σε παρακολουθώ, σε κοιτώ να περιστρέφεσαι μέσα στο καθαρό νερό (το αλλάζω κάθε μέρα), δε σ’ αφήνω απ’ τα μάτια μου στιγμή. Δε χαλαρώνω. Μονάχα ανησυχώ. Ναι ανησυχώ, ανησυχώ για σένα. Από χθες είσαι νηστικό και φοβάμαι μήπως πεθάνεις από ασιτία. Τις στιγμές της απόλυτης ακινησίας σου πανικοβάλλομαι κι αμέσως χτυπώ με αγωνία το δάχτυλο στο τζάμι, το βουτώ βίαια μες στο νερό, ώσπου να σε δω ν’ αρχίσεις να κινείσαι πάλι σαν τρελό. Συγχώρησέ με για την ταραχή που σου προκαλώ, είναι όμως μεγάλη η ανάγκη μου να επιβεβαιώσω πως είσαι ζωντανό.
*
Ψάχνω στο κινητό συμβουλές κι οδηγίες για χρυσόψαρα που αρνούνται να φάνε. Πέφτω πάνω σε αυτό: τα χρυσόψαρα δεν κλείνουν ποτέ τα μάτια, ακόμα κι όταν κοιμούνται. Συχνά μάλιστα υποφέρουν από αϋπνίες.
Να ‘ταν εκείνη μία από αυτές τις νύχτες; Τον είδες, άραγε, να στριμώχνει βιαστικά μέσα σε ένα σακίδιο δυο τρία πράγματα δικά του, να γράφει στο πόδι ένα πρόχειρο σημείωμα κι ύστερα να το μετανιώνει, να το μουτζουρώνει, να το σκίζει και να το χώνει στην τσέπη του παντελονιού του; Τον είδες ν’ ανοίγει την πόρτα και να βγαίνει απ΄ το σπίτι χωρίς δισταγμό ή μήπως να κοντοστέκεται στο κατώφλι και να γυρίζει να κοιτάξει πίσω; Άραγε σου είπε γιατί έφυγε έτσι ξαφνικά; Μήπως το εκμυστηρεύτηκε μονάχα σε σένα που δε θα μπορούσες ποτέ να το μαρτυρήσεις, αλλά ούτε και να προσπαθήσεις να τον μεταπείσεις, να σταθείς εμπόδιο στο δρόμο του σαν άνθρωπος γαντζωμένος πάνω του που τον παρακαλά με κλάματα να μείνει ή σαν σκυλί που κρέμεται απ’ το μπατζάκι του και γρυλίζοντας τον σέρνει πάλι σπίτι; Είπε αν θα γυρίσει ή πότε θα γυρίσει; Είπε κάτι φεύγοντας για μένα; Αλήθεια, σου λείπει όπως εμένα;
*
Της λέω: τα βράδια κλαίει.
Η φίλη που νοιάζεται για μένα λέει: τα ψάρια δεν κλαίνε. Το κλάμα είναι μια απολύτως ανθρώπινη αντίδραση.
Τότε γιατί βρίσκω κάθε πρωί τη γυάλα του ξεχειλισμένη; τη ρωτάω.
*
Τα βράδια κλαις, κλαις χωρίς σταματημό. Τα δάκρυά σου ξεχειλίζουν απ΄τη γυάλα, μουσκεύουν το τραπέζι και το καλό λευκό τραπεζομάντηλο, στάζουν στις καρέκλες, στα χαλιά, πλημμυρίζουν το πάτωμα. Αν συνεχίσεις έτσι ένα πρωί θα σηκωθώ απ’ το κρεβάτι και θα χρειαστεί να κολυμπήσω για να φτάσω ως εσένα. Θα βγεις τότε κι εσύ από τη γυάλα σου, θ’ αγκαλιαστούμε κι ύστερα θα μου μάθεις να κολυμπώ, να ζω μες στο νερό. Θα προσπαθήσω να σε μιμηθώ, θα περιστρέφομαι γαλήνια μες στο πλημμυρισμένο μου σαλόνι δίχως να βγάζω το κεφάλι απ΄ το νερό, θα κολλάω τα χείλη στους παγωμένους τοίχους λες κι είναι τζάμι γυάλας, θα στέκομαι για ώρα ακίνητη, βουβή, στο ήσυχο, έρημο, άδειο σπίτι.
*
Κάθομαι στα σκοτεινά. Στα χέρια μου κρατώ το κινητό. Διαβάζω: οι επιστήμονες θεωρούν ότι οι αναμνήσεις του χρυσόψαρου διαρκούν για τρεις μήνες.
Χαμογελώ. Τόσο, σκέφτομαι, θα χρειαστεί για να τον ξεχάσω.
Info
Γεννήθηκα και ζω στην Αθήνα. Διηγήματά μου έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Διαγωνισμός Διηγήματος Βιβλιοπωλείου ΙΑΝΟΣ 2019 & 2020, 1ος Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αγίας Παρασκευής-Μουσείο Αλέκος Κοντόπουλος). Τον Δεκέμβριο 2021 διήγημά μου φιλοξενήθηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό The Books' Journal (τεύχος #125).
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 30 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.