
Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, η Μαρία Κουγιουμτζή.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Θυσία
Ο Αβραάμ θυσίαζε τον κόσμο για μένα. Τον θυσίαζε χωρίς να μου δείχνει το αίμα του. Με άφηνε να τον αγνοώ, όπως ένα εξημερωμένο ζώο δεν γνωρίζει την ωμότητα της ζούγκλας, το κορμί του ως φάγωμα.
Α… ο Αβραάμ… ήταν τόσο γλυκός, δεν με ετοίμαζε για καμία θυσία σε κανέναν Θεό, ούτε καν στον θεό έρωτα. Με άφηνε να αναπνέω με τον δικό μου ρυθμό, τον δικό μου αέρα. Τα πρωινά άνοιγε αθόρυβα τα παράθυρα της κρεβατοκάμαράς μου, να έρχεται μέσα το κελάηδημα των πουλιών, το παραδείσιο ξύπνημα.
Μέσα από τα κλειστά μάτια της καθημερινότητας μας, με προστάτευε από το φαρμάκι των εφημερίδων και της τηλεόρασης, από την μπόχα των ειδήσεων, και γενικά από κάθε ασχήμια. Ο Αβραάμ θυσίαζε τον κόσμο για μένα. Τον θυσίαζε χωρίς να μου δείχνει το αίμα του. Με άφηνε να τον αγνοώ, όπως ένα εξημερωμένο ζώο δεν γνωρίζει την ωμότητα της ζούγκλας, το κορμί του ως φάγωμα. Κι όλα αυτά για να μη μολυνθώ, να μείνει έστω κι ένας άνθρωπος που δεν ξέρει, δεν βλέπει τη διαρκή βεβήλωση της ύπαρξης. Να είμαι το μοναδικό ελάφι που δεν θα ανταμώσει ποτέ λέαινα. Κλεισμένη σε μια σαπουνόφουσκα έβλεπα από μακριά χωρίς να συμμετέχω.
Και τότε στο διάλειμμα μιας συναυλίας ήρθε εκείνος ο άντρας που μου φίλησε το χέρι σα να ήθελε να το δαγκώσει. Είδα στα μάτια του ένα βλέμμα το οποίο μου προκάλεσε ανεξήγητο τρόμο. Σα να βγήκαν μαστίγια από κείνα τα μάτια και αλυσίδες που με έδεναν χειροπόδαρα.
Αναγνώρισα πίσω απ’ αυτό το βλέμμα, τους παγωμένους δρόμους των ντοκιμαντέρ, τα μισόγυμνα παιδιά που ψάχνουν στα σκουπίδια, τις βομβαρδισμένες πόλεις. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα της κόλασης και ο αέρας της με πάγωσε.
Κι εκείνος, ο άλλος, το κατάλαβε. Με ακολουθούσε δέκα μέρες. Έκανα πως δεν τον έβλεπα. Μ’ άρπαξε κάποια στιγμή σε μια στροφή και μου έδωσε ένα άγριο φιλί που μου μάτωσε τα χείλη. Ξέρεις διέσχισα τη θάλασσα μισοπνιγμένος για να έρθω εδώ, είπε, και τελικά βρήκα τα ίδια σκατά. Ερχόμαστε στη ζωή από κει που κατουράμε γι' αυτό είναι όλα τόσο βρόμικα. Εσύ αυτά φαίνεται πως δεν τα γνωρίζεις. Ο πουδραρισμένος άντρας που σε συνόδευε δεν σε άφησε να μάθεις τίποτα. Είσαι ακόμα μια γυναίκα γεννημένη από τον κρίνο. Εγώ θα σε ξαναγεννήσω.
Παρόλο που έτρεμα που ήξερα πως κάτι αποτρόπαιο θα μου συμβεί, δεν έλεγα να ξεκολλήσω από πάνω του, να τρέξω να σωθώ, να φωνάξω βοήθεια.
Παρόλο που έτρεμα που ήξερα πως κάτι αποτρόπαιο θα μου συμβεί, δεν έλεγα να ξεκολλήσω από πάνω του, να τρέξω να σωθώ, να φωνάξω βοήθεια.
Τον ακολούθησα στραβοπατώντας ώσπου χωθήκαμε σ’ ένα σαραβαλιασμένο σπίτι. Στο βάθος ένα δωματιάκι με τσιμεντένιο πάτωμα κι ένα σιδερένιο κρεβάτι. Μια τσίγκινη σόμπα κι ένας άντρας όρθιος δίπλα της, μ’ ένα χρωματιστό σκούφο καπνίζει. Μόλις φτάνω ο άντρας με ρίχνει στο κρεβάτι, ανοίγει τα πόδια μου, σκίζει το φόρεμά μου και τα εσώρουχά μου, ανασηκώνει τη μέση, τους γλουτούς μου και με βίαιες κινήσεις μπαίνει μέσα μου γρήγορα και δυνατά. Όταν τελειώνει μου πετάει ένα πατσαβούρι να σκουπιστώ, πράγμα που κάνω και σηκώνοντάς το στο φως, βλέπω πως είναι ματωμένο. Τώρα με πλησιάζει ο άλλος άντρας και ασυναίσθητα τα πόδια μου μαζεύονται στην κοιλιά μου. Το χέρι του με το φαρδύ δαχτυλίδι πέφτει πάνω στο πρόσωπό μου. «Μην είσαι μαλάκας», λέει ο άλλος άντρας, «μην της στραπατσάρεις το πρόσωπο, πώς θα βγάλουμε λεφτά. Άλλωστε δεν πρόκειται ν' αντισταθεί, γι' αυτό ήρθε εδώ». Χαχανίζει. «Είναι ο Αμνός».
