Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκαναν εξερεύνηση στην πίσω αυλή του θείου του Ηλία. Σε κάποια σημεία τα χόρτα τούς έφταναν μέχρι τα γόνατα. Οι πιο μικροί της παρέας τα ποδοπατούσαν αποφασιστικά για να μην τους πούνε δειλούς.
Της Δήμητρας Δαρδαγάνη
Ο Άλκης ήταν τελευταίος, δεν του άρεσε, ένας απροσδιόριστος φόβος τον έκανε να κοιτάει πίσω του. Αλλά και όταν ήταν πιο μπροστά πάντα κάποιος τον πίεζε να επιταχύνει ή τον τρόμαζε άθελα του, σκουντώντας τον να κοιτάξει κάτι αξιοπρόσεχτο. Ένα ξεκοιλιασμένο δρύινο βαρέλι, μια ρόδα από ένα παλιό τρακτέρ, μια σκουριασμένη τσουγκράνα, τα περισσότερα ευρήματα δε γίνονταν τρόπαια, αδύνατον να τα πάρουν μαζί τους και τα έδειχναν στους άλλους με έναν αστραπιαίο ενθουσιασμό σε φόντο απογοήτευσης∙ κάθε αντικείμενο ανήκε, νοερά μόνο, σε αυτόν που το είχε δει πρώτος. Έδειχναν ό,τι ξεχώριζε από το μέγεθος ή την αποσύνθεση του χωρίς να βγάζουν άχνα, λες και ακολουθούσαν ίχνη ενός θηράματος που δεν έπρεπε να τρομάξουν. Ψυχή όμως δεν είχε η πίσω αυλή και η διακριτικότητα τους δεν είχε ξεγελάσει τον θείο του Ηλία∙ τους είχε δει να γλιστράνε πίσω από το σπίτι χωρίς να πει και αυτή τη φορά τίποτα.
Δυο-τρεις εξονυχιστικοί κύκλοι και η περιπολία τελείωσε, η ώρα της επιστροφής είχε ήδη φτάσει. Περπατούσαν νωχελικά, πάλι πάνω στα ίδια πράγματα είχαν πέσει. Τίποτα καινούριο δεν είχε πετάξει ο θείος του Ηλία τις τελευταίες εβδομάδες. Η ανία βούιζε στα αυτιά τους, πήγαινε από τον ένα ώμο στον άλλο, άπιαστη και ενοχλητική. Είχαν χορτάσει από νταμιτζάνες και αναποδογυρισμένα τελάρα, στοιβαγμένα γύρω απ’τα πατημένα χόρτα. Καμιά υπόσχεση θησαυρού. Μα δεν είχαν καμιά όρεξη να γυρίσουν, έσερναν τα βήματα τους. Ακόμα και μια άστοχη εξερεύνηση ήταν πιο συνταρακτική από το ποδόσφαιρο ή τα μήλα. Μόνο ο Άλκης έμοιαζε να εκτιμά την οκνηρία της επιστροφής. Είχαν χαρτογραφήσει για πολλοστή φορά τον χώρο και τώρα το βάρος της ραστώνης σχεδόν τούς αποκοίμιζε όρθιους.
Είχαν χαρτογραφήσει για πολλοστή φορά τον χώρο και τώρα το βάρος της ραστώνης σχεδόν τούς αποκοίμιζε όρθιους.
