Βλέπω την σταγόνα του ιδρώτα να σχηματίζεται. Κυλάει από την βάση του αυχένα στην πλάτη σου, ευθεία στην ραχοκοκαλιά. Αγαπημένη διαδρομή. Ανασαίνεις αργά, τα χείλη μισόκλειστα.
Της Μαρίας Μητά
Ξαπλωμένη δίπλα σου δεν με παίρνει ο ύπνος. Ο ήχος της αναπνοής σου με ηρεμεί, το ίδιο όμως κάνει και ο θόρυβος του ανεμιστήρα. Παρατηρώ το ταβάνι και τον ιδρώτα σου. Σκέφτομαι ότι θα ήταν ωραία να είμαι σαν αυτή την μικρή σταγόνα. Να γεννιέμαι και να χάνομαι κάθε στιγμή. Υπέροχη μικρή ζωή πάνω στο κορμί σου.
Ένα μηχανάκι σπάει την ράθυμη ησυχία του μεσημεριού. Ένας γείτονας βρίζει, χειρότερος θόρυβος από το μηχανάκι. Δεν κουνιέσαι, κοιμάσαι βαθιά. Ύπνος σαν θάνατος. Κάνω να σε αγγίξω, αλλά δειλιάζω. Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί νόμιζα ότι όταν κάποιος λιποθυμά, πεθαίνει και λίγο. Για μέρες το είχα στο μυαλό μου, σκεφτόμουν ότι στον καθένα αναλογούν τόσες λιποθυμίες και μετά σαν να έχει τελειώσει ο χρόνος του, λιποθυμά μια και καλή.
Η μητέρα μου λιποθύμαγε συχνά. Ο ήχος ταξιδεύει γρηγορότερα, άκουσα κάτι να πέφτει αλλά να μην σπάει και αυτό μου δημιούργησε μια ηρεμία. Αφού δεν έσπασε, δεν πειράζει. Είχε πέσει στο πάτωμα λες και κάποιο αόρατο χέρι την είχε σκηνοθετήσει. Το φουστάνι με χάρη απλωνόταν στα πόδια της, τα μαλλιά της υπέροχα ακούμπαγαν τον λαιμό και τα δάχτυλά της, τα δάχτυλα θυμάμαι περισσότερο από τα υπόλοιπα, απαλά, έτοιμα να δώσουν χάδι. Δεν έκλαψα, δεν φώναξα. Την κοίταγα βουβά. Κουλουριάστηκα δίπλα στο πλευρό της και περίμενα να αναστηθεί. Ήμουν πέντε χρονών, μέχρι να φτάσω έξι, ο χρόνος της είχε τελειώσει.
Οι κουρτίνες θροΐζουν και πλέκονται με το φως που μπαίνει από τις γρίλιες. Τα υπέροχα καλοκαιρινά μεσημέρια που μπορείς να κοιτάς το ταβάνι χωρίς ενοχή. Το σώμα δίπλα μου το αγαπώ έτσι ακριβώς όπως είναι τώρα, παραδομένο. Σε λίγο αυτό το κορμί θα έχει αφέντη. Θα το διατάξεις να σηκωθεί, να κινηθεί, να πάει μέχρι το ψυγείο και να πιει κρύο νερό από το μπουκάλι. Τώρα όμως είναι δικό μου, ήσυχο, ήρεμο, σιωπηλό. Ακουμπάω με προσοχή μια τρίχα από τα μαλλιά σου, φοβάμαι μην σε ξυπνήσω.
Όπου πέφτει φως, βλέπω σκόνη και τις σκιές που μακραίνουν. Το απόγευμα θα φάμε παγωτό και θα περπατήσουμε ξυπόλητοι στο μωσαϊκό να δροσιστούμε. Ύστερα, λίγο πριν πέσει ο ήλιος, θα πάμε βόλτα στα στενά της πόλης. Την ώρα που τα κτήρια ησυχάζουν και οι άνθρωποι ανασαίνουν. Θα περιμένω να σε πάρει ο ύπνος. Το σώμα σου να ξαναγίνει δικό μου. Και όταν αποκοιμηθώ, θα ξέρω ότι και οι δυο δεν ανήκουμε σε κανέναν.
Info
Η Μαρία Μητά γεννήθηκε στη Λιβαδειά και έχει σπουδάσει κινηματογράφο. Διηγήματα της έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 30 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.