
Ο Γιώργος Στόγιας είδε τρεις παραστάσεις για παιδιά, δύο στην Αθήνα και μία στην Κύπρο, και μας περιγράφει τις εντυπώσεις του, θετικές, αρνητικές ή απρόσμενα ενθουσιαστικές.
Και οι καλύτερες παραδόσεις κάποτε σπάνε. Μια τέτοια παράδοση ήταν ότι, κάθε χρόνο, η παράσταση στης Καλογεροπούλου, στο Θέατρο Πόρτα, ήταν η απόλυτη εγγύηση για ποιοτικό παιδικό θέατρο που θα μάγευε εξίσου μικρούς και μεγάλους (τρανή απόδειξη, το Παπούτσι πάνω στο πιάνο που παίζεται ακόμα, κι αν δεν το έχετε δει, σπεύσατε). Τι πήγε λάθος στο Ένας Δράκος, μα ποιος Δράκος; Πώς είναι δυνατόν να αστόχησε ο Μοσχόπουλος και η ομάδα του;
Μεμονωμένες σκηνές όμως δεν μπορούν να αλλάξουν το γενικό κατηφές κλίμα σε μια παράσταση συνόλου, όπου τα αρχικώς εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια αποδεικνύονται στη συνέχεια στολίδια που προσπαθούν να καλλωπίσουν μια επιδερμική προσέγγιση.
Η εξήγηση νομίζω ότι έχει δύο σκέλη. Από τη μια μεριά είδα μια δημιουργική κόπωση, έναν πελώριο δισταγμό για νέες ιδέες, λες και ο σκηνοθέτης είχε βγάλει όλα τα κόλπα του από το κουτί τα προηγούμενα χρόνια και είχε μείνει με άδεια χέρια. Αυτό είχε ως συνέπεια μια παραλυτική αδιαφορία, αίσθηση που μου πέρασε ήδη από την τετριμμένη υποδοχή και εισαγωγή, και δεν με άφησε μέχρι το τέλος. Από την άλλη μεριά, ο δεύτερος παράγοντας ήταν το ίδιο το κείμενο. Σε αντίθεση με το εύπλαστο κειμενικό υλικό που είχε χρησιμοποιήσει ο Μοσχόπουλος σε προηγούμενες δουλειές του, ο Δράκος του Σβαρτς είναι ένα ολοκληρωμένο θεατρικό έργο, μοναδικής σύλληψης και ανάπτυξης, που ο δημιουργός ο οποίος επιλέγει να το ανεβάσει οφείλει να σεβαστεί τους όρους του. Απέναντι σε αυτή την πρόκληση ο Μοσχόπουλος φάνηκε αμήχανος. Ούτε έφερε στη σκηνή τις πολύπλοκες πολιτικές, κοινωνικές, αισθηματικές, παραμυθένιες διαστάσεις του κειμένου, ούτε όμως το ανέτρεψε για να παρουσιάσει κάτι εντελώς διαφορετικό. Στενοχωρήθηκα πολύ με τη στυλιζαρισμένη υποκριτική, που εδώ ήταν ευκολία και όχι συμπύκνωση ή εκλέπτυνση. Αφαιρούσε το δραματικό βάθος από ανθρώπινους χαρακτήρες όπως η Έλσα, το ερωτικό θύμα διαδοχικά του Δράκου, του γιου του Δημάρχου, αλλά, στο τέλος, και του ίδιου του Ιππότη. Εννοείται ότι υπήρξαν και ευχάριστες στιγμές. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει όταν έχεις στο δυναμικό σου έναν ηθοποιό όπως ο Σωκράτης Πατσίκας να απαγγέλλει τους τρομακτικά ευφρόσυνους μονολόγους του Δημάρχου που τρελαίνεται (η που υποκρίνεται πως είναι τρελός) από τα αλλεπάλληλα ψέματα της εξουσίας; Μεμονωμένες σκηνές όμως δεν μπορούν να αλλάξουν το γενικό κατηφές κλίμα σε μια παράσταση συνόλου, όπου τα αρχικώς εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια αποδεικνύονται στη συνέχεια στολίδια που προσπαθούν να καλλωπίσουν μια επιδερμική προσέγγιση. Η παγωμένη συζήτηση ανάμεσα στους ηθοποιούς και τους μικρούς θεατές, εν είδει δημοκρατικής «πλατείας», που ακολούθησε το τέλος της παράστασης, έδειξε χαρακτηριστικά ότι τα παιδιά είχαν καταλάβει άλλα ντ' άλλων. Όχι μόνο σε επίπεδο ερμηνείας (που έως ένα σημείο είναι θεμιτό), αλλά ακόμα και σε επίπεδο υπόθεσης. Η τελική μεταμόρφωση του Ιππότη ως ένας ακόμη εξουσιαστής δεν είχε προετοιμαστεί κατά τη διάρκεια του έργου, με αποτέλεσμα να φανεί ξεκρέμαστη και να μην πείσει. Αυτό όμως που με θύμωσε ήταν η παντελής απουσία χιούμορ σε ένα έργο σκληρής σάτιρας. Καμία ανατρεπτική πολιτική στάση δεν γίνεται να στηριχτεί με σοβαροφάνεια και όμορφες εικόνες. Αυτή ήταν η προδοσία απέναντι στο έργο, και ο δράκος εκδικήθηκε. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό το «στραβοπάτημα» δεν θα είναι «μοιραίο» και ο Μοσχόπουλος θα επιστρέψει με ανανεωμένη διάθεση. Το παιδικό θέατρο στην Ελλάδα έχει μέγιστη ανάγκη τον φάρο που τόσα χρόνια ανάβει σταθερά στο θέατρο Πόρτα.
