Για την παράσταση Από πρώτο χέρι, σε σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη, η οποία παρουσιάζεται στο θέατρο Θησείον.
Του Νίκου Ξένιου
H καλλιέργεια των καπνών και ο ανθρώπινος μόχθος, δηλαδή το κορμί του ανθρώπου επί το έργον, είναι το θέμα της παράστασης της Γεωργίας Μαυραγάνη Από πρώτο χέρι, που ανεβαίνει στο θέατρο «Θησείον» μετά από μια πετυχημένη πορεία επί σκηνής. Υποδυόμενες τις καπνεργάτριες της περιοχής του Αγρινίου, τρεις ηθοποιοί επιστρατεύουν ηχητικά και φωτογραφικά ντοκουμέντα από μια μελέτη που προηγήθηκε για να συνθέσουν μια ποιητική, ντοκιμαντερίστικη αφήγηση της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ιστορία της ελληνικής αγροτιάς.
Νοσταλγία από τις γυναίκες και για τις γυναίκες
Η Κατερίνα Καραδήμα, η Δανάη Σπηλιώτη και η Μαντώ Κεραμυδά κάνουν πολιτικό θέατρο που έμμεσα τεκμηριώνει τη σημερινή κατάσταση κρίσης στη χώρα, ανασύροντας και ζωντανεύοντας θεατρικά μνήμες και πλούσιο υλικό από συνεντεύξεις ανθρώπων που είχαν δουλέψει ως αγρότες στα χλωρά καπνά και ως καπνεργάτες στις αποθήκες των καπνοπαραγωγών Βάλτου, Ξηρομέρου και Τριχωνίδας. Ένας μόχθος ανέλπιδος, χωρίς όφελος και άμεσες απολαυές, αλλά με την αμετακίνητη αυταπάτη πως η εργασία είναι καθήκον και χαρά («Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο!»).
Ο ανεπεξέργαστος ερωτισμός και το γλέντι. Η γυναίκα ως εργατική δύναμη, ως μάνα, ως κόρη, ως ερωμένη. Ένας ύμνος στη γυναίκα.
Η γυναικεία αυτή αφήγηση ξεκινά απ’ το φύτεμα του καπνού και τελειώνει στο κοπιαστικό καλοκαίρι της αποξήρανσης και της κοπής και περισυλλογής των καπνών, της δημιουργίας του «δέματος» (που συνιστά και τη θεατρική σκευή της παράστασης και το συναισθηματικό στοιχείο όπου αγκιστρώνεται η νοσταλγός μνήμη), τέλος η πικρία και η ανθρωπιά του αυτονόητου καθήκοντος για έγερση τα άγρια χαράματα και για ατέρμονο σκύψιμο μέσα στην πρωϊνή υγρασία, την κάψα του μεσημεριού και το αποκάμωμα του κορμιού στη δύση του ήλιου. Ο ανεπεξέργαστος ερωτισμός και το γλέντι. Η γυναίκα ως εργατική δύναμη, ως μάνα, ως κόρη, ως ερωμένη. Ένας ύμνος στη γυναίκα.
Κι ένας φιλοσοφικός ύμνος στην «πτητικότητα» του προϊόντος αυτού, που το βάζεις στη ζυγαριά, βλέπεις το βάρος του, έπειτα το καπνίζεις και μετά ζυγίζεις τη γόπα και συνειδητοποιείς πως τόσος κόπος, τόση σκληρή δουλειά και τόσο μεγάλη φροντίδα έχει αφιερωθεί σε κάτι το οποίο εξατμίζεται. Σαν τη ζωή μας.