Πέφτει κι ο άλλος πάνω μου, με ξεσκίζει.
Με ταΐζουν βρασμένο καλαμπόκι λες και είμαι κότα. Όμως είμαι κάτω κι από κότα. Ένας απόπατος. Το στομάχι, η κοιλιά πρήζονται κι όταν οι άντρες με την κομμένη ουρά πέφτουν πάνω μου, οι κράμπες διαδέχονται η μια την άλλη, το στομάχι σφίγγεται και δίνει μπουνιές στα κόκαλα. Δίπλα μου πλέουν στο παγωμένο ποτάμι τα αλυσοδεμένα το ένα με το άλλο σώματα - πτώματα, που οι φασίστες, μου το μουρμουρίζει στ’ αυτί ο άντρας, τα έριχναν κλωτσώντας τον πρώτο που παρέσερνε τους υπόλοιπους, κάνοντας οικονομία στις σφαίρες. Αφοδεύει πάνω μου τα κόπρανα της Ιστορίας.
Φέρανε έναν νεαρό που σε δύο μέρες θα παντρευόταν. Ήμουν το δώρο του. Είχε κάτι πονηρά αγριεμένα ματάκια. Αυτά που θα έκανε σε μένα δεν έπρεπε ποτέ να γίνουν στη γυναίκα του. Ούτε απ’ αυτόν ούτε από κανέναν άλλον. Όλη τη νύχτα έχωνε στο φύλο μου τσιγάρα, δάχτυλα, φρούτα, μπουκάλια. Όταν το αίμα μου πετάχτηκε μέχρι το πρόσωπό του και οι κραυγές μου βγήκαν έξω από το σπίτι, μπήκε ο άντρας, τον ξεκόλλησε από πάνω μου και του έσπασε τα μούτρα. Ύστερα έσπασε και τα δικά μου. «Γιατί δεν φώναξες πιο πριν μωρή, νομίζεις πως περισσεύουν φράγκα για γιατρούς; Με το ζόρι βγάζεις το καλαμπόκι που τρως».
Είναι δέκα μήνες που είμαι εδώ. Έτσι υπολογίζω, αν και μου φαίνεται ολόκληρη αιωνιότητα. Οι άντρες που με παίρνουν είναι ατελείωτοι.
Το σώμα μου έχει γεμίσει πληγές, δαγκωνιές, ρουφηξιές, είναι ένα κουρέλι από σάρκες και κόκαλα, που σε λίγο δεν θα αναπνέει, θα πεταχτεί σε κανένα κανάλι να το φάνε τα σκυλιά.
Το σώμα μου έχει γεμίσει πληγές, δαγκωνιές, ρουφηξιές, είναι ένα κουρέλι από σάρκες και κόκαλα, που σε λίγο δεν θα αναπνέει, θα πεταχτεί σε κανένα κανάλι να το φάνε τα σκυλιά.
Μια φορά ένας νέος με πράσινο κασκόλ μου καθάρισε ένα μανταρίνι και έβαζε μία μία τις φέτες στο πληγωμένο στόμα μου. Τίποτα στην ζωή μου δεν είχε τόση νοστιμιά.
Δυο φορές την εβδομάδα όλο αυτό το διάστημα ερχόταν μια γυναίκα με έναν κουβά αχνιστό νερό και μου έπλενε το σώμα. Πονούσα πολύ κυρίως στα γεννητικά μου όργανα. «Είσαι γεμάτη κονδυλώματα» είπε «και ποιος ξέρει τι γίνεται παρά μέσα. Α, να… ορίστε μας, ένα κομμάτι γυαλί από μπουκάλι μπύρας. Ε… καλύτερα να πεθάνεις μια ώρα αρχύτερα, έμεινες σκέτο κόκαλο» και μου χάιδεψε τον μηρό. Ήταν το πιο τρυφερό χάδι που έλαβα.
Πρέπει να έπεσε πολύ χιόνι. Ακούω να τρίζει η μπότα του ζώου που έρχεται πάνω μου. Τρίζουν τα κόκαλά μου. Είμαι ολόκληρη ένας πάγος. Το ζώο που με βατεύει παρόλο που η ανάσα του είναι καυτή, είναι παγωμένο. Το βλέπω σα να έχω ανυψωθεί και, ενώ κρατάει ακίνητο με τα μπροστινά του πόδια το σώμα μου, εγώ βλέπω όχι μόνο τα μάτια και τα γένια του μα και το πίσω μέρος του κορμιού του με την κομμένη ουρά.
Μερικές φορές κρατώ την ουρά στα χέρια μου, την τυλίγω γύρω στον λαιμό μου.
Ακούω το ουρλιαχτό του λύκου προς το φεγγάρι που δεν μπορώ να δω. Τα σύνορα της μέρας με τη νύχτα έχουν χαθεί. Κι εκεί ανάμεσα στο ουρλιαχτό του λύκου και την κομμένη ουρά του ανθρώπου, το πρόσωπο του Αβραάμ υψώνεται σαν φεγγάρι ολόγιομο και χάνεται ψηλά.
* Η ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ είναι πεζογράφος.
Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Όλα μπορούν να συμβούν μ' ένα άγγιγμα» (εκδ. Καστανιώτη).
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