Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, ο Δημήτρης Βαρβαρήγος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Έχω να σου πω
Γράφω στο χαρτί με μελάνι τρεμάμενο, με την αίσθηση του χάνομαι μέσα στην ομορφιά της αφής, ακούγοντας σαν ψίθυρο αιμοβόρο την πένα να γδέρνει το χαρτί και το μελάνι κόκκινο αίμα γράφει τα λόγια εκείνα που μπορούν να δώσουν την αλήθεια της ύπαρξης.
Γράφω στο χαρτί προσμένοντας, ποια επίπονη νοσταλγία μπορεί να γίνει παρόν, μα όλες οι λέξεις, κι όλα τα λόγια δραπετεύουν στο ίσως μιας αναμονής.
Στους τελευταίους απόηχους της νύχτας, οι σκέψεις απομείνανε μόνες, μόνες απομείνανε οι σκέψεις αφημένες στη νοσταλγία της μνήμης. Ήταν οι στιγμές που οι μύχιες σκέψεις γίνονταν αληθινές σε μια αίσθηση του χάνομαι μέσα στην ομορφιά του αγγίγματος, βραχνές οι ανάσες ξέσπασαν, ξέσπασαν μαζί με μικρά βιαστικά βογκητά ν’ απλωθούν, σε παλιούς καναπέδες, αδέξια.
Τα μέλη πάλι παραδόθηκαν στη χαύνα σαγήνη, ο μυστικός χρόνος σύμμαχος των ανέμελων στιγμών αναπλάθει παρελθούσα ψαύση, παρελθούσες αισθήσεις ανάμεσα σε απροσδιόριστες και συγκεκριμένες λέξεις να συνωμοτούν με τα θέλω, τα πρέπει, τα ναι και τα μη.
Κομψός συνωμότης το γέλιο, κοσμεί τους αδέξιους στοχασμούς να ποζάρουν όμοιοι λυγμοί στην απόλαυση της μνήμης.
Τα μάτια σκώπτουν τ’ αφημένα ψεγάδια του εφήμερου, τα βλέμματα καίγονται στις απρονόητες αναμονές και μόνο φωνάζουν: ποθώ, επιθυμώ, λαχταρώ…
Ψάχνουν οι ανάγκες αφορμή να αρπαχτούν τα σώματα, σ’ ένα μακέλωμα κυνικό, όπως δεν έχουν άλλη φορά νιώσει οι ψυχές.
Οι μέρες που ακολούθησαν χαθήκαν στη σιωπή. Όχι όμως και η μοναδικότητα της ένθερμης προσηλωμένης σκέψης στο ποθητό υποκείμενο επιρροής που την προκαλούσε.
Είναι φορές που η σιωπή μιλάει πιο πολύ, κρύβει μια ανεξήγητη κι ανεμπόδιστη δύναμη να τονώνει την ανάγκη για κατάκτηση πέρα από τις φαντασιώσεις.
Φέρνει στο προσκήνιο τον μοναδικό δρόμο, που μόνο αυτός, οδηγεί στην αρχέγονη εμπειρία του έρωτα, εκεί που πάντα ξεπέτιουνται καινούριοι κόσμοι με όνειρα κι ελπίδες πρωτόγνωρες.
Μα πώς να ζήσουν δέκα χρόνια μέσα σε μερικές σελίδες… Ένα παραμύθι σε μια καθημερινότητα γεμάτη συμβάσεις, όσο αν και οι δύο τους σαν από μυστική παρόρμηση απαιτούσανε να γίνουνε οι πρωταγωνιστές του.
Εκεί βαθιά που εδράζεται ανεξάντλητη η αστείρευτη πηγή της εύρωστης σκέψης και φτάνει μέχρι τον παραλογισμό μιας υπερεκτίμησης ως και να θεοποιεί ακόμη, το πρόσωπο που την προκαλεί.
Ο δρόμος που ανοιγόταν μπροστά έδειχνε μαγικός, παραμυθένιος.
