Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, ο Γιώργος Γλυκοφρύδης.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
.countdown.
Ο θάλαμος διακυβέρνησης, ένα διθέσιο πιλοτήριο δηλαδή, με οθόνες και πολύχρωμα εικονικά πλήκτρα και κάμποσους μηχανικούς διακόπτες άλλων εποχών, με δύο πανοραμικά παράθυρα που έφταναν να γίνονται πλευρικά φινιστρίνια μέχρι τις πλάτες του κυβερνήτη και του συγκυβερνήτη, και δύο χειριστήρια χειροκίνητης πλεύσης μπροστά από τα δύο καθίσματα, ήταν μία αυτοκρατορία κόκκινων, πορτοκαλί, και μπλε χρωμάτων. Που ταίριαζε απόλυτα στην περίφραση «πλοίο του Διαστήματος».
Ένας αστροναύτης, στο κάθισμα του κυβερνήτη, κάθετα στον ορίζοντα σε θέση εκτόξευσης, περίμενε.
Το σκάφανδρό του, που όσο ελαφρύ κι αν ήταν πάντα του προκαλούσε μια αδιόρατη αίσθηση κλειστοφοβίας, που ποτέ δεν την είχε ομολογήσει ούτε στον εαυτό του, πόσο μάλλον στα κατά καιρούς τεστ της υπηρεσίας, δεν τον εμπόδιζε όμως στο να εκφράσει την σπασμένη πια υπομονή του. Γιατί δεν ήταν δα να ξεκινήσει και ταξίδι για τον Άρη. Πτήση ρουτίνας σε υψηλή τροχιά ήταν. Να μαζέψει τίποτε συντρίμμια αρχαίων δορυφόρων του 20ου αιώνα ή κάποιο εγκαταλελειμμένο παμπάλαιο Σογιούζ. «Έλεγχος εδάφους!»
«Ακούω, Ρουσό».
Ένιωσε το σκάφος να βροντά ολόκληρο ως ισχυρή σεισμική δόνηση. Έβλεπε τον ουρανό, μαύρο. Έβλεπε τα αστέρια, άσπρα σημάδια πάνω στο μαύρο. Κουνήθηκε βίαια στο κάθισμά του να δοκιμάσει τις ζώνες κι οι ζώνες τον έσφιξαν στα όρια του πόνου. Αλλά για δευτερόλεπτα. Κάθισε πίσω. Ένιωσε τον πλανήτη. Η Γη τον κρατούσε κάτω. Τα πάντα τραντάζονταν με τριγμούς και θορύβους.
Το σκάφος απελευθερώθηκε κι άρχισε ν’ ανεβαίνει.
Μία ανάσα. Δύο ανάσες. Καλά ήταν όμως. Καλά. Χαμήλωσε το κεφάλι, ενώ ταρακουνιόταν ολόκληρος. Καλά ήταν. Καλά. Μέσα στο βουνό που τον είχε θάψει ήταν καλά. Πέντε φορές η βαρύτητα είκοσι τλεσσερις φορές η ταχύτητα του ήχου. Κι ο θόρυβος, ο ανείπωτος. Καλά ήταν όμως. Καλά. Και οι δέκα φορές για την ελευθερία είχαν τελειώσει. Ελεύθερος ήταν.
Ένιωσε τη βαρύτητα να τον πατά στο στήθος, να κάθεται εκεί να του βγάλει την ανάσα να του λιώσει τους πνεύμονες, να του συνθλίψει το κεφάλι. Ζαλίστηκε. Αλλά για δευτερόλεπτα. Επανήλθε. Γαμώ την τρέλα μου γαμώ... Πήρε βαθιά αναπνοή. Με δύναμη. Λες κι ετοιμαζόταν να βουτήξει. Πόνεσε στο διάφραγμα, αλλά ήταν καλά. Ένας βράχος κάθισε επάνω του κι όσο πήγαινε και μεγάλωνε. Ο βράχος μεγάλωνε. Έβγαλε και χέρια. Ήθελε να του στρίψει την καρωτίδα. Θα του έλιωνε τους ώμους αν συνέχιζε έτσι. Κι είχε ακόμη. Είχε λεπτά ακόμη να περάσουν έτσι. Θα έκανε εμετό. Όχι, όχι. Μία ανάσα. Δύο ανάσες. Καλά ήταν όμως. Καλά. Χαμήλωσε το κεφάλι, ενώ ταρακουνιόταν ολόκληρος. Καλά ήταν. Καλά. Μέσα στο βουνό που τον είχε θάψει ήταν καλά. Πέντε φορές η βαρύτητα είκοσι τλεσσερις φορές η ταχύτητα του ήχου. Κι ο θόρυβος, ο ανείπωτος. Καλά ήταν όμως. Καλά. Και οι δέκα φορές για την ελευθερία είχαν τελειώσει. Ελεύθερος ήταν.
