
Για την παράσταση «Υπηρέτης δύο Αφεντάδων» του Γκολντόνι, σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο Άλφα.
Του Νίκου Ξένιου
Το να ανεβάζεις ένα δημοφιλές και πολυπαιγμένο έργο του Γκολντόνι αυτοσχεδιάζοντας στη φόρμα της Commedia dell’ Arte είναι ριψοκίνδυνη υπόθεση. Στο θέατρο «Άλφα», ο Κώστας Γάκης παρουσιάζει με την ομάδα του μια κωμική σκηνική σύνθεση διατηρώντας –κακώς, κατά την άποψή μου– τον τίτλο του πρωτότυπου έργου Υπηρέτης δύο αφεντάδων, αλλά στην ουσία γράφοντας ένα πολύ ενδιαφέρον καινούργιο έργο και σκηνοθετώντας μιαν αξιόλογη παράσταση.
Χαρακτήρες βασισμένοι στον Γκολντόνι
Στη βάση αυτού του δεδομένου ελευθεριότητας ως προς το κείμενο, υπηρετώντας την ομαδική δημιουργία του μπουλουκιού και επιστρατεύοντας σύγχρονη θεατρική σκευή και εκτός χρόνου και κειμένου σχόλια, [...] ο Κώστας Γάκης επανασυγγράφει μιαν επιθεωρησιακή εκδοχή του Υπηρέτη δύο αφεντάδων.
Στην κλασική παράδοση της Commedia, ο κάθε ηθοποιός μελετούσε σε όλη του την καριέρα ένα και μόνο χαρακτήρα, φορώντας τη μάσκα του χαρακτήρα αυτού και εμπλουτίζοντάς τον κάθε φορά με νέες σκηνικές εμπειρίες μέχρι να τον τελειοποιήσει. Έτσι χρησιμοποιούσε ένα βασικό καμβά υπόθεσης, το περίφημο «canovaccio», και βάσει αυτού αυτοσχεδίαζε σε κωμικές θεατρικές πράξεις που λέγονταν «lazzi». Στη βάση αυτού του δεδομένου ελευθεριότητας ως προς το κείμενο, υπηρετώντας την ομαδική δημιουργία του μπουλουκιού και επιστρατεύοντας σύγχρονη θεατρική σκευή και εκτός χρόνου και κειμένου σχόλια, τέλος αξιοποιώντας τις αλλεπάλληλες στρώσεις της βυσσινί κουρτίνας στη σύλληψη της Μικαέλας Λιακατά ώστε να παραστήσει το «θέατρο μέσα στο θέατρο» με λιτό τρόπο, ο Κώστας Γάκης επανασυγγράφει μιαν επιθεωρησιακή εκδοχή του Υπηρέτη δύο αφεντάδων.
Επινοεί, λοιπόν, με έξυπνο τρόπο τον καρικατουρίστικο χαρακτήρα μιας κακιάς βασίλισσας, που υποτάσσει βίαια τον θίασο των υπηκόων της και απαιτεί απ’ αυτόν να διασκεδάσει την αφόρητη πλήξη της «παίζοντας θέατρο». Έτσι, ένας δύσκολος στόχος τίθεται για τους ηθοποιούς: πέραν του διττού χαρακτήρα της μάσκας που «μπαίνει και βγαίνει», στην παράσταση προστίθεται και το εξωκειμενικό στοιχείο της επινοημένης επανάστασης κάποιων «υποταγμένων» ενάντια σε κάποια «βασίλισσα Τέχνη», που θα μπορούσε κάλλιστα να εκληφθεί και ως «βασίλισσα Εξουσία» και ως σεξουαλικό φετίχ, υπό τον υποτιμητικό τίτλο «Η νυφίτσα» και με τα γνωρίσματα είτε μιας σεξουαλικής mistress σαδομαζοχιστικά αισθησιακής που χρησιμοποιεί το ξυλόφωνο ως μαστίγιο «εισόδου και εξόδου» στη θεατρική σύμβαση, είτε μιας «ρέπλικας», ενός ρομπότ μεταπυρηνικής εποχής του οποίου οι αρμοί τρίζουν μαζί με τον θρόνο του. Οι ηθοποιοί, εκτός από τους διπλούς τους ρόλους, πρέπει να υποδυθούν και τον ίδιο τον ρόλο του ηθοποιού. Και, μάλιστα, του ηθοποιού που ανθίσταται στην τυραννία του κειμένου και πριονίζουν τα θεμέλια της παντοδυναμίας του. Ενός υπηρέτη, δηλαδή, που έχει να τα βάλει με πολλούς «αφεντάδες».
