
Καθόταν στη σάλα. Κοιτούσε σκεφτικός από το φινιστρίνι. Στο σύθαμπο ενός πρωταπριλιάτικου ουρανού αρμένιζε η μικρή πολιτεία∙ κοντά και πιο κοντά και πιο κοντά.
Διήγημα του Παντελή Αδαμίδη
Στον θείο μου τον Χρήστο που έφυγε νωρίς
Καλντερίμια, σπίτια χαμηλά. Ελάχιστα. Ανατολικά, ξερός ένας λοφίσκος κατηφόριζε, μέχρι τα πρώτα σπίτια. Φράχτες από ξερολιθιά∙ πού και πού, ίσκιος από κανά πουρνάρι. Δεν πρασίνιζε ο κάμπος ούτε την άνοιξη. Φρύγανα, χόρτα ξερά. Το θυμόταν.
Ένα συμπαθητικό κορνάρισμα από τον καπετάνιο. Τα φώτα στην προβλήτα είχαν ανάψει∙ ακόμη νύχτωνε νωρίς. Κατέβηκε βαρύς. Δεν είχε τίποτα να κάνει. Απόγευμα Σαββάτου.
Το νησί ήταν άδειο. Πίσω, ο καταπέλτης έκλεισε βιαστικά. Μόνο αυτός και ένα ζευγάρι είχαν κατέβει. Πέρασε το λιμανάκι. Το μούγκρισμα της μηχανής πίσω έσβηνε∙ απομακρυνόταν. Μύριζε όμως την αρμύρα, το πετρέλαιο∙ ακόμη.
Έφτασε ένα μαγαζί. Ασυναίσθητα, κοίταξε μέσα από το παράθυρο. Ήταν το καφενείο. Ένα ζεστό φως αντιφέγγιζε θολά στα τζάμια. Μια στιγμή, τα μάτια του πονέσαν -τέσσερις μέρες πια, σαν να ‘χε συνηθίσει το σκοτάδι. Οι λάμπες, σε στυλ πυροφανιών, κρέμονταν χαμηλά πάνω απ’ το ψυγείο. Μπροστά, τέσσερα γεροντάκια κάθονταν κι έπαιζαν χαρτιά. Ένας τους στερέωνε τα χέρια στη ράχη της καρέκλας. Κοιτάζονταν σιωπηλοί∙ περιμένοντας να γίνει παιχνίδι. Δίπλα, συστάδες ψηλές από καρέκλες, η μια πάνω στην άλλη. Γύρισαν, τον κοίταξαν.
Η ανηφόρα ήταν κουραστική. Δε μπορούσε να τη συνηθίσει από παιδί. Σαν έπαιρνε κι έπαιρνε ύψος, κοιτούσε από κάτω∙ το λιμάνι και πιο πέρα, μαύρη τώρα, η θάλασσα.
*
Τακτοποιήθηκε στο δωμάτιο που ‘χαν συνεννοηθεί. Η ιδιοκτήτρια ήταν νευρική. Χαμογελούσε συνεχώς, επιτείνοντας την αμηχανία. Στο τέλος, έκανε μια οικτρή απόπειρα να φερθεί πιο μητρικά. Υπολόγισε στο νεαρό της ηλικίας του. Παρέμεινε κλειστός. Η κούραση στα μάτια του την προσγείωσε απότομα. Όπως τα κανονίσαμε, κυρία Ματθαίου. Δεν ήθελε να τον ξέρει∙ όχι τώρα... Σιωπή. Χωρίς να πει τίποτα, έριξε ένα τελευταίο βλέμμα πάνω του. Δεν καταλάβαινε. Έκλεισε την πόρτα.
Έμεινε μόνος στο δωμάτιο. Άπλωσε την βαλίτσα στο κρεβάτι. Ξάπλωσε δίπλα της. Δεν ξεντύθηκε, δεν κοιμήθηκε. Το βλέμμα του περιφερόταν∙ οι σανίδες στο ταβάνι, το μικρό γραφείο, η παλιά πολυθρόνα με τη διπλωμένη κουβέρτα στο κάθισμα. Τριξίματα στο ταβάνι∙ βήματα. Ήταν το δωμάτιο της σπιτονοικοκυράς. Τον παραξένεψαν. Ήταν τόσο αφηρημένος∙ ήταν σχεδόν σίγουρος πως είχε μείνει μόνος στο σπίτι.
