
Για την παράσταση Δον Ζουάν, σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού, η οποία παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, μέχρι και τις 19 Φεβρουαρίου 2017.
Του Νίκου Ξένιου
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός μάς αιφνιδιάζει και πάλι στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση με τον Δον Ζουάν του Μολιέρου σε μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη και δραματουργική επεξεργασία Μαρμαρινού-Κύργια. Ο Δον Ζουάν του κύριου Μαρμαρινού είναι ένας ιδαλγός που αδημονεί να γευτεί όλες τις ερωτικές του κατακτήσεις, λειτουργώντας ως σκεπτικιστής που μάς θέτει προ του κατόπτρου της αναγνώρισης της επιθυμίας μας και της ανελευθερίας μας να την πραγματώσουμε.
Τόπος: Σικελία. Σκηνικό: μια πολυθρόνα κι ένα τραπέζι
Αναμετρώμενος με τον Θεό και καταβαραθρωνόμενος στο πυρ το εξώτερον, ο επικούρειος Δον Ζουάν καταγγέλλει τα δεσμά μιας κοινωνικής ζωής ανελεύθερης και πρόστυχης μέσα στην υποκρισία της.
Ο Χάρης Φραγκούλης στον ρόλο του Δον Ζουάν δεν μιλά για το ευειδές και για τη νεότητα, αλλά για το δράμα της αέναης επιδίωξης της ομορφιάς και της χιμαιρικής αναζήτησης της ελευθερίας. Κυρίαρχος της παράστασης, ο κύριος Φραγκούλης αποτελεί τη μεγάλη ανακάλυψη του θεάτρου μας, κρατώντας κρεσέντο ερμηνευτικό και προσδίδοντας στον κάθε ξεχωριστό ρόλο μιαν ιδιότυπη ταυτότητα. Ο ήρωας που τώρα υποδύεται κρύβει στο απύθμενο πάθος του για αποπλάνηση εφηβική αναποφασιστικότητα και ανικανοποίητο, νευρωτικό, πολυγαμικό υπερερωτισμό που, στην ουσία, προσλαμβάνει μιαν ανίερη, αντιθρησκευτική απόχρωση: αναμετρώμενος με τον Θεό και καταβαραθρούμενος στο πυρ το εξώτερον, ο επικούρειος Δον Ζουάν καταγγέλλει τα δεσμά μιας κοινωνικής ζωής ανελεύθερης και πρόστυχης μέσα στην υποκρισία της. Η αιρετική πολιτική τοποθέτηση του Μολιέρου συνοψίζεται στη χαρακτηριστική χιουμοριστική αποτίμηση του ισπανού Κόρπους Μπάργκα (1887-1975): «Ο Δον Ζουάν δεν είναι ένας φυσιολογικός άνθρωπος αλλά μια λογοτεχνική προκατάληψη [1]».
Με συνεχείς λεκτικές επαναλήψεις, ο Δον Ζουάν γίνεται, επί σκηνής, ένας αρλεκίνος της Commedia dell’Arte που κινεί τα νήματα της ίδιας της φάρσας της ζωής του.
Το ψεύδος είναι κυρίαρχο στις conquêtes amoureuses του Δον Ζουάν: «Όλα τα πρόσωπα είναι άσχημα δίπλα στο δικό σας». Η κυνική θραύση των δεσμών του αρραβώνα, του γάμου, της λογοδοσίας, η απόλυτη αναγωγή της εξαπάτησης σε αξίωμα και άξονα ηδονοθηρίας, δεν μπορεί παρά να έχει φιλοσοφικές διαστάσεις: ο ακτιβισμός του περιβάλλεται ένα ελαφρύ άρωμα κωμωδίας: πρόκειται, όμως, για την «ανθρώπινη κωμωδία», όπως θα την προσεγγίσουν συγγραφείς του εικοστού αιώνα σαν τον Αντρέ Μαλρώ, μεταπλασμένη σε comique de gestes, αρθρωμένη σε μια σειρά στρατηγημάτων ικανών να συνυπάρχουν με το comique de langage. Με συνεχείς λεκτικές επαναλήψεις, ο Δον Ζουάν γίνεται, επί σκηνής, ένας αρλεκίνος της Commedia dell’Arte που κινεί τα νήματα της ίδιας της φάρσας της ζωής του.