Ο Γκολντόνι ενσωματώνει τις συμβάσεις της Commedia dell’ Arte στο πνεύμα της εποχής του, δανειζόμενος το θέμα του έργου από ένα «σενάριο», που ανέβηκε στη σκηνή του Παρισιού το 1718 από τον Λουίτζι Ρικομπόνι και τον θίασο του «Ιταλικού Θεάτρου»: ο Τρουφαλντίνο του Γκολντόνι Αντόνιο Σάκι αφέθηκε σε εκτενείς αυτοσχεδιασμούς, βάσει των οποίων ξαναγράφτηκε το έργο. Οι κλασικοί τύποι της Commedia (ο Πανταλόνε, ο φιλοχρήματος Ντοτόρε, οι Τζάνι: οι λάγνοι και πειναλέοι υπηρέτες που όμως ερωτεύονται κιόλας ως innamorati, η σουμπρέτα και ο Αρλεκίνο/Τρουφαλντίνο με τη διονυσιακή/σατυρική υπόσταση, αντλημένοι από τα λατινικά ατελανικά έργα, κ.ο.κ). Η innamorata Μπεατρίτσε συναντά τον Φλορίντο τυχαία και αποφασίζει να δραπετεύσει μαζί του στο Τορίνο. Στο τέλος όλοι καταλήγουν σε ευτυχισμένους γάμους. Ο Φλορίντο ζητά την άδεια από τον Πανταλόνε να παντρέψει τον υπηρέτη του Τρουφαλντίνο με την υπηρέτρια της Κλαρίτσε, τη Σμεραλντίνα, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί π διπλή ιδιότητα του Αρλεκίνου/Τρουφαλντίνο.
Άτοπος και άχρονος χωροχρόνος
Μεταμφιέζοντας τους χαρακτήρες του, παίζοντας ανάμεσα στις ιδιότητες και τους κοινωνικούς ρόλους του υπηρέτη και του κυρίου, του ζωντανού και του νεκρού, του άντρα και της γυναίκας, ο Γκολντόνι οραματίζεται έναν τόπο όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν, μακριά από τις συμβάσεις και την αστική υποκρισία της «δικής του» Βενετίας.
Το κλασικό έργο ξεκινά στο σπίτι του Πανταλόνε στη Βενετία, όπου εορτάζονται οι αρραβώνες της Κλαρίτσε, της κόρης του Πανταλόνε, με τον Σύλβιο, τον γιο του «ντοτόρε» Λομπάρντι. Καθώς υπογράφονται τα συμφωνητικά του γάμου, στη σκηνή μπαίνει ο υπηρέτης Τρουφαλντίνο, για να ανακοινώσει την άφιξη του αφεντικού του, του Φεντερίκο Ρασπόνι από το Τορίνο, που όλοι πίστευαν πως είχε σκοτωθεί σε μια μονομαχία με τον Φλορίντο, τον εραστή της αδελφής του Μπεατρίτσε. Το πρόβλημα αρχίζει από το γεγονός ότι ο Πανταλόνε είχε υποσχεθεί το χέρι της κόρης του στον Φεντερίκο. Η αλήθεια, όμως, είναι πως ο υποτιθέμενος «Φεντερίκο» δεν είναι παρά η αδελφή του, η Μπεατρίτσε, μεταμφιεσμένη σε Φεντερίκο. Μεταμφιέζοντας τους χαρακτήρες του, παίζοντας ανάμεσα στις ιδιότητες και τους κοινωνικούς ρόλους του υπηρέτη και του κυρίου, του ζωντανού και του νεκρού, του άντρα και της γυναίκας, ο Γκολντόνι οραματίζεται έναν τόπο όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν, μακριά από τις συμβάσεις και την αστική υποκρισία της «δικής του» Βενετίας.
