Για τις παραστάσεις Για την Ελένη, σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη, η οποία παρουσιάζεται στο θέατρο Εν Αθήναις και Relax... Mynotis, σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης - Κάρολος Κούν, στην σκηνή της Φρυνίχου, στην Πλάκα.
Του Νίκου Ξένιου
Στην παράδοση των θεατρικών έργων που μεταφέρουν ζωντανές μαρτυρίες ιστορικών προσωπικοτήτων, ο Μάνος Καρατζογιάννης γράφει και σκηνοθετεί την παράσταση Για την Ελένη όπου την Ελένη Παπαδάκη υποδύεται η Μαρία Κίτσου. Διαλεγόμενη με τον επίδοξο δήμιό της, η μεγάλη ηθοποιός του «Βασιλικού» (Εθνικού) Θεάτρου Ελένη Παπαδάκη επιδίδεται σε ένα παραληρηματικό μονόλογο, εμπνευσμένο από την «Τέταρτη Διάσταση» (Ελένη) του Γιάννη Ρίτσου. Παράλληλα, στο Θέατρο Τέχνης της Οδού Φρυνίχου, ο Βασίλης Παπαβασιλείου ως Αλέξης Μινωτής (ή ως κάποιος υπερήλικας πρωταγωνιστής θεάτρου αυτού του διαμετρήματος) υπαγορεύει στον Γιάννο Περλέγκα για πολλοστή φορά τη διαθήκη του, μια διαθήκη αποκάλυψης των συμβάσεων της θεατρικής σκηνής και στηλίτευσης της ανθρώπινης μωρίας. Και στις δύο παραστάσεις, το κείμενο διατρέχει ένα υπόγειο αλλά παντοδύναμο «μωρίας εγκώμιον» (laus stultitiae).
Για την Ελένη στο Θέατρο Eν Αθήναις
Η Παπαδάκη δεν είναι παρά το θύμα των περιστάσεων, μια ποιητική, χιμαιρική φιγούρα που, ως ανυστερόβουλη εκπρόσωπος της αστικής τάξης, προσπαθεί με διαλλακτικούς τρόπους να επικοινωνήσει με τους Γερμανούς, ώστε να μπορέσει να σώσει όσους πρόκειται να εκτελεστούν, γι’ αυτό και εκτελείται από τους κομμουνιστές που αρνούνται να αποδεχθούν τέτοια μετριοπάθεια.
Χωρίς να φιλοδοξεί να δώσει απαντήσεις για τα ανοιχτά ακόμα ζητήματα του Εμφυλίου, το κείμενο του Μάνου Καρατζογιάννη μιλά για την «αιρετική» περίπτωση της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη, μιας γυναίκας-ξωτικού, που στην εποχή της οικοδόμησε έναν αστικό θρύλο. Η καλλιεργημένη και πολύγλωσση ανταγωνίστρια της Κατίνας Παξινού με το ανεξάντλητο ταλέντο, την αμφιλεγόμενη προσωπική ζωή και τις αστικές καταβολές, κατηγορήθηκε για «οριζόντιο δωσιλογισμό» λόγω της γνωριμίας της με τον Ιωάννη Ράλλη, πρωθυπουργό της κατοχικής κυβέρνησης. Η περίπτωσή της ενέπνευσε τον Άγγελο Σικελιανό, τον Φώτη Κόντογλου, τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Μάνο Ελευθερίου και τον Μισέλ Φάις. Το αδιέξοδο της Ελένης Παπαδάκη συνίστατο στην αναγκαστική επιλογή ανάμεσα στον χαρακτηρισμό της «πόρνης» και εκείνον της «λεσβίας».