Άυπνος. Πόσες μέρες το ίδιο πράγμα. Σαν ξημέρωσε, πήγε και κάθισε δίπλα στο παράθυρο. Βρίσκονταν ψηλά∙ ψύχρα ερχόταν στο δωμάτιο. Ακούμπησε τον δείκτη στα κουφώματα∙ απαλά, ακούμπησε ως απάνω. Έπιασε την κουβέρτα και την άπλωσε στα πόδια. Σχεδόν, σαν να πέτρωσε στη θέση. Ο μαΐστρος ανέβαινε από το λιμανάκι, φέρνοντας την ευωδιά του δροσερού χόρτου∙ τον ανακούφιζε.
Δεν μπορούσε να δει τίποτα∙ ούτε πέρα τη θάλασσα ούτε καν τα δυο γλαστράκια, που στόλιζαν τη βεράντα, μπροστά στο σπίτι. Ξέφευγε αμέσως. Πίστευε ότι ήταν φυσιολογικό∙ έχει μια διάρκεια το πένθος. Δε μπορούσε να ησυχάσει. Τίποτα. Σκέψεις που σχημάτιζαν έναν αδιαπέραστο τοίχο. Παλινδρομούσε.
*
Ο Ιερέας τον ακούμπησε απαλά στο μπράτσο. Δεν ξέρεις πόσο τον αγαπούσε όλη εδώ η κοινότητα, του είπε. Ήσυχος, προσηνής και καλόβολος. Μας επισκεπτόταν κάθε καλοκαίρι. Έ, μετά που αρρώστησε… τα ξέρετε, μη σας τα θυμίζω. Του ένευσε∙ όχι, δεν χρειαζόταν.
Όλος κι όλος αυτός ήταν δίπλα στο φέρετρο. Πέντε στέκονταν όρθιοι δίπλα στα λίγα στασίδια, μπροστά απ’ τα μανουάλια. Ήταν μικρή η εκκλησία. Δυο-τρεις ήρθαν, έκαναν σταυρό, άναψαν κι από ‘να κερί. Σταύρωσαν τα χέρια, έκαναν πως άκουγαν για λίγο την ακολουθία∙ έφυγαν. Αυτός έσκυβε το βλέμμα, τον κοιτούσε, κι ύστερα χανόταν στις αγιογραφίες ψηλά. Επέστρεφε, τον κοίταζε. Μια στιγμή, ένιωσε ένα ελαφρύ άγγιγμα στην πλάτη, ήταν η κυρία Ματθαίου. Έγειρε λίγο τη μάσκα της, του χαμογέλασε πονετικά. Έκλεισε τα μάτια, ένευσε.
Κι ο ψάλτης ερχόταν αγάλι: Δίδαξόν με τα δικαιώματά σου…
*
Μαζί με τον ιερέα έφτασαν, πλησίασαν το μνήμα. Ήταν ψηλούτσικα, σε μιαν άκρη του λοφίσκου. Από το Γραφείο είπαν στους παρευρισκόμενους, όπως και στον ναό, να κρατήσουν αποστάσεις. Τέσσερις είχαν έρθει από την εκκλησία. Έμοιαζε σχεδόν ειρωνικό, σαν το καλοσκεφτείς.
Είχε να έρθει από τα είκοσί του∙ ήταν η τελευταία φορά που έκαναν διακοπές μαζί.