Αυτό που κυρίως διακυβεύεται στο έργο αυτό είναι το status: η κοινωνική υπόσταση και τα προσωπεία που αυτή επισωρεύει, αλλά και οι βίαιες και «ασεβείς» χειρονομίες του υπηρέτη προς τους εκπροσώπους της κυρίαρχης τάξης, είναι τα κύρια κωμικά στοιχεία δομής στο συναρπαστικό αυτό είδος θεάτρου, που αξιοπoίησε τα διδάγματα της Commedia και του μολιερικού θεάτρου ώστε να δυναμιτίσει τις ταξικές διαφορές και να υπονομεύσει τον αυταρχισμό της βενετσιάνικης εξουσίας. Ο Αρλεκίνος, συμβολικός χαρακτήρας της Commedia, είναι ο καταφερτζής και αχόρταγος υπηρέτης που τροφοδοτεί το κλασικό γκολντονικό θέατρο με ενέργεια και ουσία, ανατρέποντας τους κώδικες της προσδοκώμενης συμπεριφοράς. Ο Τρουφαλντίνο δεν είναι ούτε πιστός, ούτε πειθήνιος. Η Σμεραλντίνα συναναστρέφεται χαρακτήρες κατώτερης κοινωνικής τάξης. Τα πάντα έχουν ένα πυρήνα εκρηκτικό, ανατρεπτικό.
Ο Φλορίντο προσεγγίζει τον Τρουφαλντίνο και του προτείνει να γίνει υπηρέτης του, δηλαδή υπηρέτης ενός δεύτερου αφέντη, και ο Τρουφαλντίνο δέχεται, ούτως ώστε να διπλασιάσει τον μισθό του. Από τη λοκάντα του Μπριγκέλα ο Φλορίντο στέλνει τον Τρουφαλντίνο να ελέγξει την αλληλογραφία του, ενώ παράλληλα η Μπεατρίτσε (μεταμφιεσμένη σε Φεντερίκο), τον στέλνει να ελέγξει τη δική της αλληλογραφία. Ο Τρουφαλντίνο μπερδεύει τις δυο επιστολές και δίνει στον έναν την αλληλογραφία του άλλου. Η διάσταση ανάμεσα σε αυτά που λένε οι χαρακτήρες και στα πραγματικά τους συναισθήματα, η αποκάλυψη των προθέσεών τους πίσω από τη μάσκα, που αντιτίθεται στην «επί σκηνής» ταυτότητα και συμπεριφορά τους, οι «δεύτερες» σκέψεις τους, τα τεχνάσματά τους που γίνονται εκμυστήρευση προς το κοινό ως κρυφή, «πλάγια» απεύθυνση, ακόμη και τα κωμικά επεισόδια (όπως το γεγονός ότι το ανοιγμένο γράμμα ξανασφραγίζεται με μασημένο ψωμί), όλα υπηρετούν τη θεατρική σύμβαση του Γκολντόνι, που πρόθεσή της έχει την ανελέητη κοινωνική κριτική.
Αυτοσχεδιασμός που ακροβατεί
Ο Γιάννης Δρακόπουλος, ο Χρήστος Ευθυμίου, ο Γιώργος Κοψιδάς, o Σταύρος Λιλικάκης, η Λήδα Μανιατάκου και η Αθηνά Μουστάκα συνεργάζονται άψογα, πλαισιώνοντας κάποιες ερμηνείες που ξεχωρίζουν: τους χαμηλούς, αυτοσαρκαστικούς τόνους του Κωνσταντίνου Μπιμπή, που στον ρόλο του «πειναλέου», παμφάγου και αναίσχυντου αμοραλιστή Τρουφαλντίνο σχεδιάζει ένα δικό του καμβά, οριακά αυθαίρετο και με άφθονες σκηνικές παρεκβάσεις, που ωστόσο κατακτά το κοινό και γοητεύει. Θα προέκρινα τους εφευρετικούς, σκαμπρόζικους τόνους του Άκη Φιλιού, που κρατά αμείωτη την ενέργειά του και ρυθμίζει αθέατος τη μουσική διευθέτηση των σκηνών, καθώς και τη λαμπερή παρουσία και την όμορφη φωνή της Κατερίνας Παπουτσάκη.
