Για την παράσταση Φοβάσαι; του Adam Seidel, σε σκηνοθεσία της Έλενας Καρακούλη, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο Ιλίσια-Βολανάκης.
Του Νίκου Ξένιου
Ο Νίκος Ψαρράς, η Αλεξία Καλτσίκη και η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη κρατούν επάξια τους τρεις ρόλους της παράστασης Φοβάσαι; του Άνταμ Σάιντελ, σε σκηνοθεσία της Έλενας Καρακούλη. Με μαύρο χιούμορ και κινηματογραφικό ρυθμό, το έργο Catch the Butcher ανέβηκε πέρυσι στην off – Broadway σκηνή Cherry Lane Studio Theatre και εδώ κάνει την πανευρωπαϊκή του «πρώτη» στο Θέατρο Ιλίσια – Βολανάκης. Πώς είναι η καθημερινότητα, οι κρυφές σκέψεις, τα όνειρα, ο ψυχισμός ενός αιμοσταγούς κατά συρροήν δολοφόνου γυναικών; Μπορεί ένας τέτοιος άνθρωπος να παίξει τον ρόλο του συζύγου; Πώς εκδικείται τον εαυτό του; Πώς τα φέρνει η μοίρα και συναντά μια γυναίκα ομοιοπαθή; Πρόκειται για ένα κείμενο που πραγματεύεται τη συστέγαση του Καλού και του Κακού στον ίδιο ψυχισμό. Ο «χασάπης του Χάρμπορ Παρκ» είναι μια προσωπικότητα οριακή, κατάλληλη στο να εκστομίσει μεγάλες αλήθειες για την «κανονικότητα» ημών των υπολοίπων.
Υποκατάστατα των υποκαταστάτων
Ο δολοφόνος δεν είναι μικροαστός του Τέξας, αλλά κατάγεται από το Μιλγουώκυ και νιώθει απέχθεια για τους μικροαστούς. Ε, ναι, λοιπόν, ο σήριαλ κίλερ είναι κυρίως, και πάνω απ’ όλα, ποιητής: δηλαδή μια ευαίσθητη ψυχή!
Τα φρικτά εργαλεία βασανισμού και ακρωτηριασμού που επιδαψιλεύονται στα –μάλλον ψύχραιμα– μάτια του υποψήφιου θύματός του κατ’ ουσίαν διακωμωδούν τα ψυχικά εργαλεία βασανισμού που όλοι μας επιστρατεύουμε για να επιβάλουμε στους άλλους τη θέλησή μας. Τα τεμαχισμένα μέλη των έντεκα θυμάτων που πετιούνται στο ποτάμι συνοδευόμενα από ένα καλογραμμένο ποίημα δημοσιευμένο σε εφημερίδα του Τέξας παραπέμπουν αυτόματα στον κατακερματισμένο ψυχισμό του κάθε «υγιούς» οικογενειάρχη. Ο δολοφόνος δεν είναι μικροαστός του Τέξας, αλλά κατάγεται από το Μιλγουώκυ (ή, τουλάχιστον, έτσι δηλώνει) και νιώθει απέχθεια για τους μικροαστούς. Ε, ναι, λοιπόν, ο σήριαλ κίλερ είναι κυρίως, και πάνω απ’ όλα, ποιητής: δηλαδή μια ευαίσθητη ψυχή! Αυτή η αμοράλ τοποθέτηση είναι και ο άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται το σατιρικό στοιχείο του κειμένου. Πρόκειται για τη «στράτευση» που βιώνει ο ψυχοπαθής εγκληματίας, για την αίσθηση «ολοκληρωμένου κοινωνικού έργου» που επιτελεί στο όνομα της Αισθητικής: για να γλιτώσει τον κόσμο από τις άσχημες γυναίκες τις σέρνει σε ένα ηχομονωμένο υπόγειο που κάποτε χρησίμευε ως καταφύγιο για την πυρηνική καταστροφή και τις κόβει κομματάκια. Κατόπιν, τους αφιερώνει ένα ποίημα.
Σαν ερωτευμένα πιτσουνάκια, γιατρεύουν τις πληγές ο ένας του άλλου και οργανώνουν ένα υποκατάστατο «σπιτικού» που έχει μίνιμαλ προδιαγραφές αλλά ρουστίκ λεπτομέρειες: ακριβώς τόσο ανισόρροπο όσο και η διανοητική τους κατάσταση.
