
Για την παράσταση του Robert Lepage «887», η οποία παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση μέχρι και τις 27 Οκτωβρίου.
Του Νίκου Ξένιου
Η «σόλο» περφόρμανς του Ρομπέρ Λεπάζ «887» στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση είναι μια ιδιαίτερα νοσταλγική παράσταση. Τα παιδικά χρόνια του φιλελεύθερου αυτού πεσσιμιστή, στη δεκαετία του ’60 στο Κεμπέκ, δίνουν το έναυσμα για μια δίωρη παράσταση «ενός ανδρός» χωρίς διάλειμμα, όπου το αυτοβιογραφικό στοιχείο, σε ένα μείγμα ποίησης και πρόζας, ανιχνεύει τη συλλογική μνήμη, βασίζεται σε αυτήν και συνδέει τις προσωπικές μικροϊστορίες με τη δημόσια Ιστορία. Εξέχοντα μέλη της θεατρικής ομάδας του Λεπάζ, της Ex Machina, είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής Στηβ Μπλάνσετ, ο σχεδιαστής φωτισμού Λωράν Ρουτιέ, ο σχεδιαστής εικόνας Φελίξ Φραντέ-Φαγκί και ο συνθέτης Ζαν Σεμπαστιέν Κοτέ.
Αυτονομιστές γαλλόφωνοι και παραδοσιακοί αγγλόφωνοι
Το 2010 ο Λεπάζ επρόκειτο να απαγγείλει το πολιτικό ποίημα «Speak White» της Μισέλ Λαλόντ, για τον εορτασμό των σαράντα χρόνων της «Νύχτας ποίησης» του Μόντρεαλ. Στη μάταιη προσπάθειά του να απομνημονεύσει τους στίχους, ο δημιουργός άρχισε να συνειδητοποιεί πως γερνούσε, και αυτό τον παρέπεμψε στο παρελθόν του, τότε που ήταν ο γιος μιας εργατικής οικογένειας που έζησε από το 1960 έως το 1970 σε ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας στο νούμερο 887 της λεωφόρου Μάρεϊ, στο γαλλόφωνο Κεμπέκ. Η παράσταση «887» είναι μια παράσταση μνήμης, και, όπως η μνήμη, είναι δομημένη βάσει συνειρμών και όχι με τρόπο γραμμικό.
Θέμα της περφόρμανς είναι η κριτική των αυτονομιστικών/αποσχιστικών τάσεων της «Front de libération» στη γενέθλια πόλη του, το Κεμπέκ. Η οργή του Λεπάζ στρέφεται κατά του ταξικού διαχωρισμού που διαπιστώνει πως κρύβεται πίσω από το «σεπαρατιστικό» κίνημα της πόλης του.
«Μίλα τη γλώσσα των λευκών!» έλεγαν οι λευκοί στους μαύρους που δούλευαν στις φυτείες τους: αυτή η κεντρική σύλληψη του ποιήματος της Μισέλ Λαλόντ κάνει σαφέστατη αναφορά στην υποτίμηση των αγγλόφωνων Καναδών προς τους Γαλλόφωνους. Θέμα της περφόρμανς είναι η κριτική των αυτονομιστικών/αποσχιστικών τάσεων της «Front de libération» στη γενέθλια πόλη του, το Κεμπέκ. Η οργή του Λεπάζ στρέφεται κατά του ταξικού διαχωρισμού που διαπιστώνει πως κρύβεται πίσω από το «σεπαρατιστικό» κίνημα της πόλης του. Χρησιμοποιεί το smartphone του επί σκηνής για να γυρίσει ζωντανά βίντεο, το συνδέει με χάρτες Google και επιστρατεύει και ένα απόλυτα παιδικό θέατρο σκιών με τα χέρια, για να κρίνει αυστηρά τους μικρονοϊκούς εθνικιστές, που αγνοούν τον προσωπικό μόχθο εργατών της τάξης όπου ανήκε ο πατέρας του. Η περφόρμανς αξιοποιεί μια σειρά ευρημάτων αυτού του είδους θεάτρου που ονομάζουμε physical theatre. Ο Λεπάζ χρησιμοποιεί δίγλωσσο σενάριο, στα Αγγλικά και στα Γαλλικά. Το αξιοπρόσεκτο είναι πως η αδυναμία του να απομνημονεύσει το ποίημα-έναυσμα αίρεται αυτόματα με τη συνειδητοποίηση της ταυτότητάς του: δηλαδή, με την κατάδυση στις δομικές, καθοριστικές αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας. Στο τέλος, η απαγγελία του «Speak white» γίνεται με στόμφο και καθαρότητα σαιξπηρικού πρωταγωνιστή (βέβαια –σχολιάζω εδώ– το συγκεκριμένο ποίημα δεν είναι και το If του Κίπλινγκ).