Θεωρημένη με αυστηρά κριτήρια, η παράσταση φλερτάρει πάντα με την ελευθερία ενός αυτόκλητου ερασιτεχνισμού, ακριβώς επειδή επιτρέπει στους ηθοποιούς να ολισθήσουν πάνω από το κείμενο σε απολαυστικές εκφραστικές φόρμες εφηβικού ή λαϊκού θεάτρου, απαλλαγμένου από τη σοβαροφάνεια και τον περφεκσιονισμό.
Μπαίνοντας και βγαίνοντας από τη σύμβαση του ρόλου τους, οι άξιοι ηθοποιοί της ομάδας «Άλφα/Ιδέα» του Κώστα Γάκη συνδιαλλάσσουν το σύγχρονο σχόλιο και το καθημερινό, επιθεωρησιακό χιούμορ με το θεατρικό εφαλτήριο του Γκολντόνι για να παραγάγουν ομαδικά ένα νέο είδος σκηνικής σύνθεσης που διακρίνεται για την ελαστικότητα ως προς το κείμενο και την ευρηματικότητά της. Στα θετικά της παράστασης προσγράφεται η «σφιχτή» ομαδική δουλειά, το κέφι και η αυτοσχεδιαστική ευφυία των ηθοποιών που διαμορφώνουν, στη διάρκεια των προβών, μια εκ νέου συγκροτημένη δομή. Τα ιδιώματα του Τορίνο και του Πέργκαμο αντικαθίσταναι από «βλάχικα» Ελληνικά της Στερεάς και αμιγή κρητική διάλεκτο μαντινάδας. Ο σωματικός εκφραστικός κώδικας της παράστασης, με τις ατάκες και τα επινοημένα σχόλια, οδηγούν σε ένα είδος μετεξέλιξης της επιθεώρησης, δεδομένου και του αδιάλειπτου μουσικού καμβά που τη διατρέχει.
Θεωρημένη με αυστηρά κριτήρια, η παράσταση φλερτάρει πάντα με την ελευθερία ενός αυτόκλητου ερασιτεχνισμού, ακριβώς επειδή επιτρέπει στους ηθοποιούς να ολισθήσουν πάνω από το κείμενο σε απολαυστικές εκφραστικές φόρμες εφηβικού ή λαϊκού θεάτρου, απαλλαγμένου από τη σοβαροφάνεια και τον περφεκσιονισμό. Αν πάλι την προσεγγίσεις με το «αθώο» μάτι του θεατή που περνά καλά και απολαμβάνει το χιούμορ, τις μπουφόνικες εκδοχές της φάρσας και τη φρεσκάδα του νεανικού δημιουργήματος, η παράσταση υπηρετεί άψογα, θα μπορούσε να πει κανείς, το τόσο αξιόλογο είδος της κωμωδίας μπουλουκιού, ιδιαίτερα στις έντονα πολιτικοποιημένες σκηνές, όπου επιστρατεύονται διδάγματα του θεάτρου σκιών, των ταινιών του Σαρλώ, της επιθεώρησης, της αριστοφανικής κωμωδίας και του (υποτίθεται «ξεπερασμένου», σύμφωνα με το σαρκαστικό σχόλιο του κειμένου) σωματικού θεάτρου: αυτοϋπονομευόμενη, η παράσταση του Κώστα Γάκη ασκεί έντονη κριτική και, πέραν των ισχυρών της πολιτικής σκηνής, αντιπολιτεύεται ξεκάθαρα τον ίδιο τον αυταρχικό χαρακτήρα του επίσημου, ακαδημαϊκού θεάτρου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Info
«Υπηρέτης δύο Αφεντάδων»
Κωμωδία του Κάρλο Γκολντόνι
Σκηνοθεσία: Κώστας Γάκης
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές
Δραματουργική επεξεργασία: Ομάδα Ιδέα
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Σκηνικά: Μικαέλα Λιακατά
Φωτισμοι: Χριστίνα Θανάσουλα
Μουσική: Κώστας Γάκης, Λήδα Mανιατάκου, Άκης Φιλιός
Ερμηνεύουν:
Δρακόπουλος Γιάννης, Ευθυμίου Χρήστος, Κοψιδάς Γιώργος, Λιλικάκης Σταύρος, Μανιατάκου Λήδα, Μουστάκα Αθηνά, Μπιμπής Κωνσταντίνος, Παπουτσάκη Κατερίνα, Φιλιός Άκης.