Ο πλανήτης, όμως, εκεί, ξανά, αμετανόητος, να του μασά το στομάχι, να του τσαλακώνει τη σπονδυλική στήλη, να συμπιέζει τα κόκαλα των χεριών, να του τραβά τα πόδια, να κρατιέται από το κάθισμα, ν’ αγκαλιάζει σφιχτά τις πτέρυγες, να καίει τους κινητήρες. Στην κόλαση της θερμότητας πέρα μακριά από την ουρά του σκάφους. Να μικραίνει, χιλιόμετρα πίσω, ζεσταίνοντας τα τελευταία απομεινάρια των ανέμων. Να χάνεται, ανήμπορος, με τον συριγμό εκείνου που μπορεί μόνο να κοιτά.
Η ώρα πέρασε. Αν και όχι πάνω από ένα τέταρτο.
Το σκάφος ήταν ήδη σε υψηλή τροχιά. Και σ’ ένα δίωρο και ούτε, κάποιο συντρίμμι θα περνούσε από δίπλα του ως αστραπή σε σκοτεινό χειμωνιάτικο απόγευμα.
Ο Ρουσό έβγαλε το ελαφρύ σκάφανδρο στερεώνοντάς το δίπλα του. Α! Επιτέλους! Σαν το ποντίκι! Ρούφηξε το αμέτρητα πιο καθαρό από της Γης, οξυγόνο, της καμπίνας. Κι η αλήθεια ήταν πως δεν ήταν σαν τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού αυτό το οξυγόνο, όταν όλοι νομίζουν πως θα βρέξει επειδή υπάρχει εκείνη η μυρωδιά στην ατμόσφαιρα· της άγουρης καταιγίδας· δεν έφερνε άγουρη καταιγίδα αυτό το οξυγόνο, αλλά δεν τον πείραζε. Οξυγόνο ήταν, τουλάχιστον. Στράφηκε λίγο να δει τη Γη.
Τεράστια η Γη. Με όλα τα χρώματα του σύμπαντος. Να καταλαμβάνει όλη τη θέα όλων των παραθύρων. Φαινόταν η Ευρώπη και η Αφρική. Και σχεδόν όλη η Ρωσία. Και οι θάλασσες. Και δεν είχε σύννεφα. Σχεδόν καθόλου. Οι έρημοι και τα βουνά. Και τα όρη. Και τόσα χρώματα. Καφέ και κίτρινο της γης και πράσινο κάποιων δασών και οι άπειροι βαθμοί του μπλε. Άπειροι βαθμοί του μπλε. Τόση θάλασσα. Τόσος ωκεανός.
Ο Ρουσό έλυσε τις ζώνες. Αν και ήταν νωρίς ακόμη, τις έλυσε. Θεέ μου πόση ομορφιά αυτός ο πλανήτης. Σηκώθηκε πλέοντας.
Αντικείμενα έπλεαν κι αυτά.
Έβγαλε το πάνω μέρος της στολής αφήνοντάς το για λίγο να αιωρείται. Σταμάτησε να πατά στο δάπεδο. Αφέθηκε. Εκατοστά πριν από την οροφή έκανε δυο στροφές στον αέρα κι έφτασε μέχρι την τουαλέτα. Τοποθέτησε το σώμα του σε απόλυτη εφαρμογή με τους σωλήνες και τις προεξοχές που υπήρχαν εκεί. Ακούστηκε θόρυβος απορροφητήρα.
Ο έλεγχος εδάφους ξεφώνισε μικροφωνικά. «Ρουσό!»
Άλλαξε κανάλι περνώντας σ’ ένα ανοιχτό, χωρίς κωδικοποίηση γραμμής, γιατί αυτό μάλλον έφταιγε, δεν ήταν η πρώτη φορά, δα. Θέματα ρουτίνας.
Οι βοηθητικοί κινητήρες ταρακούνησαν το σκάφος έντονα.
Κοίταξε την Γη.
Έσκυψε λίγο προσπαθώντας να δει κι άλλο προς τα κάτω.
Πέρασε στα κανάλια παγκόσμιας ανοιχτής λήψης. Τώρα λογικά έπρεπε να τον ακούνε και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί στα χωριά των νησιών του Πάσχα ή και πέρα βαθιά στις Ρωσικές στέπες.
Έριξε το κεφάλι πίσω κι έκλεισε τα μάτια. Ανασηκώθηκε λίγο κι άγγιξε την κεντρική οθόνη πολλές φορές κλείνοντας συστήματα του σκάφους. Άφησε μόνο το σύστημα υποστήριξης ζωής. Έκλεισε τα μάτια ξανά κι έριξε πάλι το κεφάλι πίσω.