Ξαφνικά ο Ηλίας σταμάτησε. Μία μαύρη κηλίδα τράβηξε τη προσοχή του. Παραμέρισε με το ξύλο που κρατούσε τα πυκνά χόρτα. Ήταν ένα μικρό κοράκι, νεοσσός. Έκανε νόημα σε αυτόν που βρισκόταν ακριβώς πίσω του και εκείνος στους υπόλοιπους. Σε μια στιγμή όλη η παρέα είχε μαζευτεί από πάνω του. Τα φτερά του ήταν κολλημένα, και το ράμφος του δυσανάλογα μεγάλο με το μικροσκοπικό κεφάλι. Από μια ελάχιστη κίνηση κατάλαβαν ότι ήταν ακόμη ζωντανό. Είχε πέσει από κάποια φωλιά αλλά από πού; Κάποιοι είπαν να το αφήσουν, τα κοράκια φέρνουν γρουσουζιά. Ένας άλλος απάντησε είναι κρίμα, ψυχή έχει και αυτό. Σώπασαν σαστισμένοι. Ο Άλκης προχώρησε, τού έκαναν χώρο. Ο κύκλος ξανάκλεισε γύρω του σαν κολιέ που κούμπωσε μόλις πέρασε και η τελευταία του χάντρα. Τα βλέμματα της παρέας έπεσαν πάνω του, έκπληκτα. Μόνο ο Ηλίας τον κοιτούσε αποδοκιμαστικά. Δεν είχε προλάβει να αντιδράσει και τώρα ο Άλκης, ο πιο δειλός, θα ’πιανε να το σώσει; Ο λαιμός του Άλκη στέγνωσε, δεν ήξερε τι τον έσπρωξε να βγει μπροστά. Τώρα δε μπορούσε να κάνει πίσω. Η ακινησία τους τον πάγωνε. Περίμεναν. Χωρίς να πει λέξη, έσκυψε, μάζεψε το νεοσσό με προσοχή και σηκώθηκε αργά, κρατώντας γερά ενωμένες τις παλάμες του. Άρχισε να προχωρά με τα μάτια καρφωμένα πάνω στα τεντωμένα χέρια του. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν με ασταθές και σιγά-σιγά πιο επίσημο βήμα, σα να συνόδευαν περιφορά. Θα τού έδιναν νερό και θα ρωτούσαν κάποιον μεγάλο πώς να το φροντίσουν.
Οι παλάμες του Άλκη σχημάτιζαν μια φωλιά. Ίδρωναν από το ελαφρύ μα χνουδωτό βάρος που σηκώνανε. Ο νεοσσός τις γρατζουνούσε να δει σε τι έδαφος είχε φτάσει. Το δέρμα του τον γαργαλούσε, άρχισε να τον τραβάει. Ένας πόνος όχι έντονος, μα συνεχής. Με το ράμφος του το κοράκι χάραζε στην αριστερή του παλάμη γραμμές. Ένα τσίμπημα που τού φαινόταν όλο και πιο δυνατό. Δεν ένιωθε πλέον το σημείο επαφής ανάμεσα στα χέρια του. Άθελα του η σχισμή μεγάλωσε, ραφή που δεν άντεξε και άνοιξε.
Έτρεξαν να δουν αν το καημένο είχε επιζήσει από τη δεύτερη πτώση. Ο Ηλίας και αυτοί που είχαν πει ότι τα κοράκια ήταν γρουσουζιά τρέξανε να φωνάξουν το θείο του. Ήρθε να το περιμαζέψει, εκνευρισμένος με τις ιστορίες τους. Περίμεναν την διάγνωση του με αγωνία. Δε ήξερε αν θα επιζούσε, θα δω τι μπορώ να κάνω, αλλά άντε τώρα, δρόμο, στα σπίτια σας, φτάνει πια, τούς είπε και η παρέα βγήκε από το οικόπεδο αντιδρώντας. Πώς να το αφήσουν; Αντιστάθηκαν λίγο, με θορυβώδη συγκατάβαση∙ μα γρήγορα, το πληγωμένο πουλί ξεχάστηκε. Πού να πάνε τώρα; Ήταν αργά για το γήπεδο. Οι κουβέντες τους έφταναν στα αυτιά του Άλκη μουδιασμένες. Ένας κότσυφας πέταξε από τη μουριά. Το πέταγμα του ήταν άτακτο, διακεκομμένο, βούτηξε μια φορά και πριν προλάβει να ξαναβρεί το αρχικό ύψος του κατέφυγε στο φράχτη του επόμενου σπιτιού. Κανείς τους δεν αναφέρθηκε ξανά στο περιστατικό. Μα όποτε ο Άλκης πήγαινε να πάρει κάποια πρωτοβουλία τού έλεγαν με ένα μειδίαμα: είσαι σίγουρος;
Info
Η Δήμητρα Δαρδαγάνη είναι σχολική ψυχολόγος στην Γαλλία και παράλληλα πραγματοποιεί τη διδακτορική της διατριβή στην αρχαία φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Σύντομα θα εκδοθεί η πρώτη της ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Μελάνι.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 30 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.