Δεν έχουμε, εδώ, να κάνουμε με την τετριμμένη περίπτωση του μισογυνισμού ή τις μεσσιανικές εμμονές περί παρθενίας, ούτε καν με καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία, αλλά με αμιγή αισθητισμό, παρεκτετραμμένο σε διαστροφή. H κωμική ερώτηση του υποψήφιου θύματος: «Τα πηγαίνεις καλά με τη μητέρα σου;» επισύρει, τηρουμένων των αναλογιών, μιαν ακόμη πιο κωμική απάντηση: «Τα πήγαινα καλά, αλλά δυστυχώς πέθανε άδοξα: από έμφραγμα! Και της έλεγα να μην τρώει κίτρινα τυριά!» Είναι τέτοιος ο βαθμός εισβολής του υποψήφιου θύματος στον ψυχισμό του θύτη που δημιουργείται ανάμεσά τους η ψευδαίσθηση της επικοινωνίας και του έρωτα. Σαν ερωτευμένα πιτσουνάκια, γιατρεύουν τις πληγές ο ένας του άλλου και οργανώνουν ένα υποκατάστατο «σπιτικού» που έχει μίνιμαλ προδιαγραφές αλλά ρουστίκ λεπτομέρειες: ακριβώς τόσο ανισόρροπο όσο και η διανοητική τους κατάσταση. Και επιδίδονται με επιμέλεια στον σχεδιασμό μιας αντιπροσωπευτικής καθημερινότητας ζευγαριού, αγνοώντας την αποκοπή τους από τον έξω κόσμο: έτσι, η συμφωνία «κανονικότητας» που διανοίγεται, εν είδει οραματισμού, στην υπόσχεση της σταδιακής αποκάλυψης της αλήθειας και των δύο, τελικά οδηγεί σ’ ένα αποτυχημένο πείραμα σχέσης που αποκαλύπτεται από τη φυσιολογική γειτόνισσά τους, όταν αυτή εισβάλλει στο ερμητικό τους διαμέρισμα.
Ένας άκρως συντηρητικός έρωτας
Οι σκηνικές εναλλαγές γίνονται με τους φωτισμούς και απλές μετατοπίσεις αντικειμένων στον χώρο, ενώ οι δυο πρωταγωνιστές χειρίζονται με άκρα ευαισθησία τις δυσδιάκριτες αποχρώσεις του συναισθήματος και τις απότομες μεταπτώσεις της διάθεσης που διακρίνουν τους ήρωες.
Το side-effect της σχέσης που συνάπτεται είναι απρόσμενο: η απουσία φόβου για τον θάνατο και η ομορφιά του θύματος καθηλώνει τον θύτη. Μια σωματική πληγή που της επιφέρει και η ηδονή του βασανισμού που βιώνει εκείνη ως μοναδικό αληθινό συναίσθημα παραπέμπουν ευθέως στον Θυρωρό της Νύχτας: ωστόσο, εκεί τα πράγματα ήταν βαθύτερα ψυχαναλυτικά, ενώ στο έργο του Σάιντελ η σπιτική θαλπωρή έρχεται να υποκαταστήσει τη φρίκη του υπογείου βασανισμού. Μετά τον τρόμο της καθημερινότητας με τον οποίον αναμετράται, μετά το θέατρο υποκρισίας με τους γείτονες, μετά την κατά μέτωπο αντιπαράθεση δυο ασύμβατων ψυχισμών, ο θεατής είναι φυσικό να αντικρύζει με ανακούφιση την επιστροφή στο φρικτό αυτό υπόγειο.
Σε έντονους ρυθμούς και με κινηματογραφική εναλλαγή σκηνών, το έργο αυτό αγγίζει το ζήτημα της μαγείας των σχέσεων και την υπέρβαση των σκοπέλων της σχέσης. Οι δυο ήρωες φοβούνται κυριολεκτικά να αποδεχθούν την καθημερινότητα, ενώ ο φόβος είναι κυρίαρχο συναίσθημα: ο Σάιντελ διατηρεί την «τρέλα» επί σκηνής στη διάρκεια όλου του έργου του, και ο δεξιοτεχνικός σκηνοθετικός χειρισμός του κειμένου από την Έλενα Καρακούλη αναδεικνύει όλο το εύρος του μαύρου χιούμορ που το χαρακτηρίζει. Οι σκηνικές εναλλαγές γίνονται με τους φωτισμούς και απλές μετατοπίσεις αντικειμένων στον χώρο, ενώ οι δυο πρωταγωνιστές χειρίζονται με άκρα ευαισθησία τις δυσδιάκριτες αποχρώσεις του συναισθήματος και τις απότομες μεταπτώσεις της διάθεσης που διακρίνουν τους ήρωες.