Σαν ξέφυγε το βλέμμα του κατά τη θάλασσα, πέρα απ’ το κοιμητήρι, τον απέσπασε ο ιερέας∙ είναι ο πιο ύπουλος καιρός, του υπογράμμιζε, δεν ξέρεις πότε μπορεί να βάλει ψύχρα. Σταμάτησε. Έμοιασε να το ξανασκεφτόταν∙ άστο να πάει στο καλό…
Τι λέτε; Να ξεκινήσουμε… Σιωπηλά όλοι συμφώνησαν. Και καθώς άρχιζε ο ιερέας, τα μάτια του στάθηκαν στους δυο με τις φόρμες, που ανεβασμένοι στο μάρμαρο, βάσταγαν τα δεκανίκια…
Το γαρύφαλλό του έπεσε χάμω. Το είδε ένας από το Γραφείο και έσπευσε να το ρίξει μέσα. Τον ασπαστήκαν πάλι κοντά στην πύλη. Τελευταίος ένα γεράκος τον φίλησε στο μάγουλο∙ το ‘ξερα πως θα ‘ρχόσουν να τον δεις…
*
Στο σπίτι της κυρία Ματθαίου βρήκε αφημένο στην τραπεζαρία ένα μπιλιέτο:
Χρηστίδης ονομάζομαι, είμαι ο συμβολαιογράφος. Θα μπορούσατε να έρθετε αύριο κατά τις έντεκα από το γραφείο μου, Δεινομάχης 2…. Η κυρία Ματθαίου ξέρει πού είναι, θα σας πει. Ο πατέρας σας άφησε διαθήκη. Σας περιμένω.
Για οτιδήποτε χρειαστείτε, καλέστε με στο 698…
*
Ο συμβολαιογράφος κουστουμάτος, με άσπρη χαίτη και καράφλα, τον συνόδευσε στο Ειρηνοδικείο. Τόνοι γραφειοκρατίας, παράβολα και δικαιολογητικά. Στο τέλος, του την διάβασε∙ μια στιγμή δοκίμασε να θυμηθεί τη φωνή του πατέρα του, πώς θα την διάβαζε αυτός… Ασκήσεις πένθους, σκέφτηκε.
*
Αργά το απόγευμα, πήγε στο νοσοκομείο. Μια γραμματέας τού είπε να περιμένει, θα του τα ‘φερνε αυτή στο ισόγειο. Δεν είναι εποχές να εκτίθεσαι σε τέτοιους χώρους. Άργησε γύρω στη μισή ώρα. Στο τέλος, φάνηκε στις σκάλες∙ η παχουλή γραμματέας με τον πέτσινο φάκελο, τη μαγκούρα και τα ημερολόγιά του. Μαζί τού έδωσε και τα κλειδιά: το μπρελόκ με το τριφύλλι.
Είχε πάει βράδυ. Γύρισε με τα πόδια. Μπήκε μέσα, η κυρία Ματθαίου έβλεπε τηλεόραση. Την χαιρέτησε. Τον ρώτησε αν ήθελε να του φτιάξει τίποτα να φάει. Καφέ, της απάντησε. Μόνο καφέ.
*
Τα κλειδιά τ’ άφησε στη μικρή κονσόλα. Άνοιξε το παράθυρο. Άρχισε να γυρίζει στο δωμάτιο. Δοκίμασε να βάλει ραδιόφωνο, δεν ήθελε. Έβγαλε τα παπούτσια του, κάθισε με το τζάκετ στο κρεβάτι. Μύριζε την υγρασία που ανέβαινε απ’ τη θάλασσα∙ του ‘κανε καλό.
Είχε πανσέληνο. Ο ουρανός ασυννέφιαστος έμοιαζε σκούρος μπλε. Σκέφτηκε την ευστοχία της μεταφοράς «φωτεινή νύχτα»∙ καμία αντίφαση. Πέρασε τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι, αφαιρέθηκε. Έκανε να σηκωθεί, περπάτησε λίγο, σταμάτησε. Έσβησε τα φώτα. Το φεγγάρι φώτιζε όμορφα το δωμάτιο.
Γιατί το έκανε αυτό στον εαυτό του; Πρώτη φορά τον έφερε μικρό παιδί – πρέπει να ήταν καλοκαίρι του 198… Το μέρος μουντό, χωματένιο∙ σχεδόν έρημο. Δεν κάθονταν πολύ – ίσαμε τέσσερις μέρες. Τον παραξένευε όμως η επιλογή του. Τι ήταν αυτό το ξερονήσι; Τι το ενδιαφέρον είχε; Περνούσαν τις μέρες τους κάνοντας σιωπηλές βόλτες∙ ανεβαίναν μέχρι το εκκλησάκι, γύριζαν τα χωράφια, τα υποστατικά, κι ύστερα πάλι κάτω στο λιμανάκι. Τα μεσημέρια κάναν μπάνιο. Φριχτή η παραλία, μες την πέτρα∙ ακόμα θυμόταν πώς καίγονταν τα πέλματά του. Κι ο πατέρας πάντα άραχλος, απρόσιτος∙ να χάνεται ανά στιγμή σε σκέψεις.
