
Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, η Διώνη Δημητριάδου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ώρα δεκάτη νυχτερινή
Η νύχτα γεννά θαύματα· κάπου το είχε ακούσει αυτό. Μπορεί και να ισχύει, αν και στην περίπτωσή του το θαύμα μάλλον είχε αργήσει. Αυτός περισσότερο είχε συνδέσει τη νύχτα με την απομόνωση – εδώ χαμογέλασε στη σκέψη μιας πλέον μόνιμης απομόνωσης στην οποία είχε βυθιστεί. Πώς ξεφεύγεις όμως από τα νυχτερινά μοναχικά πράγματα;
Αυτά σκεφτόταν, καθώς τράβηξε λίγο την κουρτίνα και προσπάθησε να δει καλύτερα έξω, στον δρόμο. Μισοσκόταδο· η μία λάμπα του δρόμου καμένη, η άλλη (γερή ακόμη) δεν βοηθούσε καθόλου, κόντευε άλλωστε δέκα το βράδυ, και έτσι η εικόνα ήταν λειψή. Όλο και περισσότερο νόμιζε ότι η νύχτα ερχόταν απότομα, πριν προλάβει να το σκεφτεί, πριν τακτοποιήσει τέλος πάντων το μυαλό του για το επερχόμενο έρεβος, προτού ετοιμαστεί για τις ατελείωτες, μοναχικές ώρες. Και ήταν αυτές οι ώρες αργές και βασανιστικές, όσο περισσότερο προσπαθούσε να ανασυνθέσει τις ώρες της ημέρας και να τις μετατρέψει σε μια συλλογιστική, μάταιη πολλές φορές.
Και τότε ήταν που το μυαλό του έκανε τα πιο ωραία ταξίδια, τους πιο τολμηρούς συνειρμούς, τότε ένιωθε πράγματι καλλιτέχνης, όπως εκείνοι οι παλιοί που με το ανάλογο αψέντι κατασκεύαζαν ολόκληρους κόσμους από το τίποτα. Είναι αλήθεια, θα ήθελε να γίνει δημιουργός τέλειων πλασμάτων, άλλο όμως τι ήθελε και άλλο τι μπορούσε στην ουσία να φτιάξει.
Άναψε τσιγάρο, τράβηξε την πολυθρόνα πιο κοντά στο παράθυρο, και περίμενε. Τα μάτια του έψαξαν τον χώρο χωρίς να ακουμπήσουν κάπου. Καμιά φορά χρειαζόταν να περιμένει αρκετή ώρα χωρίς να γίνει τίποτε, άλλοτε πάλι σχεδόν αμέσως συνέβαινε. Και όχι πάντα κάτι σπουδαίο και αξιοσημείωτο. Αρκεί να είναι αυτό το κάτι που θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή του, να τον κάνει να απορροφηθεί και να φτιάξει με το μυαλό του την ιστορία που έλειπε από την εικόνα. Άλλωστε αυτός δεν είναι και ο κρυφός σκοπός της εικόνας; Να δώσει το έναυσμα για σκέψη, για δημιουργία, για ποικίλα ταξίδια του μυαλού, ή στην περίπτωσή του μια ευκαιρία γραφής.
