
Για την παράσταση «Μήδεια - Μηδέν στο κόκκινο», σε σκηνοθεσία της Σοφίας Διονυσοπούλου, η οποία παρουσιάζεται στο θέατρο Φούρνος.
Του Νίκου Ξένιου
Ο μονόλογος Μήδεια∙ μηδέν στο κόκκινο στο θέατρο «Φούρνος» σε σκηνοθεσία της συγγραφέως Σοφίας Διονυσοπούλου και με πρωταγωνίστρια τη Δέσποινα Σαραφείδου ήταν μια εξαιρετική παράσταση. Με μαντικές ικανότητες, η μια φωνή, της εσωτερικής Μήδειας, υπαγορεύει τον Φόνο στην άλλη, τη φωνή της γήινης και σαρκικής εκδοχής της: ο Φόνος παρίσταται ως πράξη ιερότητας, ως ιερουργία ή τελετουργική θυσία, ενώ ο σχεδόν έμμετρος λόγος της κυρίας Διονυσοπούλου υποκαθιστά τον ρόλο της μουσικής και χορογραφείται θαυμάσια από τη Δέσποινα Σαραφείδου.
Πρόσωπο ή σύμβολο;
Η Μήδεια της κυρίας Διονυσοπούλου απειλείται, είναι ένα πλάσμα διωκόμενο, αλλότριο, αποξενωμένο από τα γνωρίσματα της ανθρωπινότητας.
Δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τον τραυματισμένο ψυχισμό της Μήδειας, ωστόσο η προσέγγιση αυτής της θεατρικής περσόνας σπανίως γίνεται με γνώμονα την ψυχολογίζουσα προσέγγιση του νεώτερου θεάτρου. Η Μήδεια πλέον είναι σύμβολο, αλληγορία, φιγούρα αρχετυπικών διαστάσεων. Ταυτόχρονα μητρική και αιμοσταγής, διχάζεται ανάμεσα στην ιερατική επισημότητα της παιδοκτόνου και το μητρικό φίλτρο, ανάμεσα στη βαρύτητα της γαλαζοαίματης και την παραζάλη της ερωτικά απατημένης. Η Μήδεια της κυρίας Διονυσοπούλου απειλείται, είναι ένα πλάσμα διωκόμενο, αλλότριο, αποξενωμένο από τα γνωρίσματα της ανθρωπινότητας. Η εκδικητική της φιγούρα δεσπόζει μοναχική πάνω στη σκηνή καθώς δεν παριστά μόνο το ευριπίδειο έργο, αλλά ανακαλεί και τη Μήδεια του Σενέκα, του Corneille, του Jean Anouilh και το «Υλικό Μήδειας» του Heiner Müller, κρατώντας στη μνήμη και στα χέρια της τον διαμελισμένο αδελφό και την εγκαταλελειμμένη πατρίδα. Η επιβίβασή της στην Αργώ διαγράφει την προσωπικότητά της εξ απαλών ονύχων: «Κάποτε έτρεχα με ξέπλεκα μαλλιά/στους λόφους που κυμάτιζαν σαν στεριανά πελάγη».
Το καράβι του Ιάσονα σηματοδοτεί την αποκοπή της από τον ομφάλιο λώρο της μυστικιστικής Ανατολής και τη βίαιη προσαγωγή της στο ελληνικό πολιτιστικό σκηνικό: «ἡμάρτανον τόθ΄ ἡνίκ΄ ἐξελίμπανον δόμους πατρῴους͵ ἀνδρὸς Ἕλληνος λόγοις πεισθεῖσα» (στ. 800), όπου θα μετατραπεί σε θεραπαινίδα του Ιάσονα, θα γίνει το αποθησαύρισμα/λάφυρο του κατακτητή και ως «δάμαρ» θα γνωρίσει τον εξευτελιστικό παραγκωνισμό από τη νέα ερωμένη, τη Γλαύκη. Αντίστοιχα, η Γλαύκη στο κείμενο υφίσταται τη φριχτή μαγεία της απατημένης Μήδειας ως «Βάκχα του Άδη» που αναλώνεται άκλαυτη, ανυμέναιη, περιβεβλημένη την καθαρτική φωτιά ενός δηλητηριασμένου νυφικού δώρου. Από το κείμενο της ευριπίδειας τραγωδίας συνάγεται η κατάσταση πένθους της Μήδειας («κεῖται δ΄ ἄσιτος͵ σῶμ΄ ὑφεῖσ΄ ἀλγηδόσι», στ. 25), ενώ η ματιά της εστιάζει στα παιδιά της («στυγεῖ δὲ παῖδας», στ. 35), που θα τα σφάξει αποφασιστικά: «ἄγ΄͵ ὦ τάλαινα χεὶρ ἐμή͵ λαβὲ ξίφος͵ λάβ΄͵ ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου» (στ. 1245-1250). Η εμφαντική εκφώνηση κάποιων γεωργιανών λέξεων εντείνει την αίσθηση της ανατολίτικης ιεροτελεστίας. Στο υποβλητικό αποτέλεσμα συμβάλλουν, ακόμη, η επιστράτευση της κούνιας και της μεγεθυμένης σκιάς της στον τοίχο, καθώς και η εξαιρετική χρήση του σκηνικού φωτός (Παναγιώτης Μανούσης).
