Για την παράσταση Οι αναστατώσεις του οικότροφου Τέρλες, σε σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο Πόρτα.
Του Νίκου Ξένιου
Σχολική βία και εκκολαπτόμενος φασισμός κυριαρχούν στη νουβέλα του Ρόμπερτ Μούζιλ Οι αναστατώσεις του οικότροφου Τέρλες (μτφρ. Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδ. Πατάκη), που ανεβαίνει στο θέατρο «Πόρτα» σε διασκευή και σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη.
Ο νεαρός Τέρλες (Βαγγέλης Αμπατζής) και οι τρεις συμφοιτητές του κινούνται ανάμεσα σε κρεμασμένες λάμπες και μικρόφωνα, ντυμένοι ως οικότροφοι στρατιωτικού κολλεγίου (Άρτεμις Φλέσσα), υπό την κινησιολογική καθοδήγηση της Ρομάνα Λόμπατς και τις φωτιστικές συνθήκες του Τάσου Παλαιορούτα.
Το φαινόμενο «Τέρλες», όχι εμείς
Οικότροφοι μιας στρατιωτικής σχολής, ο νεαρός επίδοξος στρατιωτικός Ράιτινγκ και ο στυγνός σαδιστής και δήθεν μυστικιστής Μπάινεμπεργκ, συλλαμβάνουν τον συμμαθητή τους Μπαζίνι να κλέβει χρήματα και, αντί να τον καταδώσουν στον διευθυντή, εφαρμόζουν μιαν ιδιότυπη μορφή αυτοδικίας, εμπλέκοντας και τον νεαρό Τέρλες.
Οικότροφοι μιας στρατιωτικής σχολής, ο νεαρός επίδοξος στρατιωτικός Ράιτινγκ (τον ερμηνεύει με μεγάλη ευαισθησία ο Μπλερίμ Δαμπιράι) και ο στυγνός σαδιστής και δήθεν μυστικιστής Μπάινεμπεργκ (σε ερμηνεία Βασίλη Σαφού), συλλαμβάνουν τον συμμαθητή τους Μπαζίνι (εξαιρετικός στον τεθηλυσμένο αυτόν ρόλο ο Γρηγόρης Μπαλάς) να κλέβει χρήματα και, αντί να τον καταδώσουν στον διευθυντή, εφαρμόζουν μιαν ιδιότυπη μορφή αυτοδικίας, εμπλέκοντας και τον νεαρό Τέρλες (ερμηνευμένο από τον Βαγγέλη Αμπατζή). Βιάζουν ψυχικά και σωματικά τον Μπαζίνι υπό την απειλή της αποκάλυψης και σταδιακά αναπτύσσουν μια σαδιστική σχέση προς το πρόσωπό του. Μετά από την άτυχη συνεύρεση με μια πόρνη (που την υποδύεται επίσης ο Γρηγόρης Μπαλάς), η ηθική και σεξουαλική σύγχιση καθιστά τον Τέρλες συνένοχο με τους συμμαθητές του, ενώ παράλληλα τον βάζει στη διαδικασία της συνειδητοποίησης των φιλομόφυλων αισθημάτων του. Ο Μπάινεμπεργκ και ο Ράιτινγκ κρύβουν τη ντροπή για τη δική τους ομοφυλοφιλία υποβαθμίζοντας το θύμα τους. Ο Μπαζίνι ερωτεύεται τον Τέρλες κι εκείνος ανταποκρίνεται για ένα σύντομο διάστημα, ωστόσο η παθητικότητα του πρώτου συναντά τα εκκολαπτόμενα φασιστικά ένστικτα του δεύτερου: «...όσον αφορά τον Μπαζίνι, δεν θα πω “κρίμα το παιδί” ό,τι και να γίνει. Ακόμα κι αν τον καταγγείλουμε, αν τον πλακώσουμε στο ξύλο ή αν έτσι για το κέφι μας τον βασανίσουμε μέχρι θανάτου, δεν θα το πω. Γιατί δεν μπορώ να φανταστώ ότι ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να έχει κάποια σημασία στον θαυμαστό μηχανισμό του κόσμου... Αξίζει όσο κι ένα σκουλήκι στον δρόμο...».
