
Για την παράσταση του Philippe Quesne Η μελαγχολία των δράκων, που παρουσιάστηκε στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών.
Του Νίκου Ξένιου Φωτογραφίες Martin ArgyrogloΟ γάλλος παραγωγός και οπτικός καλλιτέχνης Philippe Quesne ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, προσκεκλημένος της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, με τη διεθνή του σκηνική επιτυχία Η μελαγχολία των δράκων. Πρόκειται για μιαν αμφιλεγόμενη παράσταση, που άλλοι χαρακτήρισαν «απόλυτο αριστούργημα» και άλλοι απλώς «πρωτοποριακή αλλά, ταυτόχρονα, βατή και διασκεδαστική». Το βέβαιο είναι πως δεν πρόκειται για ένα αδιάφορο έργο, εφόσον εμπλέκει τους πάντες σε μιαν επανεκτίμηση της έννοιας της μελαγχολίας.
Grande illusionista και teatro povero
Είναι παράσταση για απαιτητικούς θεατές των αμερικανικών block busters με τις ορδές των τεράτων να κατατροπώνονται ειδικά παρουσιασμένη για καλόγριες στο προαύλιο του Cloître des Célestins. Είναι συνάντηση δυο γενεών στο όριο μιας μινιμαλιστικής Newfoundland που παραπέμπει στον Ντίσνεϋ.
O Quesne ιδρύει, το 2003, το Vivarium Studio («Στούντιο-Ενυδρείο») στο Παρίσι με στόχο να πλήξει την καταναλωτική αισθητική που τον καταδυναστεύει. Οι προηγούμενες παραστάσεις του, La Démangeaison des ailes (2003), D'après Nature (2006), Des Expériences, Enchantillions και Caspar Western Friedrich, καθώς και η αμέσως προηγούμενη παραγωγή του, το Effet de Serge, διανοίγουν μιαν ολόκληρη σειρά δυνατοτήτων μέσα από τη μεταμφίεση στην άφυλη, χρονικά «καθηλωμένη», vintage αισθητική τεράτων που είναι λυπημένα. Δίνει το νέο επεισόδιο κάποιο νέο εννοιολόγιο για τη Μελαγχολία, με το εγχείρημα της παραμόρφωσης καθιερωμένων αισθητικών μορφών; Καθιερώνει το Ποταπό ως αισθητικό αξίωμα; Είναι παράσταση για απαιτητικούς θεατές των αμερικανικών block busters με τις ορδές των τεράτων να κατατροπώνονται ειδικά παρουσιασμένη για καλόγριες στο προαύλιο του Cloître des Célestins. Είναι συνάντηση δυο γενεών στο όριο μιας μινιμαλιστικής Newfoundland που παραπέμπει στον Ντίσνεϋ. Είναι το σοκ της αντιπαράθεσης των hairy χεβιμεταλάδων με μιαν αφελή γηραιά κυρία που δεν έχει επίγνωση του κινδύνου. Όπως και να ’χει, ο μικρός κόκκινος δράκος, το μυθικό, φανταστικό ον που θα μπορούσε να είναι και παιδικό παιχνίδι ή κατοικίδιο, ήρωας μιας ιουρασικής περιπέτειας ή φιγούρα manga, απλά εμφανίζεται στο τζάμι μιας φωτισμένης Σιτροέν του ’90 που χάλασε μέσα στο μεσοευρωπαϊκό χιονισμένο δάσος και ακινητοποιήθηκε μαζί με ένα παρελκόμενο τρέιλερ. Και μετά «πετιέται» στο “coffre” της σαραβαλιασμένης Σιτροέν. Αν δεν είναι αυτό μελαγχολικό, τότε τι είναι;
Η μελαγχολία των επιζώντων ενάντια στον ακαδημαϊσμό
Με πενιχρά μέσα συνθέτει ένα εφήμερο σεληνιακό σκηνικό που θα φωτιστεί με υψηλή τέχνη για να μετατραπεί σε ζοφερή εικόνα ερήμωσης και κατόπιν σε σκοτεινό, κινούμενο δάσος απειλητικών cocoons που φέρουν μιαν εικαστική ποιότητα μεταπυρηνικού τοπίου.