Διωκόμενη ή φορέας αυτοδικίας;
Εμπνευσμένη από ένα συνδυασμό μύθων που προϋπήρχαν του Ευριπίδη και όχι από τον ίδιο τον Ευριπίδη, η Μήδεια της κυρίας Διονυσοπούλου εισηγείται τον «καθαρτικό», λυτρωτικό ρόλο του Φόνου, σε αντίθεση με το έγκλημα της παιδοκτονίας, που συνιστά διαπολιτισμικό ταμπού.
Μάγισσα της κοντινής Κολχίδας, ισόθεη βασιλοπούλα που έχει μεταναστεύσει, που την υποδέχονται με βασιλική επισημότητα και τη θεοποιούν, κατόπιν όμως την υποβιβάζουν, την περιφρονούν, την αποκαλούν η «αλλόκοτη ξένη», μέχρι που στο τέλος την εξορίζουν, κι αυτήν και τα παιδιά της. Εμπνευσμένη από ένα συνδυασμό μύθων που προϋπήρχαν του Ευριπίδη και όχι από τον ίδιο τον Ευριπίδη, η Μήδεια της κυρίας Διονυσοπούλου εισηγείται τον «καθαρτικό», λυτρωτικό ρόλο του Φόνου, σε αντίθεση με το έγκλημα της παιδοκτονίας, που συνιστά διαπολιτισμικό ταμπού. Τα παιδιά της θα θυσιαστούν στον βωμό της Ήρας, είτε για να κατακτήσουν την αθανασία, είτε γιατί είναι σπόρος του Κακού που πρέπει να ξερρριζωθεί («ἐσῆλθέ μ’ οἷκτος εἰ γενήσεται τάδε») γιατί η Μήδεια προβλέπει το μέλλον:
Πιστή στο ποιητικό θέατρο και τον ρυθμό, η γλώσσα της Διονυσοπούλου οικοδομεί ένα νατουραλιστικό σύμπαν λυρισμού και σκληρότητας, τρυφερότητας και πάθους, μεταφυσικής και γήινου ερωτισμού. Η Μήδειά της βιώνει με σωματική ένταση την υπέρβαση και τη λαγνεία συνοψισμένες στο συναίσθημα της δημιουργικής ζήλειας, στρέφεται ως σούφι σε ρυθμούς κοσμογονίας διαγράφοντας ένα κόκκινο κύκλο στο έδαφος και αποζητώντας την «τίσιν» για τον Όρκο που παρέβη ο παγκάκιστος, «μονοσάνδαλος» Ιάσονας. Ο απροκάλυπτος, συγκλονιστικός και προδομένος ερωτισμός της θα συνθλίψει το ευτελές Αρσενικό και τον καρπό της αποτροπαϊκής ένωσης μαζί του, καταργώντας την ελληνικού τύπου τυραννία και επαγγελλόμενος την επικράτεια ενός θηλυκρατούς Δικαίου μιας Εκάτης ή μιας αρχαϊκής Ερινύας. Το ανορθόλογο στοιχείο που κομίζει είναι εύκολα παρερμηνεύσιμο, καθώς την ενθρονίζει στο πάνθεον των αιμοδιψών ηρωίδων, των καταραμένων ψυχών, των πλανώμενων φοβήτρων και της προσδίδει δαιμονικό μέγεθος, επισείοντας μια μόνιμη απειλή στη διάρκεια της παράστασης.
Βαμμένη την πορφύρα του αίματος
Σε όμορφα Ελληνικά, το κείμενο αυτό δίνει τη δυνατότητα στο αδρό, μεσογειακό πρόσωπο της Δέσποινας Σαραφείδου να κινηθεί σε μιαν ευρύτατη γκάμα εκφράσεων, να διατρέξει ολόκληρη την κλίμακα των συναισθημάτων και να εντυπωσιάσει με τον έλεγχο των μέσων της, εκτυλίσσοντας μιαν άρτια τοπιογραφία συμβόλων και παραδηλώσεων.
