
Για την παράσταση Το γεφύρι του Δρίνου, σε σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγεβιτς, η οποία παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Του Νίκου Ξένιου
To μυθιστόρημα του Σέρβου λογοτέχνη Ίβο Άντριτς (1892-1975, Νόμπελ Λογοτεχνίας 1961) Το γεφύρι του Δρίνου μετέφερε στη σκηνή ο Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Η απόδοση του κειμένου από την Ισμήνη Ραντούλοβιτς προσέδωσε στην παράσταση γνωρίσματα ρεαλιστικού θεάτρου, ωστόσο η σκηνοθεσία διατήρησε μια αμιγώς ποιητική προοπτική: οι υδαρείς φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου και η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού υπηρετούν αυτή την αίσθηση παροντικότητας του ποταμού, που υπερίπταται ως υφασμάτινη λωρίδα και συνδέει τις δύο ομάδες θεατών. Μια παράσταση μπουλουκιού, που διακρίνεται για τον μυθικό της ρεαλισμό, την ουμανιστική της στόχευση και την μπρεχτική της έμπνευση. Μια παράσταση μεγαλόσχημη και φιλόδοξη, που δίνει για μία ακόμη φορά το στίγμα του Σέρβου σκηνοθέτη στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα.
Μια γέφυρα-σύμβολο
Πέντε προσωπικές ιστορίες πλέκονται στις δυο όχθες και στο μεταιχμιακό σημείο της διάβασής του, που διακρίνονται για την υποταγή του ατόμου στις εκάστοτε νόρμες.
Η θρυλική γέφυρα του Δρίνου (Ντρίνα) βρίσκεται στην ανατολική Βοσνία-Ερζεγοβίνη και κατασκευάστηκε στα χρόνια του Μεγάλου Βεζίρη Μεχμέτ Πασά Σόκολι (16ος αιώνας) κοντά στην πόλη Βίσεγκραντ, «πάνω από» δύο αυτοκρατορίες: την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Αυστροουγγαρία. Για την αποπεράτωση της γέφυρας επιστρατεύτηκαν με το στανιό εκατοντάδες εργάτες από τις γύρω περιοχές. Τον Ράντισαβ, τον ντόπιο σαμποτέρ του γεφυριού, οι Οθωμανοί τον παλούκωσαν πάνω στη γέφυρα. Είναι χαρακτηριστικό το πώς, στο πρώτο επεισόδιο της αρθρωτής αυτής παράστασης, ο Μιλιβόγιεβιτς βάζει την ομάδα των ηθοποιών του να «κατασκευάσουν» ένα ανδρείκελο-Ράντισαβ από τα ξεσκλίδια του χάρτη των Βαλκανίων, για να τον ανασκολοπίσουν μετά σε μια πολύ σκληρή, ανατριχιαστική, αλλά κατά κύριον λόγο συμβολική αναπαράσταση. Πέντε προσωπικές ιστορίες πλέκονται στις δυο όχθες και στο μεταιχμιακό σημείο της διάβασής του, που διακρίνονται για την υποταγή του ατόμου στις εκάστοτε νόρμες. Η Τουρκάλα που θα επιστρατεύσει τα θέλγητρά της για να φυγαδεύσει στην απέναντι πλευρά τον επικηρυγμένο πατριώτη μεταμφιεσμένο σε γριά και η απελπισία του φρουρού που πέφτει στην παγίδα και πληρώνει την παράβαση καθήκοντος με τη ζωή του, κάθε μορφή σύγκρουσης με τη νόρμα οδηγεί στον αφανισμό του ατόμου, ενώ ιστορικοί, εξωγενείς παράγοντες καθορίζουν τη μοίρα του.
Σαν να επικρέμαται η δαμόκλειος σπάθη του θανάτου σε κάθε σκηνή, το παιχνίδι ηθών των ηρώων εγκαταλείπει τα ρηχά ύδατα της ηθογραφίας και μετατρέπεται σε γκιλοτίνα που τους οδηγεί με βεβαιότητα προς το γκρέμισμά τους.
