
Για την παράσταση Μηχανικοί Καταρράκτες, βασισμένη στη νουβέλα της Σώτης Τριανταφύλλου, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Πατρώνη, για δεύτερη χρονιά στο Από Μηχανής Θέατρο.
Του Νίκου Ξένιου
Ακόμη και αν ακούγεται αυτονόητο, το να αποκαθηλώνει ένας συγγραφέας την «αντικειμενική αλήθεια» του βιολογικού μυθολογήματος περί φύλου είναι τολμηρό. Παρά το γεγονός ότι τονίζει τον υποφώσκοντα ρατσισμό που κρύβει κάθε μορφή έμφασης, φετιχοποίησης ή εξωτικοποίησης της ιδιαιτερότητας, με τη νουβέλα της Μηχανικοί Καταρράκτες η Σώτη Τριανταφύλλου ανασύρει το ζήτημα της διεμφυλικής σεξουαλικότητας, και μάλιστα με πολύ ανθρώπινο και ευφυή τρόπο. Αντίστοιχα, ο σκηνοθέτης Σταμάτης Πατρώνης αξιοποιεί το βαθύτατα ανθρώπινο και ρεαλιστικό θέμα της νουβέλας, δημιουργώντας τον θεατρικό χαρακτήρα του Σαλ που, με το όνειρο να γίνει Σάλι, ξεκινά ένα ταξίδι αυτογνωσίας προς τον αμερικανικό Νότο, τακτοποιώντας, παράλληλα, τις εκκρεμότητες που έχει με το παρελθόν.
Ο αυτοπροσδιορισμός και το παιχνίδι των λέξεων
Υπαρξιακή αναζήτηση και διακριτικό, αυτοσαρκαστικό χιούμορ, υψηλή θεατρική ποιότητα και προκλητικό θέμα –αυτό της περιχαρακωμένης από στερεότυπα ανθρώπινης σεξουαλικότητας– όλα υπηρετούν την ανάγκη του Σαλ για αυτοπροσδιορισμό.
Μη συμμορφούμενος προς την πρωτοκαθεδρία του βιολογικά απατηλού αλλά κοινωνικά επικαθοριζόμενου φύλου, ο ήρωας Σαλ είναι «ακατανόητος», και αυτό τον φέρνει αντιμέτωπο με το κορυφαίο ζήτημα της προσωπικής του ελευθερίας επιλογής ταυτότητας ή ταυτοτήτων. Ο γενέθλιος τόπος του (Μηχανικοί Καταρράκτες) μετατρέπεται αρχικά σε εφιάλτη ευνουχισμού και κατόπιν δίνει τον τίτλο στη νουβέλα «εντός νουβέλας» που συγγράφει. Υπαρξιακή αναζήτηση και διακριτικό, αυτοσαρκαστικό χιούμορ, υψηλή θεατρική ποιότητα και προκλητικό θέμα –αυτό της περιχαρακωμένης από στερεότυπα ανθρώπινης σεξουαλικότητας– όλα υπηρετούν την ανάγκη του Σαλ για αυτοπροσδιορισμό: «Δεν είμαι γκέι, είμαι γυναίκα στο σώμα ενός άντρα»: το θέατρο ανέκαθεν προσφερόταν για την μεταμφίεση σε άλλες ταυτότητες, ο ρόλος είναι προκλητικός.
Η μεταμορφωσιγένεια και ο μεταβατικός χαρακτήρας[1] του σώματος του συμπαθέστατου τρανς αποδίδονται εξαιρετικά από τον Ορέστη Τρίκκα, σε μια πρωτοπρόσωπη απόδοση όλης της εξομολογητικής νουβέλας. Ένα κορμί που από κάποιους χαρακτηρίζεται ως προβληματικό, δοχείο «υπερεκχειλίζουσας» σεξουαλικότητας, «ενδιάμεσο» του ανθρώπινου και του ζωώδους, η παρενδυσία[2] και η ελαφρώς κιτς αισθητική της drag queen, η διαδρομή προς τον ποθητό τόπο όπου θα γίνει η επέμβαση επαναπροσδιορισμού του φύλου[3], πάνω απ’ όλα, όμως, ένα εύστοχο σχόλιο πάνω στην επιτελεστικότητα του φύλου[4], συνθέτουν ένα κείμενο που αποφεύγει τους μη αποδεκτούς όρους της καθημερινότητας, αυτούς που συνδέουν το πρόσωπο με το μη επιθυμητό φύλο, ή που απλά προσβάλλουν την υπόσταση ενός τρανς ανθρώπου[5]. Ο κεντρικός χαρακτήρας αρνείται να προσφωνήσει τον εαυτό του στο θηλυκό γένος, αν και αυτοπροσδιορίζεται ως γυναίκα στο σώμα ενός άνδρα.