Αποδίδουν πιστά το πνεύμα της αιώνιας σαιξπηρικής κωμωδίας, ενώ παράλληλα ανανεώνουν γόνιμα τη ματιά μας, σαν να βλέπουμε το έργο στο θέατρο για πρώτη φορά, όπως δηλαδή συμβαίνει και με τον έρωτα, όταν πέφτουμε ξανά στα δίχτυα του και χρειαζόμαστε έναν Πουκ για να ξεμπλέξουμε.
Υπάρχει ένας τοίχος που χωρίζει το θέατρο για παιδιά από το θέατρο για ενηλίκους, πολύ ισχυρότερος από τον τοίχο που χωρίζει τον Πύραμο και τη Θίσβη στην κωμωδία του βάρδου. Συνοπτικά, στις πλείστες περιπτώσεις, οι συντελεστές μιας παράστασης για παιδιά επενδύουν λιγότερα, όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά κυρίως σε αυτό της καλλιτεχνικής σοβαρότητας με την οποία αντιμετωπίζουν το εγχείρημα. Λιγότερες πρόβες, πιο αβασάνιστες αποφάσεις σε ερμηνευτικά και αισθητικά προβλήματα, στάση που μοιραία οδηγεί στην υποτίμηση της νοημοσύνης και της ευαισθησίας μικρών και μεγάλων θεατών. Η Εταιρεία Θεάτρου Θέση με την πρότασή της πάνω στο Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας σαρώνει πανηγυρικά όχι μόνο το προαναφερθέν όριο (το έργο παίζεται Κυριακή μεσημέρι και Τετάρτη απόγευμα), αλλά, και τούτο είναι το σημαντικότερο, τις αντιλήψεις που απορρέουν από αυτή τη διχοτομική λογική. Τι έχουμε εδώ λοιπόν; Μακάρι να μπορούσα να μεταδώσω στους αναγνώστες αυτού του κειμένου, έστω στο ελάχιστο, το κέφι, την ευρηματικότητα, τις λεπτές ισορροπίες και, συγχρόνως τον καταιγιστικό ρυθμό της θεατρικής εμπειρίας (Just like a dream, που θα έλεγαν και οι Cure) που έζησα στο Θησείο. Πέντε νεότατοι ηθοποιοί, απόφοιτοι του ΚΘΒΕ, με φάτσες και σώματα συνηθισμένα, σαν τα δικά μας, μεταμορφώνονται και οργιάζουν επί σκηνής, με τον πιο ευφρόσυνο τρόπο που μπορείτε να φανταστείτε. Αποδίδουν πιστά το πνεύμα της αιώνιας σαιξπηρικής κωμωδίας, ενώ παράλληλα ανανεώνουν γόνιμα τη ματιά μας, σαν να βλέπουμε το έργο στο θέατρο για πρώτη φορά, όπως δηλαδή συμβαίνει και με τον έρωτα, όταν πέφτουμε ξανά στα δίχτυα του και χρειαζόμαστε έναν Πουκ για να ξεμπλέξουμε. Οι ηθοποιοί υποδύονται πολλούς ρόλους (συχνά αλλάζουν μπροστά στα μάτια μας, δίχως όμως ποτέ να δημιουργείται η παραμικρή σύγχυση, ούτε και στο μυαλό των μικρών θεατών, τόσο σαφή και απλά είναι τα χαρακτηριστικά κάθε φορά στοιχεία), χορεύουν, τραγουδούν, χειρίζονται κούκλες, κυνηγιούνται και ιδρώνουν με απαστράπτουσα φυσικότητα, σαν από κάθε κίνησή τους κρέμεται η ζωή τους αλλά αυτοί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο πέρα από το να ακολουθούν χαρμόσυνα το συναίσθημά τους, μέχρι το χαμό ή τη σωτηρία τους, γελώντας, κλαίγοντας και παίζοντας. Μια παράσταση-διαφήμιση και μάθημα θεάτρου που πρέπει και μπορεί να ταξιδέψει (υποθέτω ότι τα σκηνικά, τα όργανα, τα κοστούμια και οι μάσκες χωράνε σε πέντε μεγάλες βαλίτσες) σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και της Κύπρου για να τη δουν ακόμα περισσότερα παιδιά «μέχρι 99 χρονών», όπως έγραφαν παλιά τα επιτραπέζια, πριν μπούμε και χαθούμε στο δάσος.