«Το 'χα σα μωρό, το φρόντιζα να είναι λαμπερό»
Ένα σαφές πολιτικοκοινωνικό σχόλιο για την ελευθερία που εκπηγάζει ως φως τη στιγμή της επιλογής: να ξανασκύψω πάνω στα αχάριστα καπνά ή να σηκωθώ να φύγω;
Η φροντίδα αυτού του συγκεκριμένου προϊόντος, ναι, η συγκίνηση και η νοσταλγία που απορρέει από την απόσταση που επιφέρει ο χρόνος και από την προβολή της «μαρόν» φωτογραφίας των 70’s. Παράλληλα, όμως, και ένα σαφές πολιτικοκοινωνικό σχόλιο για την ελευθερία που εκπηγάζει ως φως τη στιγμή της επιλογής: να ξανασκύψω πάνω στα αχάριστα καπνά ή να σηκωθώ να φύγω; Μια εκδοχή της ελευθερίας που εκφαίνεται ως στιγμιαία έκλαμψη και είναι γνωστή μόνο στον πάσχοντα, αγωνιζόμενο άνθρωπο. Σε όλες τις χρονικές στιγμές αυτή η ελευθερία μεταστοιχειώνεται και μεταμφιέζεται σε διάφορα συναισθήματα: σε περηφάνεια για την αναβάθμιση των καπνών του Αγρινίου, από την περιοχή Ζαπάντι της Τουρκοκρατίας ώς τον δέκατο όγδοο αιώνα κι έως και τη διεθνή έκθεση των Παρισίων, στην αυγή του εικοστού και τη φορολόγηση των καπνών από τον Τρικούπη. Σε άγχος για την ανεργία με την προϊούσα εκβιομηχάνιση («Το δευτερόλεπτο, το κλάσμα του δευτερολέπτου ρυθμίζει τώρα τις διαδοχικές κινήσεις... Και λέγανε, τι είμαι εγώ ξέρω γω, να βγάζω και τη δική της τη δλειά. Κατάλαβες; Έτσι είναι το σύστημα. Στόχος η αέναη κίνηση της μηχανής»). Σε τραγικό συναίσθημα ιστορικής ευθύνης με τη συμμετοχή της περιοχής στη νεοελληνική ιστορία, τους γερμανοτσολιάδες και τις ομαδικές εκτελέσεις. Σε ποίηση με τον «Επιτάφιο» που εμπνεύστηκε ο Ρίτσος από τη φωτογραφία εκείνου του καπνεργάτη που σκοτώθηκε σε διαδήλωση και που, δίπλα, η μάνα του τον θρηνεί. Σε πολιτική αγανάκτηση για την κυβέρνηση Καραμανλή, που επέρριψε το κόστος των αγροτικών μεταρρυθμίσεων στις δικές τους πλάτες κι ανάγκασε τους καπνοβιομήχανους να προβούν στην αγορά των ίδιων τους των καπνών. Σε περιφρόνηση για το «στριφτό» τσιγάρο, με τη μετάθεση του επενδυσιακού ενδιαφέροντος από το παραδοσιακό τσεμπέλι –το ελληνικό χαρμάνι– στο βιρτζίνι, το αμερικανικό blend.
«Η ζωή δεν είναι εύκολο πράμα. Όμως, πρέπει ν’ αφήσεις και μια νότα χαράς στο τέλος. Η ζωή δεν είναι μόνο ταλαιπωρία: είναι και χαρά και ελπίδα!»
Τέλος, σε κακογουστιά με τη μετεξέλιξη του ρουστίκ σκηνικού σε μετεμφυλιακή πλαστή ευμάρεια και σε νεοπλουτισμό των επιχορηγήσεων της πασοκικής περιόδου των 80’s. Όλα, όμως, αυτά αντικρυσμένα όμως με τη συμπάθεια προς τον άνθρωπο και την κριτική ματιά στις επιπόλαιες πολιτικές επιλογές. Για εκείνο το περίφημο «επίδομα» που μετέτρεψε τις ταλαιπωρημένες αγρότισσες με το έντονο αίσθημα αλληλεγγύης που καλλιεργούσαν η μια το χωράφι της άλλης σε εργάτριες που βλέπουν τις αφίσες των αγροτοδανείων και ονειρεύονται ότι αγοράζουν γούνες, βίντεο και τριαξονικά τζίπ και πίνουν τον καφέ τους στο Empire state building, ξέρουν όμως πως η μοίρα τους είναι να περάσουν τη ζωή τους στα χωράφια. Που ηθικά και πολιτικά διάβρωσε τις οικογένειες που με πηγαίο αίσθημα στελέχωναν και έδιναν το αίμα τους στις πρώτες συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις του εργατικού κινήματος. Που παρήγαγε τη σημερινή κατάσταση, εγκαταλείποντας αβασάνιστα την πρώτη ανδροκρατούμενη κοινότητα με τον κρυφό, υποθάλποντα φεμινισμό.
