Ο κεντρικός πεζόδρομος έχει για τα καλά ησυχάσει. Μοναδική παραφωνία ο ήχος μιας πλαστικής σακούλας που σουσουρίζει δίπλα από τον σκουπιδοτενεκέ, παραδομένη στη δίνη μιας ξαφνικής ριπής ανέμου.
Της Χαράς Κούππα
Ο μήνας είναι Μάρτιος κι η ατμόσφαιρα ίσα που φωτίζεται από το πρώτο φως της μέρας. Ο αέρας έχει ποτίσει από τη μυρωδιά του νωπού χώματος. Δύο είναι όλοι κι όλοι που περπατούν. Ένας μονάχα ανεβαίνει, κι αυτή που κατεβαίνει είναι η Ήβη Μέρτικα.
Στο σινεμά Θησείον, η φωτεινή επιγραφή είναι σβηστή, οι τζαμαρίες ασφαλισμένες. Περνώντας απέξω, η Ήβη Μέρτικα στέκεται μπροστά από την είσοδο του κτιρίου, σε κάποια απόσταση, ακουμπά το σακίδιο της ανάμεσα στα πόδια και κοιτάει στο εσωτερικό του. Τότε, θυμάται ξανά τις μέρες που η φωτεινή επιγραφή ήταν ακόμα αναμμένη: τα βράδια εκείνα του Ιουνίου που τα γράμματα, στην ταμπέλα, κεφάλαια πράσινα με μαύρο βάθος, επιβάλλονταν στα βλέμματα των περαστικών καθώς αυτοί συνέρρεαν στον κινηματογράφο για λίγες στιγμές αισθητικής απόλαυσης, τις μέρες που οι καρέκλες γέμιζαν από πίσω προς τα μπρος, με γυναίκες και παιδιά, γιαγιάδες και παππούδες, άνδρες, συζύγους και εραστές - όλοι ανυπόμονοι μπροστά στο λευκό πανί. Εκείνη μόλις θα είχε τελειώσει τη βάρδια της. Θα ξέπλενε τον ιδρώτα του προσώπου της με λίγο νερό, θ’άλλαζε τα ρούχα -κανείς να μην διακρίνει τους λεκέδες στο μπούστο της στολής της- και θα έπαιρνε τον δρόμο για το σπίτι, πίσω στο βυζανιάρικο μωρό της. Βλέπει ακόμη την πρώτη ταινία που παίχτηκε την ημέρα που ξεκίνησε να δουλεύει εκεί, μία ασπρόμαυρη βουβή τον τίτλο της οποίας έχει πλέον λησμονήσει. Τον Νίκο στο μπαρ -με φως διακοπτόμενο στο πρόσωπο- να στέκεται όρθιος πίσω από την μεταλλική μπάρα και να σερβίρει με θεατρικές κινήσεις ποπ κορν, γρανίτες και κουτάκια μπίρας.
Βλέπει ακόμη την πρώτη ταινία που παίχτηκε την ημέρα που ξεκίνησε να δουλεύει εκεί, μία ασπρόμαυρη βουβή τον τίτλο της οποίας έχει πλέον λησμονήσει.
Δέκα ολόκληρα χρόνια, μπροστά της. Μα σαν ήρθε η κρίση, τα μεροκάματα λιγόστεψαν και το κακό δεν άργησε να γίνει. Βαθιά μες στα λιπαρά καλώδια του μυαλού της, εικόνες-θρύψαλα δημιουργούνται από τη μοιραία εκείνη στιγμή, που σα βαρίδι κουβαλάει από εδώ και από εκεί καιρό τώρα. Το είχε κιόλας εντοπίσει από την αρχή της βάρδιας της κάτω από μια καρέκλα της μπροστινής σειράς καθώς σκούπιζε τον αριστερό διάδρομο. Θα γλίστρησε, σκέφτηκε, από την τσέπη κάποιου αφηρημένου θεατή την ώρα που, φορτωμένος με ποπ κορν ως το σαγόνι, προσπαθούσε να βολευτεί στην θέση του. Τα δέκατα του δευτερολέπτου εκείνου παίζουν και τη βάζουν πάλι μπροστά στο αναπόδραστο - το δέρμα στο μπράτσο της κυματίζει λιγάκι και το χαϊδεύει για να το ηρεμήσει: Το μέτωπο να στρίβει απότομα για να ελέγξει ότι κανείς δεν τη βλέπει. Το στέρνο να φουσκώνει από τους ακανόνιστους παλμούς της καρδιάς, τη στιγμή που το βλέμμα πέφτει πάνω στο δερμάτινο πορτοφόλι. Στα μάγουλα οι μυς να σφίγγονται και το στόμα να στεγνώνει από σάλιο. Ο ιδρώτας να ρυτιδιάζει το κούτελο, τούφες μαλλιών να πέφτουν στο πρόσωπο καθώς λυγίζει το κορμί να αρπάξει το αντικείμενο που όλο και μεγάλωνε. Κι ύστερα, να τεντώνει απελπισμένα τα δάχτυλα μέσα στα λευκά λάτεξ γάντια, να το σηκώνει από το χώμα και να το χώνει μέσα στην τσέπη του παντελονιού της. Τη μαύρη της στολή -χωρίς την ίδια μέσα- να παρασύρεται από μία ακατανίκητη δύναμη, σαν φύλλο στον δυνατό άνεμο.
Οι οδηγίες του εργοδότη ήταν σαφείς: «Αφήνεις στο ντουλάπι με τα απολεσθέντα οποιοδήποτε αντικείμενο βρεις». Τώρα, με τα χείλη σφιγμένα, θα σηκώσει το σακίδιο της από το πλακόστρωτο και βαθιά χωμένη μέσα στο παλτό της, θα απομακρυνθεί, με το βλέμμα της καρφωμένο στα πόδια, σαν να ντρέπεται για κάτι.
***
Ιnfo
Η Χαρά Κούππα γεννήθηκε το 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλοσοφία, Παιδαγωγική και Ψυχολογία στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και Ειδική Αγωγή στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Έχει ζήσει στη Σλοβενία και στη Σκωτία. Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα το 2016 ζει στην Αθήνα και εργάζεται στην ιδιωτική εκπαίδευση. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά Φρέαρ και Βook Press. (φωτογραφία: Νίκος Μαλιάκος)
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 30 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν επιμέλεια.