To αριστερό και το δεξί ημισφαίριο: κατάδυση στο παιδικό δωμάτιο
Ένα «μαύρο κουτί» στη μέση της σκηνής ανοίγει και αποκαλύπτει μια ρέπλικα κουκλόσπιτου της πολυκατοικίας αυτής, όπου κάθε παράθυρο διαμερίσματος φωτίζεται από ένα μικρό βίντεο με τις καθημερινές συνήθειες των λιλιπούτειων κατοίκων του.
Καθώς προσπαθεί να απομνημονεύσει το ποίημα της Λαλόντ, ο αφηγητής διαπιστώνει, με έκπληξή του, πως το κανάλι CBC έχει εκ των προτέρων μαγνητοφωνήσει τη νεκρολογία του για να τη χρησιμοποιήσει στο μέλλον. Αυτό τού γίνεται έμμονη ιδέα: θέλει να αποκτήσει τη νεκρολογία αυτήν και να μάθει πώς θα τον θυμούνται όταν πεθάνει. Για να ανασυστήσει τη μνήμη του, επιστρατεύει μια πολύ παλιά μέθοδο, το «Παλάτι Μνήμης» (memory palace): σκέφτεται ένα μέρος που το ξέρει καλά και συνδέεται νοερά με περιοχές μέσα σ’ αυτό το μέρος που επιθυμεί να ανακαλέσει. Σταδιακά και ανεπαίσθητα αυτή η διαδικασία μεταπλάθεται σε εξερεύνηση των στοιχείων εκείνων που καθιστούν τη ζωή και την ανθρώπινη κοινωνία άξιες να τις ζήσει κανείς. Η σκηνή μετατρέπεται σε τόπο μνήμης. Ο Λεπάζ, βοηθούμενος από την εκτός σκηνής ομάδα του, γυρνάει τα μέσα έξω: ο ιδιωτικός χώρος γίνεται δημόσιος, η οικογενειακή ζωή των ενοίκων της πολυκατοικίας γίνεται αντιληπτή από τα παράθυρα της πρόσοψης, το βράδυ. Ένα «μαύρο κουτί» στη μέση της σκηνής ανοίγει και αποκαλύπτει μια ρέπλικα κουκλόσπιτου της πολυκατοικίας αυτής, όπου κάθε παράθυρο διαμερίσματος φωτίζεται από ένα μικρό βίντεο με τις καθημερινές συνήθειες των λιλιπούτειων κατοίκων του (έμμεση αναφορά στην ταινία «Σιωπηλός μάρτυρας» («Rear Window») του Χίτσκοκ και στη θέα από το παράθυρο).
Κούκλες, μοντέλα σε κλίμακα και μικρά αυτοκίνητα χρησιμοποιούνται ως παιχνίδι που παραπέμπει σε τρυφερές ηλικίες. Ακούγεται το «Mer Morte» των Ζαν-Γκυ Κοσέτ και Ζιλ Μορισέτ, το «Bang Bang» της Νάνσι Σινάτρα (τόσο από την ίδια, όσο και από την Claire Lepage), το «Mood Indigo» από την ορχήστρα του Χένρι Μαντσίνι και το «Leavin' on your mind» της Πάτσι Κλάιν, ενώ ιδιαίτερα υποβλητικό είναι το «Μινουέτο Νο 2» του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Η μνήμη εστιάζει στη φιγούρα της γιαγιάς με το Αλτσχάιμερ και στη φιγούρα του πατέρα, ενός σκληρά εργαζόμενου ταξιτζή που ανάστησε τέσσερα παιδιά, μιας λακωνικής αρρενωπής φιγούρας που καπνίζει μέσα στο ταξί τις μικρές πρωϊνές ώρες ακούγοντας τους συνοριακούς σταθμούς των Η.Π.Α. ενώ ο γιος του περιμένει ένα βλέμμα του από τη βεράντα. Ψυχαναλυτικό κλισέ που στην παράσταση του Λεπάζ γίνεται ιδιαίτερα συγκινητικό. Όσο για την είδηση του θανάτου της γιαγιάς, αυτή διακόπτει την αλυσίδα των συνειρμών, προκαλεί σύγχιση και θέτει το παιδί προ διλήμματος: να ακολουθήσει το δημόσιο ή το ιδιωτικό πένθος; Τεράστια διαγράμματα δείχνουν τα αποτελέσματα της αμνησίας Αλτσχάιμερ, ενώ η αριστερή και η δεξιά πτέρυγα της πολυκατοικίας αντιστοιχούνται ευφυώς στα ημισφαίρια του εγκεφάλου.