Σκληρές μάχες έγιναν για τον έλεγχο του περάσματος ανάμεσα στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και τη Σερβία, συμφωνίες ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα υπογράφηκαν, μεγάλοι έρωτες των γηγενών πληθυσμών χαράχτηκαν στις πέτρες και ιστορικές μονομαχίες θεμελίωσαν μια μυθολογία γύρω απ’ αυτή[1]. Το πέρασμα πάνω από τον Δρίνο γεφυρώνει (ή χωρίζει, ανάλογα) τέσσερις θρησκείες και τρεις εθνότητες, στη διάρκεια τεσσάρων αιώνων. Έντονα αναδύεται το τραγικό στοιχείο από τη θεμελιακή σύγκρουση των ανυπότακτων προσωπικοτήτων του «θεατή» λαού με τη νόρμα, σε μια ριξιά ζαριών (το «coup de dès» του Μαλαρμέ) που ποτέ δεν καταφέρνει να νικήσει την τυχαιότητα της ανθρώπινης μοίρας, ούτε βέβαια τον θάνατο. Σαν να επικρέμαται η δαμόκλειος σπάθη του θανάτου σε κάθε σκηνή, το παιχνίδι ηθών των ηρώων εγκαταλείπει τα ρηχά ύδατα της ηθογραφίας και μετατρέπεται σε γκιλοτίνα που τους οδηγεί με βεβαιότητα προς το γκρέμισμά τους. Το γεφύρι προσφέρεται, ως εικόνα και ως σύμβολο, για την απόδοση αυτής της κατακρήμνισης στο χάος, καθώς εκ φύσεως είναι εκτεθειμένο στην αγριότητα των νυκτερινών υδάτων, στην ολισθηρότητα των ακρογωνιαίων του λίθων, στην αίσθηση «αιώρησης» που αναδίδει.
«Όλα βρίσκονται στην απέναντι όχθη»
Ο πολυεθνικός χαρακτήρας των Βαλκανίων και η α-δυνατότητα «γεφύρωσης» των διαφορών που χωρίζουν τους λαούς τους είναι το κύριο θέμα της παράστασης.
Το «τύλιγμα» της ανυπότακτης νύφης με το λευκό τούλι που «βγαίνει» σαν αφρός από το ποτάμι είναι μια χαρακτηριστική ποιητική εικόνα, που παραπέμπει στο διεθνικό σύμβολο της «θεμελίωσης» του γεφυριού με τη γυναίκα του πρωτομάστορα (κοινός τόπος η συγκεκριμένη παραλογή σε όλα τα Βαλκάνια). Άλλωστε, ο πολυεθνικός χαρακτήρας των Βαλκανίων και η α-δυνατότητα «γεφύρωσης» των διαφορών που χωρίζουν τους λαούς τους είναι το κύριο θέμα της παράστασης. Σε ένα από τα επεισόδια της παράστασης μεταφερόμαστε στον 17ο αιώνα, όπου οι επικεφαλής των τεσσάρων θρησκευτικών μειονοτήτων της περιοχής καλούνται να συναποφασίσουν για τις τύχες των κατοίκων, αλλά η κωμική φιγούρα του Αυστριακού διοικητή (σε ρεσιτάλ ξεκαρδιστικής ερμηνείας της Σοφίας Κόκκαλη) θα τους γελοιοποιήσει.
Ο Κώστας Κορωναίος ξεχωρίζει για τη σκληρή δουλειά με την οποία επεξεργάστηκε τους ρόλους του και για την ωριμότητα που κομίζει επί σκηνής. Η παρουσία του Μιχάλη Τιτόπουλου ικανοποιητική και του Προμηθέα Αλειφερόπουλου ακόμη περισσότερο. Ο Θάνος Τοκάκης κινήθηκε με την άνεση μεγάλου πρωταγωνιστή, υπερβαίνοντας το «καθημερινό» ύφος και δίνοντας ποιητικές προεκτάσεις στην ερμηνεία του. Όμως η έκπληξη της βραδιάς ήταν η Σοφία Κόκκαλη, που διαφοροποίησε όλες τις επιμέρους ποιότητες των προσώπων που υποδύθηκε και επιφύλαξε ως δώρο για το κοινό αυτούσια την ποίηση.
