Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, η Αλεξάνδρα Κ*.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το σφάγιο
Χθες βράδυ παίρναμε βαθμούς. Σ' είχε φωνάξει, λέει, ο δάσκαλος να μιλήσετε. Μπήκες στο προαύλιο ντυμένος τη στολή του Συνταγματάρχη – αστραχανένια παπάχα, αμπέχονο μπλε και κροσοτές σπαλέτες. Τα κορίτσια της έκτης λιγοθυμούσαν στα τσιμέντα. Εγώ σε κοίταζα με μιαν απάθεια αντιπαθέστατη μπήγοντας τα δόντια μου σ’ ένα σουσαμένιο κουλούρι που το σιχαίνεσαι. Κανένας σεβασμός, ορκίστηκα. Καμία νοσταλγία, δε θα τρέξω πάνω του, έξι μήνες βαστάω την ανάσα μου, δε θα λυγίσω τώρα στο ύστερο, ορκίστηκα και φίλησα από μέσα μου σταυρό. Και τράβηξα στο κουλούρι μια δαγκανιά μεγάλη σαν τον λαιμό σου και μπουκώθηκα σουσάμια να με σιχαθείς και να σκεφτείς γαμώ τον Βόλγα μου κι όλη τη Βαϊκάλη, και με τα σουσάμια τη θέλω. Ερχόσουν κι ερχόσουν και δεν έφτανες. Σε κάθε βήμα ψήλωνες ένα κεφάλι κι εγώ κόνταινα δύο. Έσκυψες τέλος από πάνω μου κι άστραψαν τα χρυσά σου μπράντερμπουργκ αλλά εγώ έκανα την άνετη, σου γύρισα την πλάτη και πήρα ν' ανεβαίνω τις σκάλες κουνώντας τον κώλο μου στα μούτρα σου γιατί το ‘βλεπα, μας ήρθες σοβαρός, ερχόταν καταιγίδα.
Ο δασκαλάκος υποκλίθηκε εμπρός σου δουλικά κι εσύ τον ευλόγησες μ’ ένα χτύπημα στην πλάτη λες κι ήταν άλογο που ‘χες ταλαιπωρήσει. Σου παρέδωσε με χέρια τρεμάμενα ένα χαρτί και πισωπάτησε ελαφρά μην τον πάρουν τα σκάγια. Το κοίταξες, το κοίταξες, το κοίταξες, με κοίταξες, σε κοίταξα, το ξανακοίταξες, σου μισογέλασα (μου ξέφυγε), κορδώθηκες, ξερόβηξες, σοβάρεψες, σοβάρεψα, με κοίταξες και του ‘πες:
«Μάλιστα».
Ο δασκαλάκος ξεφύσηξε.
«Όπως βλέπετε», είπε σκουπίζοντας το κάθιδρο μέτωπό του, «δεν καταφέραμε πολλά σε τούτο το εξάμηνο. Για την ακρίβεια, κύριε Συνταγματάρχα, επατώσαμεν. Όλη η βελτίωσις που είχε σημειωθεί τα τελευταία χρόνια επήγε εις τον γεροδιάβολον. Συγκρίνετε, παρακαλώ, συγκρίνετε. Δείτε τα δεκάρια του προηγούμενου εξαμήνου. Κι ύστερα δες τε πώς ορφάνεψαν σε τούτο από μονάδες. Μιλάμε για γενοκτονία ολκής. Απόμειναν μηδενικά ολοστρόγγυλα και δη σε δεξιότητες βασικές για μια μοντέρνα δεσποσύνη: Ανεξαρτησία. Φιλοδοξία. Αστική Ευγένεια! Ποιος να το 'λεγε αυτό για την εν λόγω δεσποινίδα έξι μήνες νωρίτερα. Το πρότυπο δυναμισμού της σχολής μας. Την πρωταθλήτριά μας στην πάλη ενάντια στην πατριαρχία. Το αδιαφιλονίκητο φαβορί μας στον πανελλήνιο διαγωνισμό Ανταγωνισμού. Μιλάμε για καθολική πανωλεθρία. Η δεσποινίς δεν έχει παράξει επιτυχώς απολύτως τίποτα εδώ και μήνες. Λέει πως δεν εμπιστεύεται πια τις λέξεις. Λέει πως οι λέξεις είναι –μετά συγχωρήσεως, κύριε Συνταγματάρχα μου, δικά της λόγια– μεγάλες πουτάνες. Λέει, τι μου προσέφεραν εμένα οι λέξεις; Η καλλιτεχνική της παραγωγή έχει αποδεκατιστεί. Ο επαγγελματισμός της έχει υποστεί βλάβη ανήκεστο. Χάνει τη μία προθεσμία μετά την άλλη προφασιζόμενη φεγγάρι και νοτιά. Εξοργίζει όποιον βρεθεί μπροστά της. Ομνύει στη ματαιότητα των πάντων. Δηλώνει κουρασμένη. Μετέρχεται υπερβολικά συχνά της λέξης χέστηκα καθώς και της φράσης –sic, κύριε Συνταγματάρχα μου, sic– στ' αρχίδια μου την οποία μάλιστα συνοδεύει ενίοτε με γλαφυρή χειρονομία. Ζήτησε δε απαλλαγή από το μάθημα της Αυτοπραγμάτωσης προσκομίζοντας ως επιχείρημα ένα τελειωμένο μπλοκάκι παροχής υπηρεσιών. Και σας ερωτώ, κύριε Συνταγματάρχα μου. Θα μπορούσατε κάπου να αποδώσετε τούτη την ξαφνική μεταστροφή της μαθητρίας;»
Δε με κοίταξες, χαμήλωσες το βλέμμα όλος ευθύνη. Μα, σαν να με κοίταζες, μισάνοιξες τα χείλια σου και είπες σιωπηλά:
«Συγγνώμη. Έλειπα».
