
Για την παράσταση χορού από το TAO Dance Theater, η οποία παρουσιάστηκε στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
Του Νίκου Ξένιου
Ο Τάο Γιε, γνωστός στην Κίνα και σε ολόκληρο τον κόσμο, παρουσίασε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση τις περφόρμανς χορού «Έξι» και «Επτά». Η πρώτη ήταν παραγγελία του Norrlands Operan στη Σουηδία και η δεύτερη του λονδρέζικου θεάτρου Sadler’s Wells. Πρόκειται για σύνθεση δύο χορογραφιών που προσλαμβάνει φιλοσοφικές διαστάσεις, δίχως να αφηγείται κάτι συγκεκριμένο.
Ήδη από την ίδρυσή του, το 2008, το TAO Dance Theater έχει παρουσιάσει σε κινεζικά και σε διεθνή φεστιβάλ θέατρο, πειραματική μουσική, φιλμ, οπτικές τέχνες, χορογραφίες και installation. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δώσει στη χορευτική παιδεία, προσφέροντας ανοικτές τάξεις και εργαστήρια σε μιαν έκταση από την Κίνα ως τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο χορογράφος και ιδρυτής του Ταό Γιε έχει τελετουργική αισθητική που συνδυάζεται με τη σύγχρονη χορευτική έκφραση δίνοντας ένα υψηλής ποιότητας αποτέλεσμα.
Μινιμαλισμός στη σύνθεση
Κινούμενοι σε ένα σώμα, οι ερμηνευτές του Ταό παράγουν την αίσθηση μιας ανθρώπινης μηχανής, που αναπνέει και τραγουδά σε ένα κρεσέντο κάθαρσης.
Αρχικά με στραμμένα τα νώτα στο κοινό, οι έξι χορευτές του σκοτεινού «6 – The Sami Chinese Project» κινούνται κυκλικά γύρω από τον άξονά τους χωρίς να χάνουν τη σύνδεσή τους. Η χορογραφία συνδέει την αρκτική τούνδρα με το Πεκίνο, την τεράστια μητρόπολη των εκατομμυρίων κατοίκων και του νέφους. Οι έξι χορευτές και ο συνθέτης Χσιάο Χε συνδέονται με τους μουσικούς «Σάμι» Άξελ Όλε, Σίγκουρντ Άντερσον και Σάιμον Ισάτ Μαράινεν. Μογγολικοί θρήνοι, σύγχρονος κινεζικός χορός και παράδοση Σάμι, σε μια ευφάνταστη σύνθεση κενού σκοταδιού και αμυδρού νεφελώδους φωτός. Κινούμενοι σε ένα σώμα, οι ερμηνευτές του Ταό παράγουν την αίσθηση μιας ανθρώπινης μηχανής, που αναπνέει και τραγουδά σε ένα κρεσέντο κάθαρσης. Ποικιλία μουσικών οργάνων σκανδιναβικής προέλευσης και «σπιρίτσουαλ» της κατηγορίας «joiks» χωρίς στίχους ή συγκεκριμένη μουσική δομή. Το «φάντνο», το «λουρ», η τρομπέτα και τα ντραμς της Σάμι μουσικής δονούν τους ενωμένους αστραγάλους των χορευτών και η κίνηση ξεκινά από τον αυχένα, κατηφορίζει στο στήθος και μεταδίδεται σε πυρετώδεις κυματισμούς στη μέση και στα πόδια για τα επόμενα σαράντα λεπτά. Μέσα σε ομιχλώδες σκηνικό και κάπως υποφωτισμένοι, μοιάζουν με δέντρα που τα κινεί ο άνεμος ή με κύματα ενός ποταμού ή με μεγάλο φίδι που κινείται απειλητικά στο χάος. Το τρανς μουσικό θέμα του Χσιάο Χε εντείνει την αίσθηση πως τα υπνωτικού ρυθμού βήματά τους οδηγούν στον αφανισμό.
Έντονη υπαρξιακή αναζήτηση, δύναμη θέλησης και συναίσθηση της ομαδικότητας είναι τα κύρια χαρακτηριστικά ιδιοσυγκρασίας που αφήνει να αναδειχθούν αυτή η παράσταση.