Ο παγωμένος συνδαιτημόνας και ο βαλές της ηθικής
Ο νεκρός αξιωματικός (το άγαλμα) συνιστά την ιερή φωνή της Αρχής, σε αντιπαράθεση αυτού με τον αιωνίως ανυπότακτο Γιο που αντιπροσωπεύει ο Δον Ζουάν, που στην τελευταία πράξη του έργου προβαίνει στον χλευασμό του φυσικού του πατέρα, του Δον Λουίς, και στη συνέχεια ετοιμάζεται να σαρκάσει την πατρική ανωτερότητα, προσκαλώντας σε δείπνο αυτόν που ο ίδιος έχει σκοτώσει με δόλιο τρόπο στο παρελθόν. Ο λίθινος ομοτράπεζος και ο τρόπος με τον οποίον ο Μαρμαρινός σκηνοθετεί τη θανατική καταδίκη του συνθέτουν το σημείο κορύφωσης της παράστασης.
Ο υπηρέτης του Δον Ζουάν αντιπροσωπεύει τον κορυφαίο του χορού, της κοινωνίας. Λέει στον αφέντη του τι σκέφτεται ο κόσμος γι’ αυτόν. Ταυτόχρονα είναι και το ζωντανό του ημερολόγιο.
Ο Γιάννος Περλέγκας, στο ρόλο του Σγαναρέλ, του βαλέ του Δον Ζουάν, ανοίγει την παράσταση κρατώντας ένα τσιγάρο: «Ό,τι κι αν έλεγε ο Αριστοτέλης, τίποτε δεν είναι ισάξιο με τον καπνό, γιατί χωρίς καπνό, δεν αξίζει να ζει κανείς. Ο καπνός οδηγεί την ανθρώπινη ψυχή στην αρετή, εμπνέει συναισθήματα αξιοπρέπειας και ενάρετου βίου». Ο υπηρέτης του Δον Ζουάν αντιπροσωπεύει τον κορυφαίο του χορού, της κοινωνίας. Λέει στον αφέντη του τι σκέφτεται ο κόσμος γι’ αυτόν. Ταυτόχρονα είναι και το ζωντανό του ημερολόγιο. Λέει πως ο αφέντης του «είναι ένας αιρετικός, ένας ανίερος που δεν πιστεύει ούτε στον Παράδεισο, ούτε στους αγίους, ούτε στον Θεό, ούτε στα κακά πνεύματα». Αυτός ο «ελευθέριος» (libertin) είναι το αντικείμενο της λατρείας του Σγαναρέλ, γιατί είναι ένας «Μεγάλος Κακός» («grand seigneur méchant homme»). Δον Ζουάν και Σγαναρέλ είναι ένα αρχετυπικό ντουέτο (Οθέλος-Ιάγος, Δον Κιχώτης-Σάντσο Πάντσα). Στον αντίποδα του Δον Ζουάν, ο Σγαναρέλ θα επιβιώσει. Οπως λέει, δεν μπορεί να είναι ελεύθερος, διότι ο ουρανός τιμωρεί την ελευθερία.
Οι συντελεστές της παράστασης
Οι ερμηνείες σε αυτήν την παράσταση είναι ποικίλες, άνισες, και δύσκολα συντίθενται σε μιαν ενιαία «γραμμή» σκηνοθετική. Ίσως αυτή να είναι και η πρόθεση του κύριου Μαρμαρινού. Η Έλενα Μαυρίδου αποδίδει με γοητευτικό, υποβλητικό τρόπο και υψηλή αίσθηση χιούμορ την εξαπατημένη γυναικεία φιγούρα της Ελβίρας, που έχειτο μεγαλύτερο ψυχολογικό εκτόπισμα από όλες τις εξαπατημένες γυναίκες του θεάτρου. Η «εγκαταλελειμμένη δεσποσύνη του Μπούργος» έχει τη στερνή γνώση του πλήθους των θυμάτων της ηδυπάθειας αυτής της πάσχουσας φιγούρας που είναι ο Δον Ζουάν.
