Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, ο Σπύρος Κιοσσές.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η φανουρόπιτα
Την ώρα που έψηνε η γριά καφέ στο κουζινάκι, τρύπωσε στα κρυφά στην τσάντα της μια μικρή φωτογραφία του που βρήκε πάνω στον μπουφέ. Σα φυλαχτό την είχε χρόνια ολόκληρα. Μα φθάρθηκε κι αυτή απ’ το πολύ το χάιδεμα, μούλιασε απ’ τα δάκρυα, ξεθώριασε.
Ήτανε η γεροντοκόρη της γειτονιάς. Σ’ ένα παλιό σπίτι έμενε, παραφωνία ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Είχε πατήσει τα ενενήντα, έλεγαν οι παλιότεροι. Μα αυτή ένιωθε ακόμη την ανάγκη να τον θυμάται. Να φέρνει στο μυαλό της κάθε λεπτομέρεια του προσώπου του. Πώς χαμογελούσε, πώς κοίταζε, πώς χτένιζε τα μαλλιά του. Νέο κορίτσι, παραφύλαγε κάθε απόγευμα έξω απ’ το εργοστάσιο που δούλευε. Ο πατέρας της της είχε απαγορεύσει να τον συναντά. Να πάει να τη ζητήσει, ποιος;, αυτός που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, ποιαν;, αυτήν που τον καλύτερο γαμπρό θα έβρισκε! Αργότερα, όταν αυτός παντρεύτηκε κι έφυγε για τη Γερμανία, πήγε να δει τη μάνα του, να μάθει νέα. Έλειπε δέκα χρόνια. Την ώρα που έψηνε η γριά καφέ στο κουζινάκι, τρύπωσε στα κρυφά στην τσάντα της μια μικρή φωτογραφία του που βρήκε πάνω στον μπουφέ. Σα φυλαχτό την είχε χρόνια ολόκληρα. Μα φθάρθηκε κι αυτή απ’ το πολύ το χάιδεμα, μούλιασε απ’ τα δάκρυα, ξεθώριασε. Δυο μάτια μόνο φαίνονταν, κι ένα χαμόγελο, κι αυτά θολά. Μες την απελπισία της θυμήθηκε τον Άγιο. Κάθε παραμονή έφτιαχνε φανουρόπιτα. Είχε έτοιμα από πριν, για να ’ναι σίγουρη, τα εφτά υλικά, την έψηνε, έριχνε άχνη ζάχαρη από πάνω, πήγαινε το ταψί να το διαβάσει ο παπάς, μοίραζε το μισό στην εκκλησία, έδινε και στη γειτονιά. Το βράδυ πριν να κοιμηθεί, έχωνε ένα κομμάτι κάτω απ’ το μαξιλάρι της, μέσα σ’ αλουμινόχαρτο. Λαχταρούσε να τον δει στον ύπνο της, ν’ ακούσει να της λέει, Γαρυφαλλιά, εμείς μαζί θα ζήσουμε, μαζί και θα γεράσουμε. Τη γέλασαν. Κι εκείνος – χώρια έζησαν, χώρια και γέρασαν, κι ο Άγιος – ποτέ δεν της έκανε το χατήρι να της τον φανερώσει. Φέτος, παραμονή της γιορτής του, πήγε και πάλι στην εκκλησία μ’ ένα δίσκο, σκεπασμένο με λευκή πετσέτα. Μέσα δεν μπήκε. Με το που τέλειωσε η λειτουργία, στάθηκε με τις άλλες μαζί, που μοίραζαν έξω απ’ τον ναό τη φανουρόπιτα. «Βοήθειά σας! Μεγάλη η χάρη του». Μα αυτή, αντί για πίτα, σήκωσε την πετσέτα κι άρχισε να πετροβολά τον κόσμο, με τις κοτρώνες που έκρυβε μες στο ταψί. Μια μια τις σύναξε απ’ τον δρόμο. Λίγο πριν φύγει απ’ το σπίτι της, την είχε πιάσει μια γειτόνισσα, γριά κι αυτή: «Θεός σχωρέσ' τον» της είπε, «πέθανε ήσυχος εκεί στα ξένα, μέσα στον ύπνο του».
Φέτος, παραμονή τ’ Αγίου, αποβραδίς, τον ονειρεύτηκε πρώτη φορά. Ξύπνησε κάθιδρη απ’ τον εφιάλτη.
* Ο ΣΠΥΡΟΣ ΚΙΟΣΣΕΣ είναι διδάσκων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου» (εκδ. Κριτική).