Της Νίκης Μπλούτη
Άσι, απόψ' του βράδ' δεν έκλεισα μάτ' ούλ' τη νύχτα. Τρόμαξα να ξημιρώσου. Ούτι ζανάξ μι πιάναν ούτι κείνα τ' άλλα που πίνου για του άγχους. Είδα απού βραδύς αυτό του πακέτου μι τη Χατζηβασιλείου κι πλάνταξα στου κλάμα μι μια μάνα που την βρήκι του παιδί τ'ς μιτά από πινήντα χρόνια! Τη ξέρ'ς αυτή την εκπουμπή; Θα την έχ'ς δει, δε μπουρεί... Τη παίζ'νι χρόνια τώρα. Είνι μι αληθινές ιστουρίες απ' τη ζουή βγαλμένις.
Τι είπις πως θες να σ' που τώρα; Πώς του ανακαλύψαμ' ιμείς πως μας είπαν ψέματα ότι πέθαν' του παιδί τότις; Ε, δε στα 'χου πει κι ξαναπεί ρε μανάρι μ'; Τι τα θες, τι τα γυρεύ'ς, αφού άκρη δε βρήκαμ' π'θινά. Πάνι είκοσ' χρόνια –μην είν' κι παραπάν'-- που ένας γνουστός δημουσιουγράφους έβγαλ' στη φόρα όσα γινόντ'σαν παλιά στ'ς κλινικές. Ήταν ολόκληρ' κλίκα είπαν που κλέβαν παιδιά κι τα π'λάγαν. Ε απού τότι δεν έχου ησυχάσ'. Έπαθα τέτοιου σοκ μόλις κατάλαβα πως λέγαν για κείνα τα χρόνια που γένν'σα κι ιγώ του πρώτου παιδί στη κλινική στη πόλ'. Τι του θέλαμ' κι ιμείς; Δε καθόμαστ' στου σπίτ' να μι ξεγγενήσ' η μαμή, όπους κι τα κουρίτσα μ' μιτά; Πρώτ' γέννα είπι ου παππού σ', ας πάμ' στη κλινική καλύτιρα. Είχι πουλήσ' κι ένα άλουγου ου φτωχός ου πατέρα μ' τότι κι μας έδουσ' του κουμπόδιμα για τη γέννα. Σήμιρα δουξάζου του Θεό π' μας φώτ'σι κι τουλάχ'στουν τα κουρίτσα μ' τα δυο τα γένν'σα ιδώ στου σπίτ' μας κι δεν είχαμ' ντράβαλα κι απού κει.
Άκου να κλέβ'νι παιδιά κι να τα π'λάνι στου ξένου κόσμου! Πώς να ησυχάσου μουρέ μανούλα μ' άμα σκέφτουμ' πως μπουρεί να ζει του σπλάχνου μ' κι να μιγάλουσ' σι ξένα χέρια; Πώς μας κουρουιδέψαν' έτσ'; Δε μπουρούμ' να του χουνέψουμ'! Κουτζαμάν παιδί κι να μ' του πάρ'νι μέσα απ' τουν κόρφου μ'; Τισσιράμ'ς κιλά παιδί! Μ' του δώσαν κιόλας στην αγκαλιά μ' να του κρατήσου. Κι μιτά του γιόμα που πιριμέναμ' μι τουν παππού σ' κι τη μάνα μ' τη σχουριμέν' να μας του φέρ'νι ξανά για να του β'ζάξου, μας λένι πάει του παιδί, πέθαν'. Δεν ήταν καλά τάχα μ', γεννήθ'κι μι πρόβλημα στη καρδιά... Βάλτι μια υπογραφή ιδώ μας είπαν κι μας διώξαν άρουν άρουν. Αγράμματους κόσμους ιμείς τι να καταλάβουμ'; Χαμπάρ' δε πήραμ' τίπουτα. Κλάψαμ', δαρθήκαμ' κι σ'κουθήκαμ' στου τέλους να φύγουμ' δίχους αυτό. Ου παππούς ου φτουχός είχι του νου τ' σι μένα να μη πάθου τίπουτα απ' τη πλανταξίλα μ', κι ούτι που τ' έκοψ' μια στάλα να ζητήσ' του παιδί να του πάρουμ' ιμείς να του θάψουμ'. Τίπουτα. Σ'κουθάκαμ' κι φύγαμ' σα νοικουκοιραίοι κι ούτι π' του είδαμ' πιθαμένου.
Τώρα ακόμα, σα βλέπου του πακέτου μι πιάν' κρύους ιδρώτας. Τρέχ'νι τα μάτια μ' βρουσούλις άμα συναντιώντι μάνις μι παιδιά μιτά απού χρόνια.