Αντίθετα, στο «Επτά», οι ερμηνευτές είναι ευδιάκριτοι και έντονος λευκός φωτισμός (της σουηδής Έλεν Ρούγκε) αναδεικνύει τους λευκούς τους χιτώνες, ενώ τη μουσική την τραγουδούν οι ίδιοι. Η αντίστιξη ανάμεσα στα δύο μέρη της παράστασης είναι πολύ έντονη και λειτουργεί επεξηγηματικά για τον θεατή. Η μονοχρωμία (μαύρο στο «6» και λευκό στο «7») και ο αντίστοιχα αυξανόμενος αριθμός των χορευτών ενισχύουν τη σύνθλιψη της ατομικότητας. Παρ’ όλα αυτά, ο κάθε ερμηνευτής διατηρεί το προσωπικό του ύφος και επιστρατεύει τον ατομικό του σωματότυπο, που γίνεται σταδιακά αναγνωρίσιμος. Έντονη υπαρξιακή αναζήτηση, δύναμη θέλησης και συναίσθηση της ομαδικότητας είναι τα κύρια χαρακτηριστικά ιδιοσυγκρασίας που αφήνει να αναδειχθούν αυτή η παράσταση. Η συνεχής επανάληψη του κινησιολογικού μοτίβου παράγει την αίσθηση της μύησης σε κάποιους κοσμικούς ρυθμούς, όπως συμβαίνει, λόγου χάριν, με τους περιστρεφόμενους δερβίσηδες. Η περιδίνηση, άλλωστε, αναγόμενη στους Προσωκρατικούς, αφορά και τον δυτικό πολιτισμό, καθώς καταργεί τα όρια αρχής και τέλους, χρονικότητας και τοπικότητας, συνδέοντας την ανθρώπινη ύπαρξη με συμπαντικά μεγέθη. Και, το κυριότερο, το κορμί των χορευτών είναι το πρωτεύον υλικό, αυτό που θα πλάσει τη μουσική. Το πρόσωπό τους είναι μόνο μέρος αυτού του σώματος (που μάλιστα δεν είναι ένα σώμα, αλλά ένα σύνολο σωμάτων που κινείται ρυθμικά σε μια κοινή ανάσα). Σταδιακά οι χορευτές εξαντλούνται, καθώς σηκώνονται, στρέφονται, γονατίζουν και ξανασηκώνονται, αναγκάζοντας τον θεατή να συγκεντρωθεί στην προσπάθειά τους. Ο χορός όμως δεν είναι μόνο μόχθος, είναι και υπέρβαση και έκσταση.
Υψηλή αισθητική
Μινιμαλιστικές συνθέσεις του Στηβ Ράιχ και του Τχσιάο Χε, σε συνδυασμό με τον άψογο συγχρονισμό και την πειθαρχία των χορευτών του, εισάγουν μια πρωτόγνωρη παραστασιακή αντίληψη. Η αίσθηση που μένει στον θεατή είναι πως οι ασκημένοι αυχένες στρέφονταν διαρκώς, επιβεβαιώνοντας τον εκστατικό, μαιναδικό χαρακτήρα της χορογραφίας. Αλλά και τα κοστούμια των Ταό Γιε και Λι Μιν έχουν μεγάλη βαρύτητα, καθώς «φακελώνουν» το ανθρώπινο σώμα περιορίζοντας τα ανοίγματα των ποδιών και τις κινήσεις των δακτύλων, κλείνοντας τον ορίζοντα στις «μεγάλες» κινήσεις και αναγκάζοντας το κέντρο του σώματος, τη μέση, τον άξονα και τον αφαλό να διαδραματίσουν τον κύριο ρόλο. Το αποτέλεσμα της επιστράτευσης μινιμαλιστικής μονοχρωμίας είναι η απόλυτη αφαίρεση, η απόλυτη κομψότητα, που δεν άφησε βέβαια αδιάφορα τα διεθνή περιοδικά μόδας και τους μεγάλους μοδίστρους. Υπό αυτό το πρίσμα, οι συνθέσεις του Ταό Γιε έχουν καθιερωθεί σε όλον τον πλανήτη, τόσο για τη σοβαρότητα και πειθαρχία της δουλειάς που ανακλούν, όσο και για την πρωτοποριακή σκηνική σύνθεση και τοποθέτηση του ανθρώπινου σώματος μέσα στον χώρο.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.