Κωφεύοντας στην κακία του κόσμου, εκείνη φορούσε τις γούνες της και τα κοσμήματά της, ανίκανη να αντιληφθεί την ωμότητα των πραγμάτων, αλλά και «έτοιμη για παν ενδεχόμενο» («prête pour toute éventualité», όπως έλεγε χαρακτηριστικά), ενώ την ίδια στιγμή το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών τη διέγραφε από μέλος του και ο ΟΠΛΑ, εν αγνοία του ΕΑΜ, σχεδίαζε τη σύλληψη και τη στυγνή, με συνοπτικές διαδικασίες, εκτέλεσή της με τσεκούρι.
Δίπλα στον κύριο χαρακτήρα που μας μιλά για τον θάνατό του στέκει και η σιωπηλή φιγούρα του άνδρα υποβολέα της μεγάλης ηθοποιού, που θα ερμηνεύσει και τον χαρακτήρα του εκτελεστή της (εκφραστική και επιβλητική η παρουσία του Σπύρου Κυριαζόπουλου στον ρόλο). Η Παπαδάκη δεν είναι παρά το θύμα των περιστάσεων, μια ποιητική, χιμαιρική φιγούρα που, ως ανυστερόβουλη εκπρόσωπος της αστικής τάξης, προσπαθεί με διαλλακτικούς τρόπους να επικοινωνήσει με τους Γερμανούς, ώστε να μπορέσει να σώσει όσους πρόκειται να εκτελεστούν, γι’ αυτό και εκτελείται από τους κομμουνιστές που αρνούνται να αποδεχθούν τέτοια μετριοπάθεια. Μια ανθρωποθυσία επιτελείται, με τη γυναίκα αυτήν εξιλαστήριο αμνό στον βωμό μιας τόσο ταραγμένης και γεμάτης πάθη εποχής, υπενθυμίζοντας τη δυσανεξία των κοινωνιών στο διαφορετικό. Η Παπαδάκη ανάγεται σε σύμβολο της αρτίστας που, σε δύσκολους καιρούς, βρίσκεται ανένταχτη ανάμεσα σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Και απαγγέλλει αποσπάσματα από τα κλασικά έργα που την καθιέρωσαν ως εμβληματική φιγούρα στο νεοελληνικό θέατρο, προοιωνίζοντας με τον κομμό της σοφόκλειας Αντιγόνης τον ίδιο της τον θάνατο.
Relax... Mynotis στο Θέατρο Τέχνης-Κάρολος Κουν
Το χιούμορ, η ευελιξία του κειμένου, οι προεκτάσεις και η πολυσημία του, η δυνατή, δραστικότατη γλώσσα του, η διαγραφή των δυο χαρακτήρων, αλλά και το τελικό ανέβασμά του επί σκηνής, όλα συνθέτουν μια παράσταση-ορόσημο για το θέατρό μας.
Η συνθήκη του κατεξοχήν «άχρηστου» επαγγέλματος του ηθοποιού παρουσιάζεται ως φαουστική στο Relax... Mynotis του Παπαβασιλείου, ενώ η σύγχρονη Ελλάδα ως μια πινακοθήκη ηλιθίων. Ένας ηθοποιός που δεν είναι σε θέση να «ποιήσει ήθος» αρνείται ένα πρωταγωνιστικό ρόλο, και αυτή είναι μια στιγμή μεγαλείου μέσα στην απόλυτη μετριότητά του. Η ματαιότητα των εγκοσμίων και η ματαιότητα της τέχνης είναι επίσης αντικείμενα πραγμάτευσης του κειμένου. Δυο άντρες μπροστά σε ένα τεράστιο πανό με ένα τεράστιο λαγό και ένα αφαιρετικό μαύρο-γκρι σκηνικό μαζί με ένα τρελαμένο ρολόι: ο πρώτος είναι εκατόν δύο χρονών και υπαγορεύει στον δεύτερο (ένα βοηθό συμβολαιογράφου) μιαν ατελείωτη λίστα κληρονόμων που θα μοιραστούν ψυχία, με απώτερο στόχο να καταστεί αντιπαθής, ή, για την ακρίβεια, να επιζήσει του ανοίγματος της διαθήκης του.
