
Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, η Βάσια Τζανακάρη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το διαμέρισμα
Να τος πάλι ο μαλάκας. Κάθε πρωί, δέκα η ώρα νταν σκάει μύτη, στρώνει πετσετούλα στο βοτσαλάκι, στρογγυλοκάθεται, φρεντοεσπρέσο, αραχτός, στηρίζεται στους αγκώνες, ατενίζει τη θάλασσα τάχαμου μελαγχολικός και σκεφτικός...
Να τος πάλι ο μαλάκας. Κάθε πρωί, δέκα η ώρα νταν σκάει μύτη, στρώνει πετσετούλα στο βοτσαλάκι, στρογγυλοκάθεται, φρεντοεσπρέσο, αραχτός, στηρίζεται στους αγκώνες, ατενίζει τη θάλασσα τάχαμου μελαγχολικός και σκεφτικός, βγάζει το κίτρινο μπλουζάκι, κάθε μέρα το ίδιο, κόρα έχει πιάσει ρε, μη μου πεις ότι το πλένεις συνέχεια ή ότι έχεις ένα σωρό ίδια, ολόκληρο εκτυφλωτικό συρτάρι ειδικά για την παραλία. Ναι ναι, βγαλ’ το, έτσι μπράβο, να δούμε την κορμάρα σου τη χτικιάρικη, την αγύμναστη, τα μαύρα σου φτερά, χα-χα, έτσι έλεγα πάντα τις τρίχες στην πλάτη σου –έχουν πάρει να γκριζάρουν– μακάρι να ‘τανε φτερά, να πετούσες μακριά από δω ή έστω να γεννούσες μυθιστορηματικούς συνειρμούς για σκοτεινούς αγγέλους και τα ρέστα. Α, έτσι, ωραία, να καίγονται και οι πατούσες σου στα βότσαλα, άουτς-άουτς, σε πονάνε και λίγο, ε, να πάρεις από εκείνα τα πλαστικά παπουτσάκια που φοράνε οι κωλόγεροι, το ψήνεις, ε, αλλά θες να το παίζεις και ιστορία, πού πας ρε καραμήτρο με το πλαστικό παπουτσάκι, καλύτερα να πονάς, δεν πειράζει, αντέχεις εσύ. Κρυώνεις: βρέχεις κοιλιά, μέση, πλάτη, στήθος, έτοιμος για τη βουτιά σου, μακροβούτι με τη μία – να ‘χει, λέει, αναδυθεί ξαφνικά ένας βράχος απ’ τα έγκατα της θάλασσας και να μην το ‘χεις πάρει χαμπάρι και να κουτουλήσεις και να μείνεις σέκος εκεί μες στο νερό, αλλά όχι, να σε, επιστρέφεις, ύπτιος και χαλαρός, ξεκουράζεσαι, πολλή κούραση αδερφάκι μου το μακροβούτι, ε, ούτε αγρότης που σκάβει στο λιοπύρι, ούτε μπογιατζής ώρες στις σκαλωσιές, ούτε μάνα που μεγαλώνει μόνη παιδί, έτσι, μπράβο, ξεκουράσου, βρε μαλάκα, που σε τρώω στη μάπα κάθε μέρα, θα μου πεις κι εγώ τι θέλω και κάθομαι στο μπαλκόνι, ε, ένα πράμα της προκοπής έχουμε κι εμείς, το διαμέρισμα μπροστά στη θάλασσα, μέσα είμαστε ο ένας παν’ στον άλλον, μάνα-γιαγιά-παππούς-εγώ, αλλά έξω κάθεσαι κι ανοίγει η ψυχή σου, όνειρο σου λέω, με εξαίρεση αυτό το δέκα-έντεκα που μας κουβαλιέσαι, μια ώρα είναι θα μου πεις, αλλά έρχεσαι κάθε μέρα ρε, θες να μου γαμάς την κάθε μου μέρα, τρακόσα χιλιόμετρα παραλία έχει, όλη για την πάρτη σου, αλλά όχι, εσύ πρέπει να κάνεις το μπάνιο σου εδώ, κάτω από τα ψωραλέα αρμυρίκια μας, και σαν να μην έφτανε αυτό έρχεσαι και τον χειμώνα με το παλτό σου και το παίζεις βασανισμένος αγναντεύων και καπνίζεις δυο τσιγάρα απανωτά κι ύστερα μπαίνεις στην αμαξάρα σου και φεύγεις, δε γαμιέσαι κι εσύ κι η αμαξάρα σου, εγώ κι η μάνα πάμε με το Σκόντα του παππού και μια χαρά είμαστε, τώρα που έβγαλα και δίπλωμα, ποιος με πιάνει, τι νομίζεις, η ζωή προχωράει κι εγώ δεν τη φοβάμαι, όχι σαν κι εσένα που κιότεψες – φοβητσιάρης, δειλός, άτολμος, αθάρρευτος, αψύχωτος, άνοιξα το λεξικό για να ‘χω λόγια να σου πω όταν κάποτε μιλήσουμε. Σε λίγες μέρες φεύγω, θα οργώσω τη χώρα με το Σκόντα, μα όπου κι αν είμαι θα τηλεφωνάω στη μάνα, γιατί μ’ αγαπάει πιο πολύ κι απ’ τη ζωή της και δεν θέλω να περνάει λαχτάρα, έννοια σου πάντως, πριν ξεκινήσω θα σ’ το πω, όλα θα σ’ τα πω, όλα τα επίθετα που ‘χω μαζέψει για σένα μα πρώτα-πρώτα θα σε ρωτήσω: γιατί, ρε γαμημένε, δέκα χρόνια τώρα που παράτησες τη μάνα, ακόμα κάνεις το μπάνιο σου εδώ, τρακόσα χιλιόμετρα παραλία, όλη για την πάρτη σου.
* Η ΒΑΣΙΑ ΤΖΑΝΑΚΑΡΗ είναι πεζογράφος και μεταφράστρια.
Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα» (εκδ. Μεταίχμιο).