Μα πώς να ζήσουν δέκα χρόνια μέσα σε μερικές σελίδες… Ένα παραμύθι σε μια καθημερινότητα γεμάτη συμβάσεις, όσο αν και οι δύο τους σαν από μυστική παρόρμηση απαιτούσανε να γίνουνε οι πρωταγωνιστές του.
Ήταν η αρχή, το ξεκίνημα και δεν προβάλανε καμία λογική σκέψη για το αποτέλεσμα, δεν ξέρανε καλά – καλά αν θέλανε να ζήσουμε απαιτώντας ο ένας τη ζωή του άλλου.
Άλλωστε στο ξεκίνημα του έρωτα χάνεται ο προσανατολισμός, λείπουν τα εξωτερικά στοιχεία αναφοράς. Τίποτα από τα συνήθη που μας περικύκλωναν προβλήματα δεν θέλανε να φωτιστούν.
Μέσα του, δεν υπάρχουν δρόμοι σε ευθεία γραμμή, δεν υπάρχουν κριτήρια λογικής, ξεστρατίζεις δίχως δεύτερη σκέψη και ενδοιασμό. Αυτός οδηγεί σε μια άλλη πραγματικότητα, με νέους στόχους και αναζητήσεις, όπου τα πάντα ερμηνεύονται μέσα από τις επιθυμίες κι όχι από τη λογική.
Μέσα σε αυτή τη λοξοδρόμηση εδραιώνονται τα σώματα, βολεμένα μέσα στην ανησυχία που προκαλεί η ιδιαιτερότητα του.
Στο πρώτο φίλημα, οι δρόμοι τις νύχτες, αγκαλιάζουν μνήμες βουρκωμένες και βήματα πλάι σε γέρικα δέντρα, σε χαμηλά φώτα μαγαζιών μιας κάλπικης στιγμής ευδαιμονία. Ένα σκυλί κουρνιάζει στη γωνία. Σε βρώμικη κουβέρτα τυλιγμένος ο κλοσάρ. Το πρεζάκι όμοιος κλόουν ενός παράλογου κόσμου γέρνει μέσα στην αστάθεια του να σωριαστεί, μα τη τελευταία στιγμή ισορροπεί – σαν να κοροϊδεύει το σύστημα που τον θέλει αφοπλισμένο.
Δεν θέλω να βλέπω… δεν αντέχω, πρόφερε τρέμοντας η φωνή της από πόνο κι όχι από το κρύο.
Αναρρίγησε η σάρκα. Τ’ αγιάζι σε σκουριασμένους τσίγκους, χτυπιέται, ερωτοτροπεί από ζήλια που δέθηκαν τα χέρια.
Την έσφιξε επάνω στο στήθος του σπαρταρούσε αλαφροΐσκιωτη η ανάγκη της για λίγη στοργή… Να φωλιάσει έψαχνε σε βάθη απύθμενα η αφοσίωση… Και το σκοτάδι, σύντροφος τρυφερός περίβαλλε την περιπλάνηση τους. Χέρι το χέρι διάβηκαν τα βήματα, άσθμαιναν οι ανάσες, καυτές.
Στην αδράνεια της σιωπής ξοδεύτηκαν οι στιγμές, αντίδραση λαβωμένη από πόθους ανεκπλήρωτους. Ο τοίχος δίπλα τους σπάει τη μοναξιά του… Τους κοιτάζει, κρυφακούει τα ψιθυρίσματα…
Το λερό του χρώμα έμαθε τα μύχια μυστικά τους… Τα μαγεμένα κορμιά απάλυναν το σκοτάδι. Χάσανε ένα γύρω την αίσθηση του χρόνου και των πραγμάτων. Ο έρωτας αλλοίωσε κάθε πραγματικότητα. Εξαντλήσανε κάθε ψυχική λειτουργία, αιχμαλωτιστήκανε υποδειγματικά στον αρχέτυπο ναρκισσισμό της άφρονης λαχτάρας, που δεν αφήνει διαύγεια στο νου, αλλά στον πόθο που εξελίσσεται σε τρέλα.
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Anima mia» (εκδ. Εντύποις).