
Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, ο Παναγιώτης Γούτας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Παλιό αίσθημα
Ο αριθμός δέκα τον κυνηγούσε από τότε ανελέητα. Στα προσωπικά του, στις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις, στις σχέσεις του. Θυμάται, αρχές της δεκαετίας του ’90, δευτεροετής φοιτητής φιλοσοφικής, είχε ξετρυπώσει ένα μυθικό στέκι της Θεσσαλονίκης, που το έλεγαν «Δέκα βήματα στην άμμο». Εκεί, συχνά, τα Σάββατα, ξεσήκωνε τη συμφοιτήτριά του Μαρία Ν., που καταγόταν από την Αθήνα, και πήγαιναν ν’ ακούσουν μουσική από μια παρέα μουσικών, που έμελε να γράψουν ιστορία στα μουσικά δρώμενα της πόλης. Όλως τυχαίως –ή μήπως πάλι όχι;– η κομπανία του μαγαζιού ήταν δέκα άτομα. Το ρεπερτόριό τους: πολιτικά τραγούδια της εποχής, κάποια αντάρτικα του Πάνου Τζαβέλα, πολύ Σαββόπουλος, έντεχνο και, στο τέλος, πάλι λαϊκά. Το «Δέκα βήματα στην άμμο» στα καλύτερά του. Λένε πως εκεί σύχναζε τακτικά και ο καθηγητής Μαρωνίτης – ο ίδιος πάντως δεν έτυχε ποτέ να τον συναντήσει. Μια εξήγηση που άκουσε τότε για την προέλευση του ονόματος του μαγαζιού ήταν πως πάρθηκε από ένα παιχνίδι, που έπαιζε η παρέα των μουσικών σε παραλία της Χαλκιδικής. Αλλά δεν είναι απόλυτα βέβαιος επ’ αυτού.
Εκείνος ήπιος Ρηγάς, αργότερα του Εσωτερικού, με αστικές συνήθειες, χαλαρός πάντα και μετριοπαθής, μισούσε τη βία και τη ρήξη, συμφιλιώνοντας εσαεί τα ασυμφιλίωτα. [...] Εκείνη αριστερίστρια, υπέρμαχος της Ρήξης, μαχητική, συνδικαλίστρια επί πτυχίω, χρωστούσε έξι ή επτά μαθήματα, μαζί με τη διπλωματική της, και σκεφτόταν, μελλοντικά, να διδάξει ως καθηγήτρια σε γυμνάσιο της πρωτεύουσας.
Θυμάται πως με τη Μαρία διαφωνούσαν συχνά για τις πολιτικές και τις καλλιτεχνικές τους αντιλήψεις. Εκείνος ήπιος Ρηγάς, αργότερα του Εσωτερικού, με αστικές συνήθειες, χαλαρός πάντα και μετριοπαθής, μισούσε τη βία και τη ρήξη, συμφιλιώνοντας εσαεί τα ασυμφιλίωτα. Κάποτε, μάλιστα, στην προσπάθειά του να χωρίσει έναν κνίτη από έναν αναρχοαυτόνομο, που είχαν πιαστεί στα χέρια στον περίγυρο της Φιλοσοφικής για ασήμαντη αφορμή, είχε αποκτήσει ως παράσημα της «ειρηνευτικής του δράσης» μώλωπες από χτυπήματα και των δύο, που έκαναν σχεδόν τρεις μήνες να φύγουν οριστικά από το σώμα του. Εκείνη αριστερίστρια, υπέρμαχος της Ρήξης, μαχητική, συνδικαλίστρια επί πτυχίω, χρωστούσε έξι ή επτά μαθήματα, μαζί με τη διπλωματική της, και σκεφτόταν, μελλοντικά, να διδάξει ως καθηγήτρια σε γυμνάσιο της πρωτεύουσας.
Την ενοχλούσε που εκείνος διάβαζε το «Δέκα μικροί νέγροι» της Άγκαθα Κρίστι με μεγάλο ενδιαφέρον, και χιμούσε εναντίον του απροκάλυπτα:
–Μα, αστυνομική λογοτεχνία, άνθρωπέ μου… Ελαφρότητες! Πού πήγε η ταξική σου συνείδηση; Οι επιλογές σου, ανέκαθεν ήταν συντηρητικές! τον έβαζε στη θέση του.
Έδινε τόπο στην οργή και ανεχόταν στωικά την απολυτότητα της κρίσης της. Θα ερχόταν, άλλωστε, η στιγμή που θα τα έβρισκαν οι δυο τους. Πρώτα με το «Δέκα χρόνια κομμάτια» του Σαββόπουλου, ύστερα με τον Μάρκες και τέλος… στο κρεβάτι της φοιτητικής εστίας, όπου στέγαζαν τον έρωτά τους.