Η σοπράνο Μυρσίνη Μαργαρίτη σε μεταγραφή αποσπασμάτων του Don Giovanni του Μότσαρτ από τον Δημήτρη Καμαρωτό, ο σολίστ Στέλιος Κατσατσίδης στο ακορντεόν και μια εικόνα χορωδίας γυναικών που προβάλλεται στο φόντο είναι τα στοιχεία που αναβαθμίζουν εικαστικά και δραματουργικά την παράσταση.
Ο Γιάννης Βογιατζής στον ρόλο του Δον Κάρλος, αδελφού της Ελβίρα, δίνει μια διακριτική παρουσία, αρθρώνοντας με προσοχή τις λέξεις και κοιτώντας διεισδυτικά το κοινό. Ο Ilya Algaer, στον ρόλο του Δον Αλόνς, του άλλου αδελφού της Ελβίρας, στέκει επάξια στο πλευρό του. Η Εφη Γούση, στο ρόλο της χωριατοπούλας Ματιουρίν και η Ευαγγελία Καρακατσάνη, στον ρόλο της Σαρλότ, πλαισιώνονται από την ευκίνητη, λυγερή παρουσία του Τάσου Καραχάλιου, στον ρόλο του Πιερρό και του Ντένη Μακρή, στο ρόλο του Φρανσίσκ. Ο Καραχάλιος ως Πιερρό κλοουνέσκ και υπερκινητικός, ένας paysan sur le bord de la mar, υπαγορεύει στο κοινό τη δυνατότητα ύπαρξης ενός αυτόνομου ρόλου μέσα στο έργο. Όσο για τον Αντριάν Φρίλινγκ, στο ρόλο του Δον Λουίς, αξιοποιεί την ξενική προφορά του συμβάλλοντας στην αίσθηση «ξενισμού» που προτείνει ο Μαρμαρινός με το έργο του. Η σοπράνο Μυρσίνη Μαργαρίτη σε μεταγραφή αποσπασμάτων του Don Giovanni του Μότσαρτ από τον Δημήτρη Καμαρωτό, ο σολίστ Στέλιος Κατσατσίδης στο ακορντεόν και μια εικόνα χορωδίας γυναικών που προβάλλεται στο φόντο είναι τα στοιχεία που αναβαθμίζουν εικαστικά και δραματουργικά την παράσταση.
Τα κοστούμια της Εύας Νάθενα έχουν την ποιότητα της υπερβολής, αλλά και την trash ποιότητα του ετοιμοφόρετου. Αναδεικνύουν με σαρκαστικό τρόπο τη ματαιοδοξία, τον ευτελισμένο ανδρισμό, την υπερβάλλουσα θηλυκότητα, αλλά και την προσέγγιση εκτός εποχής του κύριου Μαρμαρινού. Οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ είναι εκπληκτικοί. Σκηνογραφικά έχει επιλεγεί η ελεύθερη αξιοποίηση και διαμόρφωση της σκηνής της Στέγης από τον Kenny McLellan, στην κατεύθυνση της απάρνησης του οιουδήποτε σκηνικού και της ενοποίησης της σκηνής με την πλατεία. Έξυπνη η λύση της συστηματικής αξιοποίησης του βίντεο και η «μικρο-λήψη» της βάρκας, του δάσους και κυρίως του τύμβου του νεκρού Αξιωματικού.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