Κύριος. Δε μ’ έδωσες. Δεν είπες μ’ έστειλε εξορία το μουνί το αυτεξούσιον. Δεν είπες εξεγέρθη η δεσποινίς Σατανάκη στη δική μου την καμπούρα. Δεν είπες για την επανάσταση που απέτυχε και την πήρε την ηλίθια από κάτω. Το πήρες όλο πάνω σου. Απολογήθηκες. Έλειπες στο μέτωπο, συνέχισες. Στη Μαντζουρία. Ύστερα σε φυλάκισαν οι κόκκινοι στο Αικατερίνογραδ. Ήθελες μα δεν μπορούσες να 'χεις επιστασία της δικής μου της κατάστασης. Πέρασες δύσκολα, αποσιωπητικά. Άνοιξες το πουκάμισο κι έδειξες την τρύπα στο στέρνο που σου κονόμησα σ’ εκείνο το κωλόμπαρο στη Μάνη πρόπερσι. Ο δασκαλάκος κράτησε την αναπνοή του μπρος στην στρατιωτική σου ανδρεία. Κούμπωσες το πουκάμισο κι ανάσανα. Υποσχέθηκες να μην επαναληφθεί. Έταξες βελτίωση. Και πάλι, συγγνώμη. Ο δασκαλάκος έκανε να σου φιλήσει το χέρι μα τον απόδιωξες με τη γνωστή σου νομπλές κι εξήλθες της αιθούσης καταρρακωμένος μα πάντα ψηλός. Έδωσα μουλωχτά στον δασκαλάκο το δεκάευρο που του άξιζε (είχαμε συμφωνήσει πενήντα αν έλεγε «Να την προσέχετε, χρειάζεται φροντίδα απ' τα δικά σας χέρια» μα δεν το 'πε).
Με τράβηξες απ’ το μπράτσο και μ’ έσυρες φουρκισμένος ως κάτω τις σκάλες. Διασχίσαμε χέρι-μπράτσο το προαύλιο πηδώντας πάνω από πτώματα γοητευμένων κοριτσιών μέχρι που βγήκαμε στον δρόμο και μου ‘δωσες το χέρι μου πίσω λες και σου ήταν άχρηστο. Μόλις στρίψαμε, σταμάτησες. Γύρισες και μου 'πες ήσυχα:
«Τι θα σε κάνω; Δεν έχω τι να σε κάνω».
Δεν το περίμενες αυτό από μένα. Πού ήταν τα δεκάρια με τους τόνους μου; είπες. Γι’ αυτό ξεχάστηκες και μ’ αγάπησες. Γιατί δε χρειαζόμουν κανέναν. Αυτό είπες και σ' είδα που ντράπηκες που δεν το κράτησες μέσα σου.
Πέρασε πίσω σου ένα όπελ κόρσα πατητό κι ευχήθηκα να το βγάλει η στροφή και να στουκάρει πάνω μας. Δεν έπιασε. Έχεις ένα τάγμα ανδρών να κρατήσεις ζωντανούς, είπες, δεν μπορείς να τους στείλεις στο διάολο για πάρτη μου. Έχεις ευθύνες, υποχρεώσεις, άλογα, ιδεολογίες, τσαρικά ουκάζια, άρρωστη αδερφή. Δεν το περίμενες αυτό από μένα. Πού ήταν τα δεκάρια με τους τόνους μου; είπες. Γι’ αυτό ξεχάστηκες και μ’ αγάπησες. Γιατί δε χρειαζόμουν κανέναν. Αυτό είπες και σ' είδα που ντράπηκες που δεν το κράτησες μέσα σου.