Κάποιο βράδυ, μέσα στην κάπνα του μαγαζιού και στις στραγγισμένες Δεμέστιχες και Μαλαματίνες, η Μαρία σκέφτηκε να σηκωθεί επί σκηνής και να τραγουδήσει. Στο εν λόγω μαγαζί, για ένα μισάωρο σχεδόν κάθε βράδυ, μπορούσε ο καθένας να πιάσει το μικρόφωνο και να παρουσιάσει το ταλέντο του στο κοινό, ερμηνεύοντας το τραγούδι της αρεσκείας του – ένα είδος διαγωνισμού ταλέντων της εποχής. Η Μαρία ερμήνευσε το «Κάνε λιγάκι υπομονή» του Τσιτσάνη. Το είπε μοναδικά, με λαγγεμένα τσακίσματα και σωστή τονικότητα στη φωνή της. Χάλασε ο κόσμος. Όρθιοι οι θαμώνες επευφημούσαν, οι παρέες ενθουσιασμένες τη χειροκροτούσαν, απαιτώντας επίμονα να πει κι άλλο τραγούδι. Εκείνη πετούσε στους επτά ουρανούς. Δεν τόλμησε να συνεχίσει. Παράτησε το μικρόφωνο και κούρνιασε δίπλα του σαν γατί.
Κόλλησε αυθόρμητα τα χείλη της στα δικά του σε ένα βαθύ φιλί, δίχως τελειωμό.
Δύο μήνες από εκείνο το βράδυ, από εκείνο το ανέλπιστο φιλί, χώρισαν. Εκείνη, ενθαρρυμένη από έναν κάπως γνωστό συνθέτη της πόλης που την πλησίασε, το ίδιο κιόλας βράδυ, στο τραπέζι τους, τάζοντάς της λαγούς με πετραχήλια, παράτησε και τη Φιλοσοφική και τη Θεσσαλονίκη και τον ίδιο. Έγινε τραγουδίστρια, αλλά ποτέ πρώτο όνομα. Βγάζει, απ’ ό,τι πληροφορείται, τα προς το ζην φυτοζωώντας, τριάντα πέντε χρόνια τώρα, σε συνοικιακά μαγαζιά της Αθήνας. Η νυχτερινή ζωή τσάκισε και τη φωνή της και την όψη της.
Περνάει συχνά από τον αριθμό 16 της οδού Φλέμινγκ. Από το 2014, στον ίδιο ακριβώς χώρο, στην ίδια ακριβώς διεύθυνση, στεγάζεται το θέατρο Τ. Ένα μικρό θεατράκι, ογδόντα περίπου θέσεων, που λειτουργεί ως κατάλυμα σε άστεγες θεατρικές ομάδες της πόλης και σε φιλοξενούμενες παραστάσεις. Θυμάται τα περασμένα. Το «Δέκα μικροί νέγροι» από τις εκδόσεις Λυχνάρι και τα «Δέκα χρόνια κομμάτια» του αγαπημένου του Νιόνιου. Το Έρωτας στα χρόνια της χολέρας του Μάρκες. Την Αριστερά, που είδε τον κόσμο «σαν έργο τέχνης», και τη Μαρία Ν., που ήθελε απεγνωσμένα, από τότε, να γίνει τραγουδίστρια. Και το δέκα το καλό, τον Γιώργο Κούδα, που αλώνιζε εκείνα τα χρόνια τα γήπεδα, αναγκάζοντας τους αντιπάλους του να επιστρατεύουν ακόμη και αθέμιτα μέσα για να ανακόψουν τις μεγαλειώδεις επελάσεις του, με την μπάλα στα πόδια. «Πώς να περνά τα βράδια της;» αναρωτιέται συχνά. «Τι να περνά αυτή τη στιγμή από τη σκέψη της; Όπου κι αν βρίσκεται, ό,τι κι αν κάνει, θα θυμάται καμιά φορά τις βραδιές μας στο “Δέκα βήματα στην άμμο” ή μήπως τα έχει διαγράψει όλα από τις κυψέλες της μνήμης της;»
Πρόσφατα, είδε το παλιό του αίσθημα, εκείνη την παλιά ιστορία, αποτυπωμένη σ’ έναν ζωγραφικό πίνακα του Πάνου Παπανάκου. Ένα έργο με τέμπερα, μικρών διαστάσεων –μόλις 17x20 cm–, με τον τίτλο: «Οι αλησμόνητοι πανηγυρισμοί της νεότητος». Ζωγραφισμένος τρία ολόκληρα χρόνια πριν από τη γνωριμία του με τη Μαρία, τον είχε καθηλώσει με τη θέρμη των χρωμάτων του αλλά και τον συμβολισμό του. Έμεινε να τον κοιτά σαν μαγεμένος στο σπίτι ενός φίλου του, συγγραφέα, όπου ήταν αναρτημένος.
–Σ’ αρέσει τόσο πολύ αυτός ο πίνακας; τον ρώτησε με νόημα ο φίλος του.
Χαμογέλασε αμήχανα. Μάσησε τα λόγια του.
–Κάτι μού θυμίζει, αλλά δεν ξέρω τι…, του ξέφυγε, αλλάζοντας όπως όπως θέμα συζήτησης, για να κρύψει την ταραχή του.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή με νουβέλες «Μποέμ και Ρικάρντο» (εκδ. Κέδρος).