Acid trip
Αντ’ αυτού, προβαίνει σε μιαν επαναστατική πράξη: ξεκινά μια διαδρομή «ολοκλήρωσης» με γνώμονα τα προσωπικά του κριτήρια και την ανάγκη του να αλλάξει ταυτότητα, με όσα αυτό συνεπάγεται. Χωρίς να επιδίδεται σε μάταιη επίδειξη «πολιτικής ορθότητας» και πλήττοντας τη μισαλλοδοξία στην ουσία της –τη δυσκολία αποδοχής του εν γένει «διαφορετικού»– η Σώτη Τριανταφύλλου επινοεί μια κρυφή, δεύτερη σεξουαλικότητα για τους δευτερεύοντες χαρακτήρες που πλαισιώνουν τον ήρωα, απλά παρατηρώντας την ανθρώπινη κατάσταση γύρω της: παντρεμένοι που είναι κρυπτοομοφυλόφιλοι και διάγουν μέσα στη δυστυχία, γυναίκες που (στη δεκαετία της σεξουαλικής επανάστασης) γεύονται λεσβιακές εμπειρίες και κατόπιν τις εντάσσουν σε μια αμφισεξουαλική ανεκτικότητα, βετεράνοι που διατηρούν σχέσεις με τρανς και υφίστανται τη βία της κοινωνίας σε σημείο ακρωτηριασμού. Η κεντρική αφήγηση πλαισιώνεται από παρεμβολές πέντε άλλων πολύ καλών ηθοποιών και το όχημα της παράστασης κυλά απρόσκοπτα, χωρίς να μειωθεί η έκταση του κειμένου.
Η Τιχουάνα του Μεξικού συμβολίζει την επανόρθωση ενός φυσικού «σφάλματος», όμως αυτή η «διόρθωση» προϋποθέτει τη διαδρομή.
Η Τιχουάνα του Μεξικού συμβολίζει την επανόρθωση ενός φυσικού «σφάλματος», όμως αυτή η «διόρθωση» προϋποθέτει τη διαδρομή. Οι ποιότητες θηλυκότητας που αποδίδει στον κεντρικό ήρωα η συγκεκριμένη σκηνοθεσία (τζην και γκρι μακό μπλουζάκι) τονίζουν τον μεταβατικό χαρακτήρα της αφήγησης. Τα φροντισμένα κοστούμια της Κατερίνας Παπανικολάου υπερτονίζουν την υστερία της συζύγου, τον χειριστικό χαρακτήρα της Μητέρας και της Θείας, την παραίτηση του θείου, τον φαλλικό αλλά και ευνουχισμένο χαρακτήρα του βετεράνου, τη σταδιακή μετάβαση του κεντρικού χαρακτήρα σε μια νέα ταυτότητα. Το σκηνικό είναι μόνο τρεις καρέκλες, ένα σακ βουαγιάζ, ένα τυλιγμένο χειροποίητο πάπλωμα και μια φωτογραφία της Μέριλιν στον τοίχο.
Happyend μιας νέας «κανονικότητας»
Το road trip που ξεκινά από το Mechanic Falls του Maine θέτει επί τάπητος και την πολυσυζητημένη έννοια της πατρότητας, καθιερώνει δε τον εξαιρετικό χαρακτήρα της γυναίκας που κάνει διαρκώς εσφαλμένες επιλογές και νομίζει, μέσα στην υστερία της, ότι μπορεί να αλλάξει τη σεξουαλικότητα του συζύγου της.
Ο Σαλ επιθυμεί να ταυτιστεί, ως επίδοξη γυναίκα, με το πρότυπο της αδελφής του Άσλι, εκτιμά την «ανοικτόμυαλη» αλλά φαλλοκρατική προσέγγιση του κουνιάδου του, είναι αθώος και ευάλωτος. Στο όχημά του επιβαίνει και ένας νέος, φετιχιστικά παρόμοιος με τα γκέι πρότυπα αλλά ετεροκαθοριζόμενος, που σχετίζεται κατά περίεργο τρόπο με το ζήτημα του έργου: το ιδιότυπο σε αυτήν τη γκροτέσκα παρουσία (που την αποδίδει θαυμάσια ο Βαγγέλης Πιτσιλός) είναι η αναπηρία της, που αποκαλύπτεται ότι είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής βίας, και όχι του σχηματοποιημένου «πολέμου», που προσφέρεται για μιαν εύκολη αιτίαση: η Σώτη Τριανταφύλλου αναφέρεται πλαγίως στον εσωτερικευμένο «κοινωνικό πόλεμο», θύματα του οποίου είναι όλοι οι ευαίσθητοι άνθρωποι, αποκαθιστώντας τον προβληματισμό στην ορθή του βάση.
Η επίσκεψη του Σαλ στο σπίτι της θείας Λουίζας τού αποκαλύπτει τον σουρρεαλισμό μιας απόλυτα συμβατικής σχέσης γάμου στην επαρχία: ο θείος Ντον, ο παραμελημένος ψυχισμός του οποίου τον περιθωριοποιεί απόλυτα, επιβαίνει στο όχημα αυτό για να δει τον ωκεανό και φορά το φουλάρι της χειραφέτησής του. Το οδοιπορικό της προσωπικής αυτογνωσίας γενικεύεται και αφορά όλους. Το road trip που ξεκινά από το Mechanic Falls του Maine θέτει επί τάπητος και την πολυσυζητημένη έννοια της πατρότητας, καθιερώνει δε τον εξαιρετικό χαρακτήρα της γυναίκας που κάνει διαρκώς εσφαλμένες επιλογές και νομίζει, μέσα στην υστερία της, ότι μπορεί να αλλάξει τη σεξουαλικότητα του συζύγου της. Ενώ σχολιάζει καυστικά την υστερική αντίδραση των γύρω στη διαφορετικότητα, η Σώτη Τριανταφύλλου οραματίζεται την ελεύθερη, απρόσκοπτη διάσωσή της και την καθιέρωση μιας νέας, ανθρωπιστικά χρωματισμένης «κανονικότητας», χωρίς να θέλει να την «κάνει θέμα»: και η παράσταση του κύριου Πατρώνη υποστηρίζει σθεναρά αυτό το όραμα.
* Το κείμενο γράφτηκε για την παράσταση στις 28 Μαΐου 2016.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.