Η συμμετοχή του Τέρλες στον βασανισμό του Μπαζίνι καλύπτεται υπό το πρόσχημα της δήθεν διερεύνησης του χάσματος που χωρίζει τον «λογικό» από τον «άλογο» εαυτό. Η εκούσια θυματοποίηση του Μπαζίνι ταιριάζει με τα άγρια ένστικτα αυτών των εκπροσώπων της «αρσενικής» εφηβείας, που όμως άγεται και φέρεται από τον τρόμο του διασυρμού και της έκθεσης στα μάτια των άλλων. Τέλειο θύμα για τα άγρια ένστικτά τους, ο Μπαζίνι βασανίζεται σωματικά για να αποκαλύψει τον εσωτερικευμένο αυταρχισμό που δειλά δειλά αρχίζει να χαρακτηρίζει τις κοινωνικές σχέσεις στη δύση της παλιάς αυτοκρατορικής κεντρικής Ευρώπης. Η χρησιμοποίηση, από τους συμφοιτητές του, της θεωρητικής δομής που έχει η ιδιοσυγκρασία του Τέρλες είναι επίσης ένα επίμαχο κρυπτοφασιστικό γνώρισμα. Η σταδιακή αποκτήνωση και η χαιρέκακη ικανοποίηση που αντλείται από την υποταγή του σώματος του «άλλου» συγχέονται με την αισθητική προσέγγιση της ανδρικής ομορφιάς και της σεξουαλικής έλξης, αφήνοντας τον αισθησιασμό να κραδαίνει μια δαμόκλειο σπάθη καταστροφής πάνω από τον άκαμπτο πυρήνα στρατοκρατίας που το κολλέγιο συνιστά. Η ομοιομορφία των στολών εκπίπτει σε δυσμορφία και μέσα σ’ αυτήν την ασχήμια εγκυμονείται ο λανθάνων φασιστικός μηχανισμός.
Το αυγό του φιδιού
Στην εξαιρετική σκηνοθεσία της κυρίας Μαυραγάνη αξιοποιούνται όλα τα σωματικά χαρακτηριστικά και οι ερμηνευτικές δεξιότητες των τεσσάρων πρωταγωνιστών ώστε να περιττεύει η χρήση σκηνικών «εποχής».
Στη νουβέλα του Μούζιλ, ο Τέρλες εκφωνεί ένα λογύδριο υπαρξιακού περιεχομένου μπροστά στις αρχές του σχολείου που μπερδεύει τους πάντες. Πρόκειται για την έκθεση ενός αμιγώς μονιστικού, βιταλιστικού δόγματος: «Σε κάθε ύπαρξη βρίσκει κανείς ένα ζωτικό στοιχείο που συμφιλιώνει τον υλισμό με τον ιδεαλισμό», να τι πιστεύει ο Τέρλες, κι έτσι συλλαμβάνει ως παρακμή και ξεπεσμό τη λειτουργία του ανθρώπου εκτός των πνευματικών ορίων μιας κοινωνικής δομής που παρακμάζει η ίδια, εξορκίζοντας έντρομη και ευτελίζοντας την ικανοποίηση που αντλεί από την παρακολούθηση της ίδιας της της décadence. Τα μαθηματικά δεν τον εκφράζουν, ούτε το συμβατικό λεξιλόγιο, ούτε και η σκέψη του Καντ. Η Ηθική τον ενδιαφέρει μόνον ως κοινωνική ανάγκη· εξ ού και η επιστροφή στο σπίτι του, στο τέλος της νουβέλας, που σημαίνει και την απόρριψή του κάθε ουτοπίας της ηθικής απαρτίωσης. Πρόκειται για τον θρίαμβο της τυχαιότητας και της συγκυρίας που συγκαλύπτει, ως υπαρξιακό αδιεξόδο και ως άλλοθι, την καταπιεσμένη σεξουαλική ώση και διστάζει ν’ αποδεχθεί το γεγονός πως η απώλεια των σταθερών ενός κοινωνικού μορφώματος μπορεί και να εκφανεί ως έκσταση, ως υπέρβαση των ορίων ή ακόμη και ως πάθος. «Στον Μούζιλ δεν υπάρχουν σημασίες, υπάρχουν σχέσεις σημείων. Το υπόλοιπο είναι το ανείπωτο, δηλαδή το μυστικιστικό στοιχείο...»