Όχι πως στην πόλη ήταν καλύτερα. Η δουλειά, το σχολείο, κανά δυο φίλοι ίσως λίγο να τον αποσπούσαν. Κατά καιρούς έκανε προσπάθειες να είναι πιο ευδιάθετος. Πάντα στο τέλος παραιτούνταν. Κι αυτός τον έβλεπε πια ελάχιστα∙ ζούσε με την θεία του, την αδελφή της μητέρας του. Τον επισκεπτόταν για λίγες ώρες μόνο, κάθε Κυριακή.
Σαν μεγάλωσε, απέφευγε να τον ακολουθεί τα καλοκαίρια στο νησί. Προτιμούσε να μένει με την θεία στην πόλη ή αργότερα μόνος. Πού να τρέχει πάλι στα ερημοτόπια. Και στο κάτω-κάτω, τι ήταν εκεί; Έσπαγε το κεφάλι του. Συγγενείς, σπίτι δεν είχανε. Κι οι κάτοικοι αφιλόξενοι, τραχείς∙ λες και φύτρωσαν σ’ αυτές τις πέτρες. Γιατί λοιπόν; Μια φορά μόνο τού πέταξε ότι είχε έρθει φοιτητής το καλοκαίρι του 65’ με το κορίτσι του∙ πως του έκανε καλό η νοσταλγία, του άρεσε. Δεν το ‘χαψε ποτέ.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και περισσότερο βυθιζόταν. Aπέφευγε πεισματικά οποιαδήποτε κουβέντα, οποιαδήποτε απόπειρα εξωτερίκευσης. Ήταν πλέον κατηγορηματικός. Ήθελε μόνο να απομονωθεί. Ερχόταν στο νησί πιο τακτικά. Τις τελευταίες μέρες μάλιστα, λες και το προαισθανόταν, ήρθε πάλι. Με το μαγκούρι, για τελευταία φορά, τα κανόνισε κι έφτασε. Την επόμενη μέρα τον βρήκαν λιπόθυμο στο δωματιάκι που νοίκιαζε∙ τον ‘κλείσαν στο μικρό νοσοκομείο του νησιού. Πέθανε σε τρεις μέρες.
Στο τελευταίο γράμμα ήταν απόλυτος: Να τον θάψουν στο κοιμητήρι, να βλέπει το πέλαγο, την Αλόννησο απέναντι.
*
Πριν όμως, όταν κατάλαβε ότι κάλπαζε η αρρώστια, του τα ‘γραψε όλα:
Φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Τον συλλάβανε μαζί με άλλους τρεις -μαζί και μια κοπέλα, την αρραβωνιαστικιά του- ως φερόμενα μέλη του ΠΑΚ. «Τρομοκράτες». Έγραψε και η μεγάλη τοπική εφημερίδα της περιοχής σχετικό ρεπορτάζ. Ήταν άνοιξη -Απρίλης- του 1974. ΕΑΤ-ΕΣΑ, εικονικές εκτελέσεις, φάλαγγα νυχθημερόν. Ένα πρωί, όπως έμαθε αργότερα, έπεσε γραμμή από τους άνωθεν ότι θα έκανε έφοδο στις φυλακές κλιμάκιο της Διεθνούς Αμνηστίας μαζί με κάποιους Σκανδιναβούς γιατρούς. Αμέσως τους φόρτωσαν σ’ ένα τζιπ, «τους εξαφάνισαν». Ξημέρωνε σαν έφτασαν σ’ αυτό εδώ το νησί. Τους πετάξαν σ’ ένα ξεροχώραφο, μπροστά από ‘ναν αχυρώνα. Τους δέσανε τις χειροπέδες σ’ ένα όρθιο κάγκελο, σαν τα σκυλιά. Αραιά τους πότιζαν από μια κανάτα με βρωμόνερο. Η κάψα ήταν άλλο πράγμα. Σφίγγανε τα μηλίγγια τους. Το βράδυ δεν μπορούσαν να κουνηθούν απ’ την κούραση. Είχε πανσέληνο. Για λίγες ώρες έγινε ησυχία. Λες και τους ξεχάσαν. Πριν το ξημέρωμα ήρθε ταχύ το τζιπ. Βγαίνοντας, αρχίσαν να ουρλιάζουν και με τα λοστάρια τούς δέρναν στα τυφλά. Τότε ένας τους ξέδεσε την κοπέλα. Της έβαλε το πιστόλι στον κρόταφο, την πήγε μέσα στον αχυρώνα. Την βίασε.