Άκουγε μόνο το μηδαμινό βούισμα του οξυγόνου. Και τη Γη να μουρμουρίζει. Ή έτσι του φάνηκε. Πιθανόν ένα τραγούδι. Ή και λόγια. Ή και τίποτε. Υπήρχε τρομαχτικός θόρυβος έτσι κι αλλιώς. Αν και μέσα στο σκάφανδρο δεν ακουγόταν τίποτε καθαρά, ο έξω θόρυβος ήταν λες και ’καναν έργα δρόμου με κομπρεσέρ. Αλλά διακοπτόμενα. Το σκάφος βρόνταγε δεξιά κι αριστερά σα καρότσα σε χωματόδρομο με κοτρόνες, και ριπές ρευμάτων το χτύπαγαν από την μια άκρη στην άλλη.
Κίτρινες λάμψεις φάνηκαν στα παράθυρα και οι ήχοι έγιναν δυνατότεροι. Επαναλαμβανόμενοι κρότοι ξεκίνησαν αλλά τελείωσαν γρήγορα πολύ.
Παλιά, τα διαστημικά λεωφορεία ήταν πολύ πιο ήσυχα, μου έλεγε ο πατέρας μου… Τούτο δω τι διάολο, ρε παιδί μου, κάθε φορά…
Το σκάφος τραντάχτηκε τόσο έντονα που ήταν λες και χτύπησε σε τοίχο.
Ο Ρουσό βαστήχτηκε από το κάθισμα. Οι κίτρινες λάμψεις στα παράθυρα έγιναν φλόγες. Ακουγόταν ο αέρας απ’ έξω. Πολύ δυνατά. Φάνηκαν τα σύννεφα. Αν και πολύ μακριά ακόμη.
Η θερμοκρασία ανέβαινε έντονα. Μύρισε καμένο. Από κάποια οθόνη βγήκαν ελάχιστοι καπνοί και η οθόνη έσβησε κάνοντας ένα τσίριγμα.
Τα χέρια του βάρυναν και κάποια λίγα αντικείμενα κύλησαν στο δάπεδο.
Η Γη ακούστηκε καθαρά. Κάτι τραγουδούσε, όντως.
Ο Ρουσό χαμογέλασε κοιτώντας τους καπνούς που πλήθαιναν. Αλλά πόσο ήρεμοι οι καπνοί. Απ’ έξω ανέβαιναν οι φλόγες. «Είμαι μια μπάλα φωτιάς που κυλά για την πατρίδα της».
Μουσική σηκώθηκε ολούθε και τύλιξε τα πάντα.
Κατέβαινε φλεγόμενος. Και δεν έμενε τίποτε άλλο πέραν μιας κόκκινης και μαύρης μπάλας που ξεπρόβαλε μέσα από τα λευκά σύννεφα. Κάμποσος ο θόρυβος της φωτιάς και λίγος ο θόρυβος του θανάτου, που καθόλου σίγουρος δεν ήταν, αλλά που για θάνατος φαινόταν.
Οι καπνοί και οι ήχοι έγιναν ανάσες και φωνές. Και σαν έτσι να ήταν η ψυχή του από μέσα. Και σαν έτσι να ήταν η πατρίδα του από μέσα.
Κάποιος μου είπε πως θα μ’ αγαπάς για πάντα. Και κάτω εκεί στην Γη αλλά και στο Διάστημα, αλλά και στο σύμπαν, όπου. Και κάτω εκεί στα λιβάδια αλλά και στις πόλεις, όπου.
Κατέβαινε φλεγόμενος. Η αιώνια υπόσχεση.
Και φαινόταν ο ήλιος πια.
Και σαν να μην υπήρχε η φωτιά.
Και σαν μην πέθαινε τελικά αλλά ο θάνατος σαν να του άφηνε σημάδια.
«Ρουσό!!»
Πετάχτηκε τόσο άξαφνα που τα πόδια του χτύπησαν κάτω από τις οθόνες με δύναμη.
Γήινος ορίζοντας κουνιόταν άτσαλα μπροστά του έξω από τα παράθυρα κι όλα βρόνταγαν σα σε βάρκα σε τυφώνα. Ο εκκωφαντικός ήχος του συναγερμού απαγορευμένου ύψους και πορείας του έτρωγε το μυαλό από μέσα κι ήταν το μόνο που τον απασχολούσε σ’ αυτό το δευτερόλεπτο. Κι έσκυψε και τον έκλεισε. Τι συμβαίνει γαμώτο!! Κι άλλος συναγερμός, όμως, ξεφώνιζε ήδη πίσω από τον πρώτο. Επίπεδο οξυγόνου κάτω από δέκα. Τι διάολο ρε διάολε!! Επόμενα δευτερόλεπτα κι έσκυψε κι έκλεισε και αυτόν και άνοιξε το σύστημα εξωτερικού κλίματος γιατί αντιλήφθηκε τη βαρύτητα.