Μια έξοχη παράσταση
Περιττεύει να πούμε πόσο αρμονικά χειρίζεται ο έξοχος ηθοποιός μας [Νίκος Ψαρράς] τις δύσκολες μεταβάσεις από τη μια σκηνή στην άλλη. Πόσο διακριτικά περνά το χιούμορ στην ερμηνεία του, διατηρώντας αμείωτη και την ουδό του τρόμου.
H συμπαραγωγός Παναγιώτα Παρασκευοπούλου ανακάλυψε το έργο αυτό, που είναι καλά οργανωμένο, τεκμηριωμένο, με δομές θρίλερ έργο, και το πρότεινε στον Νίκο Ψαρρά, που ενθουσιάστηκε με τον ρυθμό του κειμένου και μπήκε ψυχή τε και σώματι στην ενσάρκωση του ρόλου αναθέτοντας τη μετάφραση στον Αντώνη Γαλέο, που τον έβγαλε ασπροπρόσωπο. Περιττεύει να πούμε πόσο αρμονικά χειρίζεται ο έξοχος ηθοποιός μας τις δύσκολες μεταβάσεις από τη μια σκηνή στην άλλη. Πόσο διακριτικά περνά το χιούμορ στην ερμηνεία του, διατηρώντας αμείωτη και την ουδό του τρόμου. Η Αλεξία Καλτσίκη βρίσκεται επίσης σε ένα πολύ καλό σημείο της καριέρας της, με ωριμότητα ηθοποιού που χειρίζεται καλά τα εκφραστικά του μέσα και υπερβαίνει τα κακοτράχαλα σημεία του ρόλου προτάσσοντας λύσεις καθαρά προσωπικές. Έπαινος και στη Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, που με ένα «κλικ» υστερίας παραπάνω αποδίδει υπέροχα τη νευρωτική γειτόνισσα και καταφέρνει να υποσκάψει το (έτσι κι αλλιώς ετοιμόρροπο) οικοδόμημα της νοσηρής αυτής σχέσης.
Μια σκηνοθεσία υποδειγματική
Όμως τα εύσημα αποδίδονται στο ταλέντο της Έλενας Καρακούλη, που μαζί με άλλους ενσαρκώνει την ελπίδα για ένα νεοελληνικό θέατρο που σταδιακά αναγεννάται. Φιλόλογος με master Θεατρολογίας στο γερμανικό πανεπιστήμιο Ρουρ του Μπόχουμ, η Έλενα Καρακούλη συνεργάζεται ως δραματολόγος με το Εθνικό θέατρο και έχει δώσει ήδη το ποιοτικό της παρών με τη σκηνοθετική δουλειά της, πρόπερσυ, στο έργο Η γυναίκα απ’ τα παλιά του Ρόλαντ Σίμελπφενιχ. Σε εκείνο το έργο του γερμανικού ρεπερτορίου επίσης κυριαρχούσαν η τολμηρή ανάμειξη κωμικού και δραματικού στοιχείου, η επένδυση διαχρονικών ζητημάτων με σύγχρονο μανδύα και η αιφνιδιαστική ανάδυση κάποιου βαθύτερου, «σκοτεινού» στοιχείου, που δύσκολα εναρμονίζονταν επί σκηνής. Στη φετινή της δουλειά, αντίθετα (και αυτή είναι μια βαθμίδα σκηνοθετικής εξέλιξης προς τα άνω), ο αμοραλισμός του κατά συρροήν δολοφόνου δεν προσκρούει στην ποιητική διάθεση της σκηνοθέτιδος: αντίθετα, το ένστικτό της ανακαλύπτει συγγενείς ποιότητες «συστέγασης» αντιφατικών ιδιοτήτων σε ένα και τον αυτό θεατρικό χαρακτήρα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.