Συχνά έδινε στον εαυτό του την πολυτέλεια να απολαύσει ένα ποτήρι βότκα, άλλοτε τσίπουρο ή έστω κρασί, αν τα δυο δυνατά σπίρτα τού φαινόντουσαν πολύ βαριά για τα δεδομένα της στιγμής. Και τότε ήταν που το μυαλό του έκανε τα πιο ωραία ταξίδια, τους πιο τολμηρούς συνειρμούς, τότε ένιωθε πράγματι καλλιτέχνης, όπως εκείνοι οι παλιοί που με το ανάλογο αψέντι κατασκεύαζαν ολόκληρους κόσμους από το τίποτα. Είναι αλήθεια, θα ήθελε να γίνει δημιουργός τέλειων πλασμάτων, άλλο όμως τι ήθελε και άλλο τι μπορούσε στην ουσία να φτιάξει. Προσπάθειες που έμεναν μισές, άλλοτε πάλι ολοκλήρωνε κάτι αλλά με πολύ κόπο παραδεχόταν ότι άξιζε μια δεύτερη ματιά. Επιεικής με τον εαυτό του; Όχι δεν θα το έλεγε· μάλλον κριτής ζόρικος. Κι αυτό όχι από σεμνοτυφία ή τάχα συναίσθηση ταπεινότητας. Περισσότερο από διάθεση να ταλαιπωρήσει τον μικρό δημιουργό που έκρυβε μέσα του μέχρι να δει τα όριά του. Σε ποιο σημείο αγανακτεί, πότε αρχίζει να αμύνεται, πότε ξεκινά η ανοδική πορεία και ως πού μπορεί να φτάσει. Τα όρια είναι που προσδιορίζουν τη δράση μας, άρα τη στάση μας απέναντι σε κάθε τι. Οριοθετείς τον εαυτό σου με γνώμονα τη βασική σου αρχή, ποιος είσαι, τι προτίθεσαι να πράξεις, ως πού θα είσαι έτοιμος να προχωρήσεις ή να υποχωρήσεις αναλόγως. Όχι ότι αυτά όλα δεν αλλάζουν· πώς αλλιώς θα προχωρούσε ο κόσμος, πώς θα έπαιρνε υπόσταση η έννοια ωρίμαση; Πάντως από μια ηλικία και μετά δεν λειτουργούν πια τα άλλοθι, δεν έχεις την πολυτέλεια των πολλών αλλαγών, αρχίζεις να σταθεροποιείσαι στα ας πούμε συμβατικά πλαίσια της δομημένης προσωπικότητας. Αυτός, αλήθεια, πού βρισκόταν; Σε ποια ηλικία περασμένης αθωότητας είχε εναποθέσει τις μνήμες του;
Ανασηκώθηκε λίγο από τη θέση του για να δει καλύτερα. Η απέναντι πόρτα άνοιξε και το κορίτσι βγήκε με αργές κινήσεις στον δρόμο. Στάθηκε ακίνητο για λίγες στιγμές λες και θυμήθηκε κάτι ή σαν να ήθελε να σταθμίσει καλύτερα την επόμενη κίνηση. Γύρισε απότομα στα δεξιά και άρχισε να τρέχει μέχρι που έστριψε στη γωνία του δρόμου.
Μπερδέματα της σκέψης που πολιορκούν το μυαλό ώρα δεκάτη νυχτερινή. Ούτε καν δωδεκάτη, που είναι και πιο συχνή στις λογοτεχνικές αναφορές. Ας είναι…
Την παρατήρησε προσεκτικά σε όλη αυτή την περίεργη συμπεριφορά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που την είχε τσακώσει να κάνει παράξενα πράγματα. Θες να μην ήταν τόσο καλά στα λογικά της; Δεν είχε καταλήξει κάπου. Το μυαλό του έπαιρνε γρήγορες στροφές. Ένα σαλεμένο μυαλό ή ένα μυαλό που «ψήλωσε» στην προσπάθειά του να υψώσει τείχη απέναντι σε όποιον επιβουλευόταν την αυτονομία του; Θυμήθηκε τη «Φόνισσα» με το που σκέφτηκε το «ψήλωμα του νου». Μεγάλος ο Παπαδιαμάντης! Πόσες φορές δεν τον είχε μελετήσει (ακολουθώντας τη συμβουλή –μάλλον στάση ζωής θα έλεγε– του Ελύτη), όταν ήθελε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, να δει την πραγματική τους διάσταση, να νιώσει ότι μπορεί να αντιμετωπίσει το «κακό».
Αν είχε σκεφτεί ποτέ να της μιλήσει; Α, όχι! Προτιμούσε να παρατηρεί τον κόσμο και να δίνει τη δική του ερμηνεία σε όλα όσα περνούσαν μπροστά από το παράθυρό του. Να αντιμετωπίσει μια άλλη οπτική (ακόμη κι αν ήταν η μόνη και αληθινή) μάλλον δεν θα το άντεχε.
Μπερδέματα της σκέψης που πολιορκούν το μυαλό ώρα δεκάτη νυχτερινή. Ούτε καν δωδεκάτη, που είναι και πιο συχνή στις λογοτεχνικές αναφορές. Ας είναι… Ας αρκεστεί για σήμερα στο παράξενο κορίτσι που του έδωσε η νύχτα και ας φτιάξει γύρω της μια ιστορία υποφερτή. Νυχτερινή κι αυτή.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ο ευτυχισμένος Σίσυφος» (εκδ. ΑΩ).