Σε χιούμορ, πάνω απ’ όλα, και εναλλαγή δραματικών σκηνών με ανάλαφρες σκηνές συναισθηματικής εκτόνωσης. Ενδιαφέρον και χαρακτηριστικό στιγμιότυπο είναι η δραπέτευση του επίδοξου, περιζήτητου γαμπρού που πέρασε στις Πανελλήνιες και «γλίτωσε» και η μετάθεση της ευθύνης της καπνοσυλλογής στα χέρια των ημίγυμνων Αλβανών που αφήνουν τη μονοκαλλιέργεια να πάει χαμένη. Τέλος, μια ελευθερία ηθική που μετατρέπεται σε νότα αισιοδοξίας όταν ένας παππούς δίνει «σκηνοθετική» οδηγία στην ίδια τη σκηνοθέτιδα: «Η ζωή δεν είναι εύκολο πράμα. Όμως, πρέπει ν’ αφήσεις και μια νότα χαράς στο τέλος. Η ζωή δεν είναι μόνο ταλαιπωρία: είναι και χαρά και ελπίδα!»
Με τον ιδρώτα του προσώπου η Ιδέα
Eίναι ενδιαφέρουσα η σωματική διάσταση που υπάρχει στον θεατρικό μόχθο της κυρίας Μαυραγάνη: στο «Γήρας» και στον «Οικότροφο Τέρλες» του Μούζιλ άρχισε να χτίζει σταδιακά, ως εν εξελίξει project, το προσωπικό της δραματουργικό στυλ, απέριττο και φιλοσοφικά τοποθετημένο στον άξονα της συγκίνησης και της σωματικότητας.
Τα απομνημονεύματα του Ευάγγελου Παπαστράτου Η δουλειά και ο κόπος της, καθώς και ιστορικά στοιχεία που προκύπτουν από το ιστορικό δοκίμιο του Αριστείδη Μπαρχαμπά Καπνεργάτες – οι κυνηγοί του ονείρου είναι πηγές τεκμηρίωσης για τη δραματοποίηση αυτή, που υπερβαίνει τον ηθογραφικό ρεαλισμό και εξελίσσεται σε από σκηνής δοκίμιο ανθρωπιάς. Συμβολικά σκηνικά αντικείμενα (Λ. Κυριλή) και σκληροί φωτισμοί (Τ. Παλαιορούτας) εγκαταλείπουν το ρεαλιστικό στίγμα και δίνουν την ευκαιρία στην κυρία Μαυραγάνη για μιαν ακόμη «αφηγημένη» (devised) δραματουργική δουλειά: μεγάλο ποσοστό αυτοσχεδιασμού κατά τις πρόβες που έχει ενσωματωθεί στο σκηνικό γίγνεσθαι, οικοδόμηση μικρών επεισοδίων γύρω από ένα κεντρικό θέμα με τους ηθοποιούς σε μετωπική σχέση με το κοινό, χρήση μικροφώνου για την παραγωγή υποβλητικού ήχου στην αφήγηση.
Αλλά και το θέατρο δεν είναι ένα χωράφι που πρέπει να καλλιεργηθεί με τον ίδιο μόχθο και με την ίδια φροντίδα, με την ίδια αυταπάρνηση και με την ίδια συναίσθηση ματαιότητας; Eίναι ενδιαφέρουσα η σωματική διάσταση που υπάρχει στον θεατρικό μόχθο της κυρίας Μαυραγάνη: στο «Γήρας» και στον «Οικότροφο Τέρλες» του Μούζιλ άρχισε να χτίζει σταδιακά, ως εν εξελίξει project, το προσωπικό της δραματουργικό στυλ, απέριττο και φιλοσοφικά τοποθετημένο στον άξονα της συγκίνησης και της σωματικότητας, επιστρατεύοντας τώρα τη δουλειά στα καπνά ως εφαλτήριο για την ενεργοποίηση του κορμιού του ηθοποιού. Αξιοποιώντας τη θητεία της δίπλα στον Χουβαρδά, τον Μοσχόπουλο, τον Τερζόπουλο και τον Μαρμαρινό και απέχοντας, μέχρι στιγμής, από το κλασικό θεατρικό κείμενο χτίζει με μεταθεατρικό τρόπο ένα δυναμικό άξονα διαμορφούμενου κειμένου κι επιστρατεύει την ιδέα του πόνου και την ιδέα της χαράς, παράγοντας ένα ιδιαίτερα συγκινητικό contrapunto κι ένα ρυθμό καταιγιστικό που επιτυγχάνεται με τον ιδρώτα των ηθοποιών της. Το αποτέλεσμα είναι ένα γνήσιο, παλλόμενο λαϊκό θέαμα που πόρρω απέχει του διδακτικού δοκιμίου και που «χτυπά» απευθείας στο συναίσθημα του θεατή.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.