Μας έφερε καρπούζι. Είπε στη μαμά να το κόψει και να το βάλει στο ψυγείο. Θα το φάμε στη θάλασσα, είπε. Η μαμά μάζεψε το ρούχο της στον λαιμό και τον κοίταξε, εκείνος είπε: Ερημιά είναι, μόνο εμείς οι τέσσερις θα είμαστε.
Του Νίκου Αδάμ Βουδούρη
Μετά πήγε στο δωμάτιο και η μαμά τον ακολούθησε. Εμείς κρατήσαμε την ανάσα μας. Περιμέναμε να ακούσουμε θόρυβο και βρισιές. Πήραμε χαρτί κουζίνας, το βρέξαμε για να είμαστε έτοιμοι. Όταν βγει η μαμά να της πλύνουμε τις πληγές και να σκουπίσουμε από το πάτωμα το αίμα που θα άφηναν οι πατημασιές της. Η μαμά όμως εκείνη τη μέρα βγήκε από το δωμάτιο όπως μπήκε. Δεν είχε καινούριες μελανιές ούτε αίματα.
Αργά το απόγευμα φτάσαμε στην παραλία. Αυτός γδύθηκε, φόρεσε το μαγιό του και έστησε την ομπρέλα. Η μαμά έβγαλε το φαρδύ μακρύ της φόρεμα, έμεινε και αυτή με το μαγιό της, που δεν έκρυβε και πολλά από το μπλαβιασμένο δέρμα της. Έστρωσε πετσέτες χάμω, εκείνος ξάπλωσε, τον πήρε αμέσως ο ύπνος. Η μαμά άνοιξε το τάπερ και μας έδωσε από μία φέτα καρπούζι. Πήγαμε άκρη-άκρη στο κύμα να το φάμε. Ήρθε και η μαμά μαζί μας. Το καρπούζι ήταν γλυκό και δροσερό. Είχαμε φάει δυο τρεις δαγκωνιές όταν ακούσαμε τις φωνές του. Γαμώ τον Χριστό σας, είπε. Γαμώ το καρπούζι σας, πλακώσανε οι σφήκες οι πουτάνες. Ήρθε στο μέρος μας με μεγάλες δρασκελιές. Μας χτύπησε στα χέρια, οι φέτες μας έπεσαν. Άρπαξε τη μαμά από τα μαλλιά και την έσυρε στην ομπρέλα. Άσε τα μούλικα κι έλα να διώχνεις τις σφήκες να κοιμηθώ.
Γαμώ τον Χριστό σας, είπε. Γαμώ το καρπούζι σας, πλακώσανε οι σφήκες οι πουτάνες. Ήρθε στο μέρος μας με μεγάλες δρασκελιές. Μας χτύπησε στα χέρια, οι φέτες μας έπεσαν. Άρπαξε τη μαμά από τα μαλλιά και την έσυρε στην ομπρέλα. Άσε τα μούλικα κι έλα να διώχνεις τις σφήκες να κοιμηθώ.
Ξάπλωσε και σε λίγο ροχάλιζε πάλι. Η αδελφή μου μάζεψε το πεσμένο καρπούζι και προσπαθούσε να το καθαρίσει από τους κόκκους της άμμου. Εγώ κοιτούσα τη μαμά που κουνούσε ένα καπέλο πάνω από τον κοιμισμένο για να απομακρύνει τις σφήκες. Πήγα κοντά της. Εκείνος γύρισε ανάσκελα, άνοιξε μια στιγμή τα μάτια του και τα ξανάκλεισε. Τώρα ροχάλιζε ακόμα πιο δυνατά. Μια σφήκα πετούσε πάνω από το ξυρισμένο κρανίο του. Τέντωσα το χέρι μου και έδειξα τη σφήκα στη μαμά. Εκείνη σηκώθηκε, παράτησε το καπέλο, πήρε μια μεγάλη πέτρα, την κράτησε ψηλά πάνω από το κεφάλι του κοιμισμένου και μόλις η σφήκα ακούμπησε το μέτωπό του, άφησε την πέτρα να πέσει λέγοντας: Τάκη, θα την πετύχω την πουτάνα.
Info
Ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης γεννήθηκε στο Γλυκορρίζι της Μεσσηνίας. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά «Οδός Πανός», «Εντευκτήριο» και «Μπιλιέτο», καθώς και σε ανθολογίες νεοελληνικού διηγήματος. Έχει γράψει τη συλλογή διηγημάτων Ο βυθός είναι δίπλα (εκδ. Πατάκη) και τη νουβέλα Καϊάφας (εκδ. Πατάκη).
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 30 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν επιμέλεια.