Πέντε δευτερόλεπτα μετά που είχε ξυπνήσει.
Τράβηξε τον υδραυλικό μοχλό εγκατάλειψης που βρισκόταν κάτω από το κάθισμά του και το μόνο που άκουσε ήταν ο καταστροφικός ήχος της έκρηξης της διάλυσης της οροφής. Η ώθηση της εκτόξευσης του καθίσματός του με τον ίδιον επάνω ήταν τόσο έντονη που του έκοψε την ανάσα. Την κολασμένη θερμοκρασία και τις φλόγες έξω από τις ενεργές ασπίδες του σκάφους δεν τα αντιλήφθηκε καν μια που το κάθισμά του ήταν κάψουλα διαφυγής.
Τράβηξε τον υδραυλικό μοχλό εγκατάλειψης που βρισκόταν κάτω από το κάθισμά του και το μόνο που άκουσε ήταν ο καταστροφικός ήχος της έκρηξης της διάλυσης της οροφής. Η ώθηση της εκτόξευσης του καθίσματός του με τον ίδιον επάνω ήταν τόσο έντονη που του έκοψε την ανάσα. Την κολασμένη θερμοκρασία και τις φλόγες έξω από τις ενεργές ασπίδες του σκάφους δεν τα αντιλήφθηκε καν μια που το κάθισμά του ήταν κάψουλα διαφυγής. Μόνο τη μαύρη και πορτοκαλί μπάλα της φωτιάς που ήταν το σκάφος του είδε, κάμποσες εκατοντάδες μέτρα μακριά του και κάτω του, καθώς ένα τεράστιο αλεξίπτωτο είχε ήδη ανοίξει ψηλά από πάνω του.
Τα εναπομείναντα κομμάτια της κάψουλας ξεκόλλησαν κι ο αέρας του χτύπαγε το πρόσωπο. Στεριά δεν έβλεπε πουθενά. Μόνο υπέροχη εξαιρετικά ήρεμη θάλασσα.
Η φωνή ήρθε από τα δεξιά του καθίσματος.
Η μεγαλειώδης έκρηξη του σκάφους με μαύρες και κόκκινες μπούκλες από φλόγες και καπνούς και νερό, όπως έσκασε στη θάλασσα, τον έκανε να στρίψει το κεφάλι να την παρατηρήσει.
Το κοιτούσε να βυθίζεται ανάμεσα στα κύματα.
Κατέστρεψα ένα πανάκριβο διαστημόπλοιο. Αποκοιμήθηκα σε υψηλή τροχιά με τις επικοινωνίες κομμένες και με πολλά συστήματα αχρηστευμένα. Κοίταξε τον πλανήτη από τόσο ψηλά που ήταν ακόμη, και είδε την καμπυλότητά του. Δεν είπα εγώ ποτέ πως θέλω να χωρίσω. Εσύ το είπες. Κοιτούσε τη θάλασσα στο κέντρο της ακριβώς από κάτω του. Εκεί όπου θα προσθαλασσωνόταν. Εσύ μάλλον με απεχθάνεσαι τόσα χρόνια που φεύγω και πάω κι έρχομαι. Εσύ τελευταία φορά είπες πως χίλιες φορές να γινόμουν τραπεζικός υπάλληλος παρά αστροναύτης. Και τώρα με σκοτώνεις, όχι αστεία. Ε, ναι, ναι. Μα δηλαδή, οι τραπεζικοί υπάλληλοι δεν ταξιδεύουν; Δεν λείπουν καιρό σε άλλες χώρες σε δουλειές; Μόνο οι αστροναύτες ταξιδεύουν; Με ζηλεύεις, έτσι;
«Ρουσό».
Δεν απάντησε. Με στεναχωρείς βαθιά στην ψυχή μου μέσα.
«Ρουσό!!»
Ο αέρας γινόταν δυνατός.
Χαμογέλασε.
«Αυτό που συνέβη σε πάει ή στη φυλακή ή στο ψυχιατρείο. Να διαλέξεις το δεύτερο γιατί του χρόνου είναι να βγεις στη σύνταξη. Ήθελα λοιπόν να σε πληροφορήσω πως τα Εναέρια Μέσα σε εντόπισαν ήδη. Καλή επιστροφή».
Στο ελικόπτερο, ένας από τους διασώστες, καθώς τον είδε για πολλοστή φορά να χαζεύει έξω την ηλιόλουστη θάλασσα, τον ρώτησε:
Ο διασώστης χαμήλωσε το κεφάλι χαμογελώντας κρυφά.
Δεν σχολίασε κανείς.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΛΥΚΟΦΡΥΔΗΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Το τρίτο αστέρι» (εκδ. Διάπλαση).