Το επόμενο πρωί τούς γυρίσαν στη Θάσο. Από εκεί τούς σκόρπισαν σε διάφορα στρατόπεδα. Μέχρι την Μεταπολίτευση.
Αργότερα, έψαξε και ο ίδιος. Πήγε σε βιβλιοθήκες, συνάντησε τον μόνο εν ζωή σύντροφο του πατέρα του. Έμαθε ότι η κοπέλα ένα χρόνο μετά αυτοκτόνησε. Ο πατέρας του ήταν μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των βασανιστών του. Τους είδε όλους πάλι μπροστά του. Μπορούσε να το φανταστεί: πίσω απ’ τα φιμέ γυαλιά τους, ειρωνικοί, σαν καρικατούρες∙ με θεατρινισμούς να παριστάνουν τους πατριώτες και τους κατ’ εντολήν δράσαντες. Ύστερα, άλλοι φορέσανε ράσα και κάναν τους μοναχούς. Αλλά και οι διοικητές, είναι γνωστό, πώς ξέφυγαν με τον καιρό.
*
Και να λοιπόν… Πάλι εδώ, σ’ αυτό το κωλόνησο. Για τελευταία φορά. Θα μπορούσε πολλά να σκεφτεί, να υποθέσει∙ κατά καιρούς έκανε να τον καταλάβει. Το αίσθημα του χρέους, η μνήμη, αναγκαιότητα του πόνου… Ίσως. Ίσως πίστευε ότι με την κάθε λεπτομέρεια του μαρτυρίου φωτισμένη, όπως αναβίωνε στον τόπο του, μπορούσε κάτι να περισώσει… Η ανάκληση -με το πιο σκληρό τίμημα- ως αντίδοτο στη λήθη. Μια ατελέσφορη απόπειρα αποκατάστασης. Ο πόνος να γίνει μνημείο, ορόσημο – ας ήταν μόνο γι’ αυτόν. Κι ας χάλαγε την ζωή του. Δεν τον ένοιαζε. Άλλες φορές τού φαινόταν πως ο πατέρας του υπνωτιζόταν σ’ αυτό το μέρος. Σαν να λειτουργούσε με μια υποσυνείδητη παρόρμηση∙ μια μαζοχιστική κι ενοχική ανάγκη να κρατήσει τις μνήμες ζωντανές. Σαν μάταιη αυτοτιμωρία… Τα δυο μαρτύρια –το δικό της τότε και το δικό του τώρα– να ταυτισθούν. Ήξερε πως δεν γινόταν. Μα του άφησαν και τίποτε άλλο…
Στην τελική, τίποτα δεν του έκανε. Ποιος ο λόγος… Δεν ήξερε ούτε θα μάθαινε ποτέ.
*
Ο ήλιος φάνηκε από τις 6.30. Αχλή σηκωνόταν ακόμη από τα χωράφια. Έβαλε τα ελάχιστα πράγματά του στην βαλίτσα και κίνησε για το λιμανάκι.
Παντελής Αδαμίδης
Info
Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1996. Σπούδασε Νεοελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε διαδικτυακές λογοτεχνικές σελίδες καθώς και στο περιοδικό Οδός Πανός.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 30 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν επιμέλεια.