Σε κοίταξα, σε κοίταξα, σε κοίταξα. Ντρεπόσουν. Έβγαλα τότε ένα ψαλιδάκι κι άρχισα να σου ξηλώνω γαλόνια, παράσημα, διακριτικά κι επωμίδες. Δεν έφερες αντίσταση, μόνο κοίταζες δεξιά αριστερά μη μας βλέπουν και γίνουμε θέαμα, έκανες τη γνωστή υπομονή σου, το κόλπο του μεγαλομάρτυρος. Απόμεινες στο τέλος μ’ ένα σακάκι όλο τρύπες και κάτι γδαρσιές αιμορραγούσσες και πάλι δεν κουνιόσουνα, ούτε διαμαρτυρόσουν. Σου τράβηξα ένα χαστούκι κοφτό και δεν πετάρισες βλέφαρο. Ύστερα σε κλώτσησα γερά μα εσύ δεν καταδέχτηκες να διπλωθείς στα δύο. Καθόσουν ασάλευτος κι υπέμενες μέχρι να μου περάσει. Έσκαψα τότε με τα χέρια μου μανιασμένα σαν το σκυλί έναν λάκκο γύρω απ’ τα πόδια σου να σε θάψω ζωντανό κι όσο έσκαβα έπεφτα μέσα. Όταν σου ‘φτασε η γης στο λαιμό, σταμάτησα, γιατί εμένα μου 'χε φτάσει στα μάτια. Μ’ έπιασες απ’ τις μασχάλες, μ’ έβγαλες έξω απ’ τον ορθό τάφο λες κι ήμουν τσιμπλιασμένο γατί και μ’ ακούμπησες στο χώμα δίπλα στο πρόσωπό σου. «Πέρασε;» είπες.
Σε κοίταξα γενναία κι είδα ν’ αστράφτει η λεπίδα του σπαθιού σου στον λαιμό μου, θυσία στους θεούς αυτού του κόσμου για να σώσεις το στράτευμα. Ένευσα ναι, να μπει βαθιά η λαμαρίνα σου στο κρέας δίχως κόπο. Είπες, μ’ αγαπάς μα δεν μπορείς αλλιώς, συγγνώμη. Ένευσα πάλι ναι, βαθύτερα, γιατί είχε βρει το μαχαίρι στο κόκαλο κι ήθελε περισσότερη δύναμη απ’ όση δύναμη είχες. «Έχω πίστη σε σένα, είσαι πιο δυνατή. Το επόμενο εξάμηνο θα 'χεις πάλι δεκάρια», σ' άκουσα να μουρμουράς την ώρα που έπεφτε –παφ– το κεφάλι μου στο χώμα.
Πήρα τα μηδενικά μου, τα βιβλία μου και τα χρυσά της στολής σου και γύρισα να φύγω. Ήρθαν τότε τα κορίτσια –σύζυγες, κόρες, βοηθές, παρατρεχάμενες– σε σκέπασαν με τα παλτά τους, σου πήραν τη θερμοκρασία, σε φίλησαν στο μέτωπο, σου πάτησαν κομπρέσες, κι έλεγαν: «Σωπάστε, κύριε Συνταγματάρχα μας, ‘συχάστε, τέλειωσε, μην εξαντλείστε άλλο. Αφεθείτε στα χέρια μας, εδώ ξεκουραστείτε». Σου ‘δεναν τις πληγές με τα μαλλιά τους και με κοίταζαν επιτιμητικά καθώς ξεμάκραινα. Για ώρα πολλή έφτανε στο δρόμο μου η τσίκνα απ' τα σφαχτάρια που σφαχτήκαν προς τιμήν σου – άνδρας, πατέρας τίμιος, ανδρείος, του καθήκοντος, σωτήρας του στρατεύματος, ο που εσκότωσε τον δράκο. Περπατούσα περπατούσα, σερνόμουν με τα χέρια, τα γόνατα, τα δόντια, κι έκλαιγα χολή κι έφτυνα στάχτες. Παιδιά στον δρόμο στρίγγλιζαν χαρούμενα, η τάξη του κόσμου είχε επανέλθει, ξεροψημένες σάρκες ανακούφιζαν τα στομάχια του ανήσυχου ποίμνιού σου. Μα ούτε εγώ είχα τι να με κάνω, κι ούτε είχα άλλη επιλογή από το να συνεχίσω να περπατάω και να αριστεύσω ξανά, παρότι σφαγμένη από τα χέρια σου, ή μαλλον ακριβώς γι' αυτό.
* Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ Κ* είναι συγγραφέας και σεναριογράφος.
Τελευταίο της βιβλίο, το θεατρικό «Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας» (εκδ. Σοκόλη).