Μέσα στο διαμέρισμα της ενήλικης μνήμης
Διατηρώντας ένα γουντιαλλενικό ύφος και ντυμένος με απλό πουκάμισο και παντελόνι, δεν δίστασε, στις σκηνές εκμυστήρευσης, να αποκαλύψει ένα ανατομικό, μαύρο τι-σερτ και ένα «κάποτε» γυμνασμένο σώμα, αξιοπρόσεκτο για έναν άντρα πενήντα εφτά χρονών.
Στην επόμενη σκηνή, το «μαύρο κουτί/μνημοσκόπιο» στρέφεται και βρισκόμαστε στη Λεωφόρο Λουδοβίκου 14ου, στο διαμέρισμα του ενήλικου πια αφηγητή, μπροστά σε μιαν απόλυτα παραγεμισμένη κλασική βιβλιοθήκη και μια κουζίνα από ανοξείδωτο υλικό. Ενδιαφέρουσα σύνθεση ήταν εκείνη που παρουσίαζε το Parc des Braves του Κεμπέκ επάνω σε ένα τραπέζι, με παράλληλη προβολή μιας πανοραμικής θέας της πόλης από πίσω. Ένα πλήθος από κουκλάκια δυόμιση εκατοστών χειροκροτούσε ένα κουκλάκι-Σαρλ ντε Γκωλ που περνούσε μέσα από αυτό το πάρκο-μινιατούρα μέσα σε ένα παιχνίδι αυτοκίνητο τύπου Lincoln. Ο Λεπάζ κάλυπτε τη σκηνή με το κινητό του, προβάλλοντας τα μικροσκοπικά μέλη του πλήθους αυτού στη μεγαοθόνη. Ως περφόρμερ, ο Λεπάζ λειτούργησε αρκετά ναρκισσιστικά σε αυτό το δίωρο show, που θα μπορούσε κανείς να το αποκαλέσει stand-up comedy. Διατηρώντας ένα γουντιαλλενικό ύφος και ντυμένος με απλό πουκάμισο και παντελόνι, δεν δίστασε, στις σκηνές εκμυστήρευσης, να αποκαλύψει ένα ανατομικό, μαύρο τι-σερτ και ένα «κάποτε» γυμνασμένο σώμα, αξιοπρόσεκτο για έναν άντρα πενήντα εφτά χρονών. Εντυπωσιακή ήταν η ομαδική δουλειά των οκτώ εκτός σκηνής συνεργατών του, ενώ ο φακός παρέμενε στραμμένος στον δύσκολο δικό του μονόλογο.
Ο αφηγηματικός ιστός βασιζόταν στο χιούμορ και στον αυτοσαρκασμό, στη φλεγματική διακωμώδηση της γήρανσης, στην οργισμένη στηλίτευση της μικρόνοιας, ήταν ωστόσο πολύ «καναδικός/δυτικός» ως προς το ύφος και τη στόχευση: αντιπροσωπευτικό κείμενο προσωπικής αναπόλησης με πολιτικές αιχμές που εξαντλούνταν εκεί. Ένα σχετικά αδιάφορο για το ελληνικό κοινό θέμα, που με μαγικό τρόπο «περνούσε» στο κοινό και το καθήλωνε, με άξονα κυρίως τη συγκινησιακή προσέγγιση. Παρά την επιφύλαξή μου σχετικά με τη διαχρονικότητα της περφόρμανς και τα σχετικά κοινότοπα και ξαναειδωμένα σκηνικά της ευρήματα, οφείλω να παραδεχτώ πως η πανάκριβη παραγωγή της Ex Machina ήταν άρτια εκτελεσμένη και σεβόταν το κοινό της, γι’ αυτό και απέσπασε ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Αναμφίβολα, ήταν ένα ρεσιτάλ ερμηνείας αντάξιο της φήμης του καναδού περφόρμερ και θεατρανθρώπου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.