
Για την παράσταση των μπαλέτων Béjart στο Ηρώδειο τη Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017.
Του Νίκου Ξένιου
Η τελευταία δουλειά του χορογράφου Ζιλ Ρομάν των «Μπαλέτων της Λωζάνης» με τίτλο: «t ’M et variations…» που είδαμε στο Ηρώδειο είναι μια σύνθεση που απευθύνεται στον Μωρίς Μπεζάρ. Μέσα από το ξεφύλλισμα ενός ημερολογίου, o χορογράφος σχολίασε διαφορετικές εκδοχές του έρωτα και την εσωτερική, αδήριτη ανάγκη του να χορεύεις. Μια μοναδική ρετροσπεκτίβα της χορογραφικής δουλειάς αυτού του πρωτοπόρου του χορού, μια γιορτή για τον σύγχρονο χορό, δέκα χρόνια μετά από τον θάνατό του, υπογεγραμμένη από τον διάδοχό του.
H γοητεία του χρόνου που συσσωρεύεται
Τον Ιούνιο του 1985 πρωτοείδα τον «Διόνυσο» του Μωρίς Μπεζάρ στην Επίδαυρο και το ολόγυμνο «Βιέννη, Βιέννη, μονάχα εσύ» στο Ηρώδειο. Θεωρώντας εκείνες τις χορογραφίες θεατρικά γεγονότα περισσότερο παρά μπαλέτο, είχα τότε γράψει μιαν επιπόλαιη, πρωτόλεια κριτική στο «Τέταρτο» του Μάνου Χατζιδάκι, όπου χαρακτήριζα τις χορογραφίες του Μπεζάρ «μια τουριστική περιδιάβαση στα ήθη και στις παραδόσεις μας».Το φιλοσοφίζον επίχρισμα εκείνων των χορογραφιών μοντέρνου και σύγχρονου χορού μάλλον με απώθησε τότε, παρά με γοήτευσε.
Χορογραφήθηκαν το σοκ από τη συνάντησή μας με τους άλλους ανθρώπους, η φιλία και η αγάπη που μας ενώνει και συχνά μας καταστρέφει, ο έρωτας, η τελετή του αγγίγματος, ο θάνατος.
Σήμερα βλέπω τα πράγματα με διαφορετικό μάτι: η πρωτοπορία που συνιστούσε ο Μπεζάρ και η μοναδική προσωπικότητα του Χόρχε Ντον έχουν περιβληθεί, στα μάτια μου, τη χρυσή λάμψη του χρόνου. Και, ευτυχώς, στην παράσταση του Ζιλ Ρομάν οι προθέσεις ήταν κάθε άλλο παρά φιλοσοφικές. Απλώς συνεχίστηκε η παράδοση, μέσα από τη μυθιστορηματική αφήγηση πενήντα λεπτών χορού: χορογραφήθηκαν το σοκ από τη συνάντησή μας με τους άλλους ανθρώπους, η φιλία και η αγάπη που μας ενώνει και συχνά μας καταστρέφει, ο έρωτας, η τελετή του αγγίγματος, ο θάνατος. Ο Ρομάν απέδωσε τιμές στον «Δάσκαλο» με τη συρραφή αποσπασμάτων από έργα του και με νέες συνθέσεις. Δεν επρόκειτο για ανθολογία ή μανιφέστο, παρά για ένα σώου καθαρής απόλαυσης του χορού, συνοδευμένο από παραδοσιακή μουσική, τζαζ του Ντιουκ Έλινγκτον, κλασική μουσική του Μπετόβεν, του Ροσίνι, του Βέμπερν, ακόμη και ινδικούς, ισραηλινούς και αφρικανικούς ήχους.
Τα αρσενικά μέλη του corps-de-ballet συνέχισαν την αισθησιακή αντίληψη περί ανδρικής σκηνικής παρουσίας που χαρακτήριζε τον Μπεζάρ, ενώ τα κορίτσια της ομάδας διακρίθηκαν για τον δυναμισμό και την άψογη τεχνική τους. Η γνωστή τεχνική σκηνικού αιφνιδιασμού στα πρώτα πέντε λεπτά της παράστασης ακολουθήθηκε από την απόλαυση αποσπασμάτων χορογραφίας που αλληλοδιαπλέκονταν: ξυπόλητα pas de deux, ντουέτα με πουέντ, γλαφυροί χορογραφικοί «χαρακτήρες» και εκτεταμένα αποσπάσματα από ολόκληρες χορογραφίες όπως η «Béjart fête Maurice», συνέθεταν μιαν ελαφρά ραψωδία, μια τελετουργία εορταστική, ένα ιωβηλαίο. Η κορύφωση σε νεοκλασικό ύφος στο τέλος και η υπόκλιση όλης της ομάδας τήρησε την παράδοση περί αποθέωσης στο τέλος.
Μοντερνιστής και ανανεωτής
Στον γάλλο-σενεγαλέζο χορογράφο Μωρίς Μπεζάρ δόθηκαν τα εύσημα για μια πρώτη ουσιαστικά μοντέρνα ανανέωση της τεχνικής του μπαλέτου, για την εκλαΐκευση αυτής της μορφής.
Σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα το μπαλέτο παρουσιαζόταν στα μεγάλα ευρωπαϊκά θέατρα ως μορφή χορού που ανήγαγε την καταγωγή της στον δέκατο ένατο αιώνα. Στον γάλλο-σενεγαλέζο χορογράφο Μωρίς Μπεζάρ δόθηκαν τα εύσημα για μια πρώτη ουσιαστικά μοντέρνα ανανέωση της τεχνικής του μπαλέτου, για την εκλαΐκευση αυτής της μορφής. Ο Μπεζάρ υλοποίησε το όραμά του όταν άρχισε να χορεύει το 1945 για την Όπερα της Μασσαλίας και την Όπερα του Παρισιού, ως συμπρωταγωνιστής της Κλαούντια Αλγκεράνοβα στη «Λίμνη των Κύκνων» και ως γαλάζιο πουλί στην «Ωραία Κοιμωμένη», όταν χορογράφησε την International Ballet company του Λονδίνου, το 1947, και την ομάδα Les Ballets de l'Etoile, μεταξύ 1954 και 1959. Σε συνεργασία με τον Πιερ Σέφερ, «πατέρα» της συγκεκριμένης μουσικής, και τον Πιερ Μπουλέζ, ανέβασε επί σκηνής τη «Συμφωνία για έναν μόνον άνθρωπο» (1955) σε ηλεκτρονική μουσική του Πιερ Ανρί. Σε μουσική του ίδιου συνθέτη ανέβασε τον «Ορφέα» του. Την πρώτη ουσιαστική χορογραφική του δουλειά τού την ανέθεσε ο Μωρίς Ισμάν του «Théâtre de la Monnaie», και ακολούθησε η ίδρυση των «Μπαλέτων του Εικοστού Αιώνα», που έδρασαν στις Βρυξέλλες για δεκαεπτά χρόνια. Από το 1987 και μετά η ομάδα μετακινήθηκε στη Λωζάνη («Béjart Ballet Lausanne»).
Η παράδοση του κλασικού μπαλέτου στην ιταλική και στη ρωσική του ακαδημαϊκή παράδοση αξιοποιήθηκαν στη διαμόρφωση του προσωπικού στυλ του Μπεζάρ: η κλασική τεχνική εμπλουτίστηκε με πνευματικότερη, αισθησιακή κινησιολογία της Ινδίας, της Αφρικής, της Κίνας και της Ιαπωνίας, με μουσική από όπερα, μιούζικαλς, vaudeville, καμπούκι, σούφι.
Η παράδοση του κλασικού μπαλέτου στην ιταλική και στη ρωσική του ακαδημαϊκή παράδοση αξιοποιήθηκαν στη διαμόρφωση του προσωπικού στυλ του Μπεζάρ: η κλασική τεχνική εμπλουτίστηκε με πνευματικότερη, αισθησιακή κινησιολογία της Ινδίας, της Αφρικής, της Κίνας και της Ιαπωνίας, με μουσική από όπερα, μιούζικαλς, vaudeville, καμπούκι, σούφι. Επί σκηνής ξαναζωντάνεψε τον Νιζίνσκι, τον Τσάρλι Τσάπλιν, τον Νίτσε, τον Μολιέρο, τον Βάγκνερ, τον Μπωντλαίρ, τον Μότσαρτ, τον Μπερλιόζ, συνδυάζοντας τον χορό με το θέατρο. Οι κορυφαίοι χορευτές του, ο Ζερμινάλ Κασάδο, ο Πάολο Μπορτουλούτσι και ο Χόρχε Ντον, έγιναν αστέρες των μπαλέτων Μπεζάρ, ενώ με τα Μπαλέτα του Εικοστού Αιώνα συνεργάστηκαν εκτάκτως ο Βλαντιμίρ Βασίλιεφ, ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ, ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, η Μάγια Πλισέτσκαγια, η Ζούζαν Φάρελ, η Μάρσια Χαϊντέ, η Τζούντιθ Τζέιμισον και η Συλβί Γκιλέμ.
Η «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» έμεινε στην ιστορία του χορού για την οργασμική της σεξουαλικότητα, η «Ενάτη Συμφωνία» του Μπετόβεν ανακάλεσε τον ινδικό χορό, το «Μπολερό» του Ραβέλ ανέδειξε το σόλο του Χόρχε Ντον, το «Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν» του Βάγκνερ καθιέρωσε σύγχρονους χαρακτήρες επί σκηνής, ο «Καρυοθραύστης» είχε ως κύριο χαρακτήρα τον χορογράφο Πετιπά, η «Σονάτα για τρεις» (1957) είχε ως θέμα το ερωτικό τρίγωνο του «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σαρτρ, οι «Τέσσερεις Γιοι του Εϊμόν» επιστράτευσαν κούκλες και γιγαντιαία γλυπτά, η παράσταση της «Compagnie M» χρηματοδοτήθηκαν από τον ίδιο, με χορευτές εννέα εθνοτήτων. Ο «Παλιάτσος του Θεού» (1971), «Ο δικός μας Φάουστ» (1975), το «Μπαλέτο για μια ζωή» (1997), είχε μουσική του Φρέντι Μέρκιουρι και του Μότσαρτ και κοστούμια του Τζιάνι Βερζάτσε, ενώ οι παραστάσεις αυτές ταξίδεψαν σε όλη τη Γαλλία, το Ισραήλ, την Τουρκία, την Αίγυπτο, το Βέλγιο, την Ισπανία, την Ολλανδία, τη Ρωσία, την Ιαπωνία, την Ουγγαρία, την Εσθονία, τη Σλοβενία, τη Βραζιλία, την Αυστρία, τη Νότια Κορέα, το Χονγκ-Κονγκ, την Κίνα, τις ΗΠΑ και την Ελλάδα. Οι παραστάσεις «Η τέχνη του να είσαι παππούς», ο «Ζαρατούστρα» και το «Τραγούδι του Χορού» ανακεφαλαίωσαν τις τεχνικές όλης της καριέρας του Μωρίς Μπεζάρ.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.