Η κόκκινη Μήδεια της κυρίας Διονυσοπούλου δεν είναι «μιαιφόνος», αλλά ιέρεια της θεότητας, εγγύτερη στις γενεσιουργές του σύμπαντος δυνάμεις, μητριστική και κυριαρχική, οριακή φιγούρα που σχεδόν ταυτίζεται με τη φυσική τάξη πραγμάτων, ομνύει στις δυνάμεις του φωτός καταβυθιζόμενη στα σκοτεινά τενάγη του καθοσιωμένου εγκλήματος, στο βασίλειο του ενστίκτου, της ενόρασης και της προφητείας, ώστε από αυτό το «πηγάδι» (όπως θα ’λεγε ο Χειμωνάς) να κατευθύνονται οι μεγαλειώδεις και τρομακτικές της ενέργειες. Δηλώνει ως κίνητρο ένα ψυχισμό «κρείσσονα τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, ὅσπερ μεγίστων αἲτιος κακῶν βροτοῖς» (Ευριπίδη Μήδεια, στ. 1079-1080). Στον συγκρουσιακού χαρακτήρα εσωτερικό της μονόλογο βασίζεται αυτή η δωρική παράσταση, όπου την πρωτοκαθεδρία κρατά ο λόγος και όπου κάθε κίνηση υπηρετεί το νοηματικό εύρος της κάθε μεμονωμένης λέξης. Κινούμενη από τον γεωγραφικό χώρο της Κολχίδας έως την Ελλάδα, η εγγονή του Ήλιου εμφανίζεται ενδεδυμένη την άψογη σκελετική στολή των Alexander Collections, σε δύο χρωματικές ποιότητες: το κόκκινο και το κίτρινο αντιστοιχούν σε δυο διαφορετικές υποστάσεις, της Γυναίκας-Μήδειας αφενός και της Βασίλισσας-Μήδειας αφετέρου. Ένα λίκνο παρουσιάζεται ταυτόχρονα και ως ειρκτή, δυο αρβύλες συμβολίζουν τα δυο της παιδιά που θα σφαγούν για να γλιτώσουν, η παιδοκτόνος φέρει κόκκινο μπούστο και κρατά λωρίδες κόκκινου αίματος ως άλλη Θεά των Όφεων του μινωϊκού πολιτισμού.
Σε όμορφα Ελληνικά, το κείμενο αυτό δίνει τη δυνατότητα στο αδρό, μεσογειακό πρόσωπο της Δέσποινας Σαραφείδου να κινηθεί σε μιαν ευρύτατη γκάμα εκφράσεων, να διατρέξει ολόκληρη την κλίμακα των συναισθημάτων και να εντυπωσιάσει με τον έλεγχο των μέσων της, εκτυλίσσοντας μιαν άρτια τοπιογραφία συμβόλων και παραδηλώσεων. Η ηρωίδα υποδύεται την υποταγμένη και γρήγορα ανασύρει το τέχνασμα και την πανουργία από την παρακαταθήκη μιας μαγείας αιώνων για να πάρει το αίμα της πίσω. Ως ανδρόγυνη θεότητα, η ευριπίδεια Μήδεια προαγγέλλει την επικράτηση της αρχαϊκής δύναμης στα εγκόσμια που θα καταγραφεί στις «Βάκχες» και αποθεώνεται βαρβαρικώ τω τρόπω. Ο Ιάσονας μάταια θα ψάξει τους απογόνους του: «λαθοῦ βραχεῖας ἡμέραν παίδων σέθεν, κἂπειτα θρήνει» (στ. 1240-1245), του λέει η άτεγκτη παιδοκτόνος.
Κάθε εκδοχή του προσώπου αυτού από τον Ευριπίδη και μετά διατηρεί ένα μέρος της αρχικής του ουσίας, που υπερβαίνει το ανεπεξέργαστο θυμικό μιας ψυχωτικής δολοφόνου για να ενταχθεί στο τελεστικό είδος: έτσι, στο τέλος του κειμένου της κυρίας Διονυσοπούλου, η Μήδεια απεκδύεται της ιερατικής της ενδυμασίας και λύνει τα μαλλιά της, για να μετατραπεί σε ένα σπαραγμένο ον που θα επικαλεσθεί τον πρόγονό της Ήλιο και θα λουστεί στο χλωμό φως του αποκαθιστώντας μια συμπαντική δικαιοσύνη: αυτή, η ηφαιστειογενής θεά της γονιμότητας, η Γοργώ, η στέρφα ηρωίδα του Λόρκα, η «ενσάρκωση του Μαύρου Έρωτα» του Γιαν Κοτ, η γεωργιανή χορεύτρια, η ασιάτισσα μάνα, η ψυχή φευγάτη σαν πεταλούδα, η Μαρία Κάλλας του Κερουμπίνι και του Παζολίνι, αλλά και η ευδαίμων άπατρις, η κατατρεγμένη μετανάστις που θέλει να ανακτήσει τη χαμένη της πατρίδα και ταυτότητα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.