Σαρκαστικός απέναντι στον θάνατό του που διαρκώς εξαπατά αναβάλλοντας, κυνικός στην αφήγηση όσων συνθέτουν την καλλιτεχνική και ιδιωτική του καθημερινότητα, θυμοσοφικά κινούμενος και εγωκεντρικός, ο χαρακτήρας του ηθοποιού εστιάζει εδώ στην ανοησία του κοινού, που δαφνοστεφανώνει τον καλλιτέχνη για λάθος λόγους, εξίσου λάθος με αυτούς για τους οποίους τον γιουχάρει. Η επαναληπτικά συντασσόμενη διαθήκη παραπέμπει σε ένα διαρκώς αναβαλλόμενο θάνατο, με αποτέλεσμα η υπαρξιακή διάσταση του θανάτου να καταλαμβάνει κεντρική θέση στο θεματολόγιο του έργου του Βασίλη Παπαβασιλείου, που μαζί με τον Γιάννο Περλέγκα δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας σε ένα κείμενο που έγραψαν οι δυο τους. Το χιούμορ, η ευελιξία του κειμένου, οι προεκτάσεις και η πολυσημία του, η δυνατή, δραστικότατη γλώσσα του, η διαγραφή των δυο χαρακτήρων, αλλά και το τελικό ανέβασμά του επί σκηνής, όλα συνθέτουν μια παράσταση-ορόσημο για το θέατρό μας.
Η αντιπαράθεση και απεύθυνση του κεντρικού χαρακτήρα στον Γιάννη Ρίτσο είναι χαρακτηριστικό εύρημα, δεδομένης της διαολεμένης σύμπτωσης του θανάτου του Μινωτή την ίδια ακριβώς μέρα με τον Ρίτσο.
Τέλος, διαλεγόμενος με τον Γιάννη Ρίτσο, ο υπερήλικας ηθοποιός/υπαινιγμός του Μινωτή ανοίγει ένα δίαυλο επικοινωνίας με την «αθέατη» πλευρά του ιστρίονος, αλλά και γεφυρώνει μιαν άτυπη δεξιά πολιτική αντίληψη με τη μαχητικότητα του μεγάλου ποιητή της Αριστεράς. Υπό αυτό το πρίσμα, για μιαν ακόμη φορά έχουμε επί σκηνής προβληματισμό σχετικά με τον ρόλο της Τέχνης σε καιρούς οχληρούς, καιρούς πολιτικών αντιπαραθέσεων, δοσμένο στο έργο του Παπαβασιλείου με τόνους σκληρού λυρισμού και φιλοσοφικής ενατένισης.
Ο Μινωτής του Παπαβασιλείου είναι εσαεί παρών, στο πάνθεον των κλασικών, γιατί με την μακροημέρευσή του καθιερώθηκε ως εμβληματική φιγούρα, παρά τις κάπως συντηρητικές απόψεις του, τόσο για το θέατρο, όσο και για την πολιτική. Η αντιπαράθεση και απεύθυνση του κεντρικού χαρακτήρα στον Γιάννη Ρίτσο είναι χαρακτηριστικό εύρημα, δεδομένης της διαολεμένης σύμπτωσης του θανάτου του Μινωτή την ίδια ακριβώς μέρα με τον Ρίτσο. Ο Ρίτσος όμως είναι η πηγή έμπνευσης και του έργου του Μάνου Καρατζογιάννη, όμως εδώ η Ελένη Παπαδάκη είναι μια νοσταλγός άλλων εποχών, σπάνιο δείγμα ανεδαφικής και εύθραυστης φύσης, που κυρίως μοιάζει να ξεπετάχτηκε από τις σελίδες της Έρημης Χώρας του Έλιοτ, σαν άλλη Κυμαία Σίβυλλα για να εισαγάγει το δράμα με τη φράση «Αποθανείν θέλω».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.