Το νόημα για τον σκηνοθέτη συνοψίζεται στη διαπίστωση των εθνοτικών μειονοτήτων που αντικρίζουν το ποτάμι ότι «όλες μας οι προσπάθειες, όλα μας τα όνειρα, όλα βρίσκονται στην απέναντι όχθη».
Σε μια σκηνή που διαδραματίζεται στον 19ο αιώνα, ο εγχώριος παράγοντας «προσηλώνεται» (με το αυτί του καρφωμένο) στη μεγάλη πύλη, όμως δεν παραιτείται από το όνειρό του. Το γκρέμισμα του γεφυριού, θεαματικά δοσμένο από τη μεταλλική, abstract σκηνογραφία του Κέννυ Μακ Λέλλαν[2], θα αφήσει ανοιχτές τις προοπτικές για μια πολύσημη ερμηνεία της παράστασης και θα φέρει τις «δύο όχθες» του κοινού αντιμέτωπες. Το νόημα για τον σκηνοθέτη συνοψίζεται στη διαπίστωση των εθνοτικών μειονοτήτων που αντικρίζουν το ποτάμι ότι «όλες μας οι προσπάθειες, όλα μας τα όνειρα, όλα βρίσκονται στην απέναντι όχθη». Αλλά και ο οραματισμός με τον οποίον κλείνει η παράσταση είναι αντλημένος από το βιβλίο του Άντριτς (που γεννήθηκε, ειρήσθω εν παρόδω, στη Βοσνία): παρά τη βία της Ιστορίας, οι ποιητές πάντα θα οραματίζονται έναν κόσμο όπου οι διαφορές γεφυρώνονται...
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
[1] Ιστορικοί «σταθμοί» για το γιοφύρι είναι η συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) με την οποία η Τουρκία αποχώρησε από της κτήσεις της στην Ουγγαρία, το κίνημα ανεξαρτησίας του Καραγεώργη (1804-1813), η αυστροουγγρική διοίκηση (1878), ως αρχή της προσάρτησης της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης στην Αυστρία (1908), οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-'13, κεφ. 18) και η δολοφονία του διαδόχου του αυστριακού θρόνου (Ιούνιος 1914) ως σημείο πυροδότησης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Σερβική Δημοκρατία καταλαμβάνει το 49% του εδάφους μα μόνο το 40% του πληθυσμού. Οι Βόσνιοι μουσουλμάνοι είναι η μεγαλύτερη από τις τρεις εθνοτικές ομάδες της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Το Βίσεγκραντ βρίσκεται στη Σερβική δημοκρατία της Βοσνίας, πάνω στον δρόμο που συνδέει τη σερβική πόλη Ούζιτσε και γενικότερα όλη την τωρινή Σερβία με το Γκόραζντε και το Σαράγεβο.
[2] Ο Κέννυ Μακ Λέλλαν είναι γνωστός από τη συνεργασία του με μεγάλα φεστιβάλ της Ευρώπης και με θέατρα όπως τα: Royal Shakespeare Company, The Royal Court, The Traverse Theatre, Opera De Montpellier, New Israeli Opera, Εθνικό Θέατρο, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Εθνική Λυρική Σκηνή, Μέγαρο Μουσικής, ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας, Theseum Ensemble, χοροθέατρα Οκτάνα, Sine Qua Non κ.λπ. Έχει κάνει σκηνογραφία και ενδυματολογία στον Ηρακλή Μαινόμενο και στο Πεθαίνω σα χώρα του Μαρμαρινού, στη Μητέρα του σκύλου του Μιλιβόγιεβιτς, στη Μνήμη των κύκνων του Ρήγου και στο H.I.D. του Danny Boyle. Επίσης, έχει συνεργαστεί με τη Ρούλα Πατεράκη, τον Πέτρο Σεβαστίκογλου, τον Roger Michell και τον Γιάννη Ιορδανίδη.