[1] Ο Δον Χουάν ο Αυστριακός ήταν νόθος γιος του Κάρολου του Ε’, αναγνωρίστηκε από τον βασιλιά Φίλιππο Β' της Ισπανίας ως γόνος της βασιλικής οικογένειας της Αυστρίας και διετέλεσε αρχηγός του ενωμένου στόλου της Ισπανίας, του Πάπα και της Βενετίας, που νίκησε τον οθωμανικό στόλο στην ναυμαχία της Ναυπάκτου (Lepanto, 7 Οκτωβρίου 1571). Όσο για τον Δον Χουάν Τενόριο, αυτός υπήρξε πρόσωπο πραγματικό που σύμβολο του άκαρδου εραστή. Θεατρικός δημιουργός του στάθηκε, το 1630, ο Τίρσο ντε Μολίνα με το έργο Ο απατεώνας της Σεβίλλης ή Ο πέτρινος καλεσμένος. Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα ο Μολιέρος δημιούργησε τον δικό του Δον Ζουάν (1665), και τον παρουσίασε στο Παλαί Ρουαγιάλ: οι αντιδράσεις του κοινού και ο βασιλιάς ανάγκασαν τον Μολιέρο να προχωρήσει σε περικοπές του κειμένου. Τελικά ο συγγραφέας απέσυρε την παράσταση και δεν εξέδωσε ποτέ το κείμενο. Από τότε και για σχεδόν δύο αιώνες, το έργο έμεινε στην αφάνεια. Ακόμη και το 1947, όταν το ανέβασε ο Λουί Ζουβέ, μετρούσε μόλις εκατό παραστάσεις στην Κομεντί Φρανσαίζ – ενώ, για παράδειγμα, ο Ταρτούφος πλησίαζε τις 2.500. Το έργο έχει εμπνεύσει τον Μότσαρτ και τον Μολιέρο, καθώς και τους Μποντλέρ, Μισέ, Προσπέρ Μεριμέ, Σταντάλ, Πούσκιν, Λόρδο Βύρωνα, Κίργκεργκορ, Νίτσε, Καμί, Τζορτζ Μπέρναρντ Σο και Μπρεχτ, καθένας εκ των οποίων προσέγγισε τον εμβληματικό αυτό χαρακτήρα διαφορετικά, προκειμένου να ερμηνεύσει τη διαχρονική γοητεία του. Το σινεμά υπέκυψε στα θέλητρα του Δον Ζουάν πολλές φορές, από τις πρώτες του κιόλας βωβές ημέρες (Don Juan Tenorio του Μεξικανού Σαλβαδόρ Τοσκάνο το 1898 και Don Juan του Ολλανδού Λεόν Μπέντελς το 1913) μέχρι τις μέρες μας. Ο Τίρσο ντι Μολίνα δημιούργησε το λογοτεχνικό αρχέτυπο του Δον Ζουάν που ακολούθησαν, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα οι Αθορίν, Ραμίρο ντε Μαέθτου, Τορέντε Μπαγεστέρ, ο δραματουργός Θορίγια (Δον Ζουάν ο Γυναικοκατακτητής) και ο ρομαντικός ποιητής Εσπρονθέδα. Η φιγούρα του έκλυτου φοιτητή του Εσπρονθέδα προέρχεται από ένα συμπίλημα ιστοριών που προηγείται του έργου του Τίρσο ντε Μολίνα: από τον Κήπο με τα παράξενα λουλούδια του Αντόνιο Τορκεμάδα, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1570, στο οποίο αναπτύσσεται η ιστορία αυτού του νέου ο οποίος, για να κατακτήσει τις χάρες μιας μοναχής, μπαίνει μια νύχτα στο μοναστήρι και, προς μεγάλη του φρίκη, βλέπει να τελείται στο εσωτερικό της η ίδια του η κηδεία. Το εμβληματικό όνομα Δόνια Ελβίρα το είχαν ήδη επιστρατεύσει ο Μότσαρτ και ο Μολιέρος, ενώ η μεταθανάτια ποιητική και η νυχτερινή, μακάβρια ατμόσφαιρα είναι τα κατάλοιπα του ρομαντισμού στο έμμετρο δράμα του Εσπρονθέδα.