Οι ηθοποιοί που ενσαρκώνουν ρόλους παιδιών δεν πέφτουν σε καμιά προσβλητική ευκολία "παιδικουλίστικης" αναπαράστασης του τρόπου ομιλίας, της κίνησης, της επεξεργασίας των συναισθημάτων. Αυτή η σπάνια χειρονομία απόδοσης αξιοπρέπειας, σε συνδυασμό με την αντικειμενική σοβαρότητα των καταστάσεων που παρουσιάζονται, έχει ως συνέπεια μια πρωτοφανή, για δεδομένα παιδικού κοινού, σιωπή στην πλατεία.
Ο Τάκης Τζαμαργιάς είχε ανεβάσει ξανά τον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου, το 2012 στο Εθνικό Θέατρο. Τότε, από το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη, είχε φτιάξει μια καλοστημένη παράσταση για μια ευχάριστη, και σχετικά ανώδυνη, θεατρική έξοδο για μικρούς και μεγάλους. Δηλαδή, κυριαρχούσαν τα στοιχεία μιας προσέγγισης «καρτ-ποστάλ», όπου ακόμα και οι πιο δραματικές στιγμές παρουσιάζονταν ελαφρώς ωραιοποιημένες μέσα από το φίλτρο μιας ανιστορικής, εθνικής και λαϊκής (ως συνώνυμες έννοιες) αντιστασιακότητας. Δεν ξέρω αν η μετατόπιση που παρατήρησα στο φετινό ανέβασμα του ίδιου έργου, στον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, οφείλεται σε μια περαιτέρω καλλιτεχνική ωρίμανση του σκηνοθέτη (και του στενού συνεργάτη του στη δραματοποίηση, του Σάββα Κυριακίδη), ή στο ότι, πέντε χρόνια αργότερα, φαίνεται να έχουμε χάσει συλλογικά τα τελευταία ψιχία πολιτικής αθωότητας. Αυτό που ξέρω είναι ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια άλλης τάξεως εμπειρία. Όχι με τη θεατρική παρουσίαση ενός αξιολογότατου, κλασικού, «ψυχωφελούς», λογοτεχνικού έργου (που, παρά όλα αυτά τα θετικά, «τα έχει τα χρονάκια του»), αλλά με ένα σύγχρονο αντιπολεμικό δράμα, που, με όλη την ευαισθησία για τους νεαρούς θεατές, δεν κάνει «εκπτώσεις» σε κανέναν τομέα. Οι ηθοποιοί που ενσαρκώνουν ρόλους παιδιών δεν πέφτουν σε καμιά προσβλητική ευκολία «παιδικουλίστικης» αναπαράστασης του τρόπου ομιλίας, της κίνησης, της επεξεργασίας των συναισθημάτων. Αυτή η σπάνια χειρονομία απόδοσης αξιοπρέπειας, σε συνδυασμό με την αντικειμενική σοβαρότητα των καταστάσεων που παρουσιάζονται, έχει ως συνέπεια μια πρωτοφανή, για δεδομένα παιδικού κοινού, σιωπή στην πλατεία. Πρόκειται για μια σιωπή τεταμένη μπροστά στην αποκάλυψη, μια περιστολή που μαρτυρεί ικανότητα συναίσθησης ιστορικών μεγεθών. Στον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου που παίζεται τη σεζόν αυτή στον ΘΟΚ, η φρίκη του πολέμου, σε όλες της τις φανερώσεις, ηρωικές και πεζές, δείχνεται δίχως στολίδια και υπέρτερες δικαιολογήσεις. Από τις εκτελέσεις και τους ανάπηρους, μέχρι τη μιζέρια και τη μικροπρέπεια στις οποίες μπορεί να σύρει η πείνα και η δυστυχία ακόμα και τους ευγενέστερους των ανθρώπων, κανένα τραγούδι, σημαία ή σύνθημα δεν μπορεί να αναπτερώσει ολοκληρωτικά το ηθικό, τίποτα δεν μπορεί να σβήσει τη γνώση των χειρότερων πλευρών του ανθρώπου που ο πόλεμος φέρνει μαζικά και σαρωτικά στην επιφάνεια. Η δύναμη και η αισιοδοξία του έργου προκύπτουν από το γεγονός και μόνο ότι παρακολουθούμε τη σκοτεινή εκείνη περίοδο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που μεγαλώνει και θέλει να ζήσει (το ότι μετά από όλη αυτή την τραγωδία ακολούθησε ο εμφύλιος είναι ακόμα πέρα από την ικανότητά μου να αντέξω ως ιδέα, με βοηθά μόνο να αντιληφθώ καλύτερα τι έχει περάσει αυτή η γενιά παιδιών, οι γονείς των σημερινών σαραντάρηδων και πενηντάρηδων, που σιγά σιγά μας αφήνει). Μια παράσταση που εύχομαι να μπορούσε να παρουσιαστεί και στην Ελλάδα (όπως έγινε επιτυχώς πρόπερσι με το «Τρίτο Στεφάνι»), και που ελπίζω ότι στην Κύπρο θα τη δουν, μέσω σχολείων και οικογένειας, όσα περισσότερα παιδιά και νέοι γίνεται.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΟΓΙΑΣ είναι συγγραφέας κι εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.