Πάθαμ' νίλα μεγάλ' μόλις ακούσαμ' μιτά απού τόσα χρόνια πως γινόντ'σαν τέτοια πράματα τότις. Σκάνδαλου μεγάλου σ' λέου ξεσκέπασ' αυτός ου δημουσιουγράφους... Παραντάλιασα ιγώ τότις. Ξησίκουσα αμέσους τη μάνα σ' κι τη θειά σ' να πάν' να ψάξ'νι κι να ρουτήσ'νι για του παιδί. Κινήσαν γη κι ουρανό τα κουρίτσα αλλά δε βγήκι τίπουτα. Καήκαν τ' αρχεία λέγαν κι χαθήκαν όλα. Αυτός ου δημουσιουγράφους είχε δώσ' τηλέφουνα για του κόσμου που ενδιαφερόταν να μάθ' για τα παιδιά τ'. Δεν ήταν ένας κι δυο μανούλα μ'... Ξέρ'ς πόσις φαμίλιες χάσαν παιδιά έτσ'; Είχι γίν' μιγάλου σούσουρου κι για τη θ'κιά μας τη κλινική ιδώ. Πού να βρούν' όμους άκρη τα κουρίτσα; Η κλινική είχι κλείσ' απού χρόνια κι ου άσουτους ου γιατρός που έκαν' τέτοια πράματα είχι πεθάν'. Όπ' πηγαίναν η μάνα σ' κι ρουτάγαν' λέγαν καήκαν τ' αρχεία κι τ'ς κλείναν τ'ς πόρτις στα μούτρα. Σημασία δε τ'ς έδιν' κανένας. Ούτι πιστουποιητικά βρεθήκαν τ'ς γέννας, ούτι τ' θανάτου σ' λέει. Στα καρφιά τ'ς πιρίμινα ιγώ πίσου να μ' φέρ'νι κάνα μαντάτου. Φαρμακουνώμ'να κάθι φουρά που μ' λέγαν πως δε κάναν τίπουτα. Ούτι τούτου ούτι κείνου; Τίπουτα δε σας είπαν; Έλεγα η φουκαριάρα κι έκλαιγα ύστιρα μουναχή μ' μι μαύρου δάκρυ.
Στου τέλους, αφού κάναν ό,τ' μπουρούσαν τα κουρίτσα κι δε βγάλαν άκρη μου 'παν... ''Πάρτου απόφασ' μάνα κι μη βασανίζισ' άλλου. Δε πρόκειτ' να του βρούμι του παιδί. Μουνάχα μια ελπίδα υπάρχ'... Άμα ζει κι μάθ' όπους ιμείς την αλήθεια, να ψάξ' να μας βρει. '' Αχ ρε μανούλα μ' τι 'ταν να μ' πούνι αυτόν του λόγου! Απ' τη μια μ' πέρναν πίσου την ελπίδα κι απ' την άλλ' μ' τη ξαναδίναν. Απού τότις πιριμένου κι ιγώ μη μ' φέρ'νι κάνα μαντάτου ου κόσμους. Ή κάνα πακέτου απ' αυτή την εκπουμπή. Τι στου καλό λέου, τόσοι κι τόσοι βρίσκ'νι τ'ς γονιούς τ'ς, δεν απουκλείετ' να μας βρει κι ιμάς του θ'κό μας του παιδί. Όλου γι' αυτό προυσεύχουμ' μέρα νύχτα. Να έχ' ου Θεός όλα τα παιδιά μ' καλά κι να μ' αξιώσ' να προυλάβου να ξαναδού του παλικάρι μ' προυτού κλείσου τα μάτια μ'. Τίπουτ' άλλου δε θέλου απ' τη ζουή.
Τώρα ακόμα, σα βλέπου του πακέτου μι πιάν' κρύους ιδρώτας. Τρέχ'νι τα μάτια μ' βρουσούλις άμα συναντιώντι μάνις μι παιδιά μιτά απού χρόνια. Ή αδέρφια να ψάχνι ου ένας τουν άλλουν. Αυτός ου καημός θα μι φάει. Μερικές φουρές λέου, καλύτερα να του 'χα χάσ' του μυαλό μ' όπους ου παππού σ' κι να μη καταλάβινα τίπουτα. Δεν αντέχιτ' αυτή η σταναχώρια για τη μάνα ρε μανάρι μ'. Αλλά, πάλι μιτά του μετανιώνου, άμα σκέφτουμ' πως, άμα σάλευ' του μυαλό δε θα αναγνώρ'ζα ούτι τα παιδιά μ'... Πω πω πω! Ποιός γουνιός του θέλ' αυτό;
Κοίτα κι συ να 'χεις του νου σ' πουλάκι μ' ικεί μ' αυτά τα μαραφέτια που παλεύιτ' ούλ' την ώρα κι βρίσκιτ' ανθρώπ'ς απ' όλου του κόσμου. Δε ξέρ'ς καμιά φουρά, άμα σπάσ' κάνας διάουλους του πουδάρι τ', μπουρεί να βρεθεί καμιά άκρη απού κει που δε του πιριμέν'ς.
Τώρα, άμα ζει ου λιβέντης μ', θα 'ναι δυο χρόνια μεγαλύτιρος απ' τη μάνα σ'. Δηλαδή ιξήντα ακριβώς. Έτσ' δε βγαίνι, για κάνου λάθους; Τα πινήντα ουχτώ δεν έκλεισ' η μάνα σ';
Πάντους, αυτό του όνειρου ψες του βράδ' μπουρεί να 'ναι κι σημαδιακό. Μόλις πήρα να λαρώσου λιγάκ' απ' του κλάμα κι έκλεισα τα μάτια μ', βλέπου στουν ύπνου μ' πως μ' χτυπήσαν λέει τη πόρτα τ' σπιτιού κι σ'κώθηκα ν' ανοίξου χουρίς να ρουτήσου ποιος είν'. Ανοίγου π' λες κι τι να δου! Ήταν ένα όμουρφου παλικάρ' δυό μέτρα, απ' αυτά που βγαίνι στη τηλεόρασ' κι μ' έβαλ' στα χέρια ένα πακέτου απ' την εκπουμπή. Κάποιους μ' έψαχν' τάχα μ'... Κάνου ν' ανοίξου του πακέτου κι τι να δου η μαύρη! Ένα μουράκ' αρσινικό, σαν του θ'κό μ' τότι, όπους γεννήθ'κι κι του πήρα στην αγκαλιά μ', εκείν' τη μαύρη μέρα. Αχ ρε μανούλα μ' χαρά π' τη πήρα! Λαχτάρ'σε η καρδούλα μ' π' θα του κράταγα ξανά στουν κόρφου μ'!
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr.
Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.