Στην παράσταση ακούγεται το τραγούδι του αυστριακού Φραντς Γιόζεφ Χάυντν (1732-1809) «Tod und Schlaf/Death and Sleep». Κάποιοι ψίθυροι, φωτισμένες ερωτικές σκηνές και υποφωτισμένες σκηνές βίας συναποτελούν τον καμβά όπου η αφήγηση περνά χέρι χέρι από τον έναν ηθοποιό στον άλλο, σε μια καλά ασκημένη, πειθαρχημένη και πρωτότυπη διασκευή του κειμένου για το θέατρο. Και οι τέσσερεις είναι, ταυτόχρονα, θύματα και θύτες. Και οι τέσσερεις είναι διαφορετικές εκφάνσεις του ίδιου του φαινομένου «Τέρλες». Στην εξαιρετική σκηνοθεσία της κυρίας Μαυραγάνη αξιοποιούνται όλα τα σωματικά χαρακτηριστικά και οι ερμηνευτικές δεξιότητες των τεσσάρων πρωταγωνιστών ώστε να περιττεύει η χρήση σκηνικών «εποχής».
Ο συγγραφέας
Βασισμένο, κατά κάποιους, στις προσωπικές εμπειρίες του Μούζιλ ως οικότροφου σε μιλιταριστικά κολλέγια στο Άιζενσταντ, στο Χράνιτσε και στη Bιέννη της Αυστροουγγαρίας, το έργο διασκευάστηκε επιτυχημένα από τον Φόλκερ Σλέντορφ για τον κινηματογράφο.
H εξπρεσιονιστική νουβέλα του Ρόμπερτ Μούζιλ Οι αναστατώσεις του οικότροφου Τέρλες (Die Verwirrungen des Zöglings Törleß) είναι ένα κείμενο ενηλικίωσης (Bildungsroman), η ενήβωση ενός αγοριού που αναζητά το σύμπαν των προσωπικών του αξιών σε ένα σκληρό κόσμο. Βασισμένο, κατά κάποιους, στις προσωπικές εμπειρίες του Μούζιλ ως οικότροφου σε μιλιταριστικά κολλέγια στο Άιζενσταντ (1892–1894), στο Χράνιτσε (1894–1897) και στη Bιέννη (1897) της Αυστροουγγαρίας, το έργο διασκευάστηκε επιτυχημένα από τον Φόλκερ Σλέντορφ για τον κινηματογράφο. Ο Μούζιλ έγραψε τον «Τέρλες» την περίοδο που εργαζόταν, στη Στουτγάρδη, ως άμισθος βοηθός του καθηγητή Τζούλιους Καρλ φον Μπαχ (1902–1903). Ακολούθησαν οι διατριβές του στην Ψυχολογία και στη Φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου (1903–1908), η γνωριμία με τη σύζυγό του Μάρτα (1905) και η δημοσίευση της νουβέλας (1906). Το 1911 δημοσίευσε ακόμη δύο νουβέλες και παντρεύτηκε την εβραία σύζυγό του, μεταστρεφόμενος, όπως κι εκείνη, στον Προτεσταντισμό. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Βιέννης και ως εκδότης σε εφημερίδα μέχρι τη στράτευσή του στο Τιρόλο στην έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1916 συνάντησε τον Κάφκα στην Πράγα και μετά την κατάρρευση της Αυστροουγγαρίας επέστρεψε στην εργασία του στη Βιέννη. Δημοσίευσε τις «Τρεις γυναίκες» το 1924. Από το 1930 ως το 1933 επιδόθηκε στη συγγραφή των δύο πρώτων τόμων του «Ανθρώπου χωρίς ιδιότητες». Η δημόσια εικόνα του ενισχύθηκε από τις συστάσεις του Τόμας Μαν και του Χέρμαν Μπροχ. Το 1936 έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο. Ακολούθησε η απαγόρευση των βιβλίων του από τους Ναζί, την πρώιμη επικράτηση των οποίων βίωσε στο Βερολίνο μεταξύ του 1931 και του 1938: πέθανε εξόριστος στην Αυστρία στις 15 Απριλίου του 1942 σε ηλικία εξήντα ενός ετών. Το 1943, στη Λωζάνη, η σύζυγός του δημοσίευσε 462 σελίδες από τον τρίτο τόμο του «Ανθρώπου χωρίς ιδιότητες», που τον κατέταξε στους εκατό μεγαλύτερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.