Οι ρόκερς αδιαφορούν για τη βλάβη του αμαξιού και ακούνε στα MP3 τους από Ηeavy Μetal μέχρι αναγεννησιακή μουσική τρώγοντας γαριδάκια και άλλα τζανκ και πίνοντας μπύρες. Η λεπτομερής, φωτορεαλιστική ακρίβεια της εικόνας δίνει αφορμή στον Κεν να επιστρατεύσει το αξίωμά του: πως από αυτήν τη βάση εκκινεί η φαντασίωση. Ένα γκρουπ από ηλικιωμένους, μεσήλικες και νέους φορά leather, περούκες και jeans και ακούει με νοσταλγία τη μουσική της generation x, κοιμάται σε ένα διαφανές Τerrarium θαυμάτων που φέγγει αλλόκοτα μέσα στο σκοτεινό χιονισμένο τοπίο, προετοιμάζει ένα «Πάρκο διασκεδάσεων» αντίστοιχο με το «Jurassic Parc», ένα «λούνα παρκ» ή άλλου είδους θεματικό πάρκο και για το σώου της χρησιμοποιεί στοιχειώδεις, «προτεχνολογικές» συσκευές: έναν απλό ανεμιστήρα, μια μηχανή παραγωγής σαπουνόφουσκας, ένα χειροκίνητο «όπλο χιονιού», έναν παλιό προτζέκτορα και μπόλικες πλαστικές σακούλες μεγάλου μεγέθους. Έτσι, με πενιχρά μέσα συνθέτει ένα εφήμερο σεληνιακό σκηνικό που θα φωτιστεί με υψηλή τέχνη για να μετατραπεί σε ζοφερή εικόνα ερήμωσης και κατόπιν σε σκοτεινό, κινούμενο δάσος απειλητικών cocoons που φέρουν μιαν εικαστική ποιότητα μεταπυρηνικού τοπίου.
Με φελινική αφέλεια που παραπέμπει στο "E la nave va" o θίασος φρικιών του Κεν επιστρατεύει εικόνες εμπνευσμένες από τον Πήτερ Μπρίγκελ και τον Άλμπρεχτ Ντίρερ για να υποστηρίξουν μια σκηνική dissertation για την έννοια της Μελαγχολίας, επανοηματοδοτημένη: το έργο ξεκινά κατασκευάζοντας, με απλές κινήσεις, ένα virtuoso ίνδαλμα υπερρεαλισμού: δυνατοί τόνοι από τον εναγκαλισμό της ηλικιωμένης ποδηλάτριας Ιζαμπέλ, που «έτυχε» να περνά από το ζοφερό νυκτερινό δάσος και να «ξέρει» από μηχανές αυτοκινήτου. Φορώντας ένα φανταχτερό μωβ μπουφάν, η Ιζαμπέλ αγκαλιάζει με μητρική τρυφερότητα τους νεαρότερους του θιάσου και ξεναγείται από τον γηραιότερο, έναν χαρακτηριστικό ξεδοντιασμένο baby boomer, σε παιδικά σιντριβάνια και κορυφές λόφων, σε χιονοδρομικούς τάπητες και σε νηπιακές προβολές καταστάσεων, αναβιώνοντας την κλίμακα των φυσικών στοιχείων (αέρας, νερό, φωτιά, σαπουνόφουσκα) στην κορυφή μιας σκάλας.
Μοιάζει σαν ο καλλιτέχνης να έχει μελετήσει την Μελαγχολία του Μπάρτον και το «Περί ύψους», τη φιλοσοφική έννοια του φωτός, σε όλην της τη διαδρομή στην ανθρώπινη διανόηση.
Μια μίνι Οδύσσεια, το επικό μέσω του στοιχειώδους, σε μια κλιμάκωση που λειτουργεί ως καταπέλτης, προδίδοντας τους περιορισμούς της «ζώνης των κομφόρ» του δυτικού πολιτισμού. Μοιάζει σαν ο καλλιτέχνης να έχει μελετήσει την Μελαγχολία του Μπάρτον και το «Περί ύψους», τη φιλοσοφική έννοια του φωτός, σε όλην της τη διαδρομή στην ανθρώπινη διανόηση, από τα σανσκριτικά ως τους «δαίμονες της Έκλειψης» της Μαχαμπχαράτα και τους Δαίμονες της γοτθικής αρχιτεκτονικής, ώστε να κατασκευάσει το μυητικό ταξίδι της Ιζαμπέλ σε ένα σύμπαν «δυτικής εξορίας», όπου ο υλικός κόσμος καταλύεται από το φως της γνώσης. Και μοιάζει να μας προϊδεάζει για την επόμενη παράστασή του, που ίσως να αφορά τον Αντονέν Αρτώ.
![]() Ο Philippe Quesne
|
Δράκοι και εσωτερισμός
Ανατέμνοντας τη γλώσσα και επιβάλλοντας μεγάλες σιωπές, διευρύνοντας τη σκηνική ψευδαίσθηση, επιστρατεύοντας τον μύθο, ο Κεν ενεργοποιεί επί σκηνής ένα show με χαρακτήρα αυτοσχεδιαστικό: σε μιαν έκθεση βιβλίου με θέμα τη «μαύρη χολή», οι ανεπεξέργαστοι χαρακτήρες της «Μελαγχολίας» παραθέτουν παιδικά βιβλία με δράκους και τέρατα, μνήμες από τον «Πόλεμο των άστρων» και τους Metallica, άλμπουμς ταξιδιωτικά, συλλογές δοκιμίων, ιλουστρασιόν από χιονισμένα τοπία μεγάλων φλαμανδών ζωγράφων, περιφέροντας με αφελή τρόπο τις μπυροκοιλιές τους και διατηρώντας εσκεμμένα αργούς, αντιπαραγωγικούς ρυθμούς, τόσο για να καθυστερήσουν την εξέλιξη της σκηνικής δράσης, όσο και για να σαρκάσουν το τρεχαλητό της καθημερινότητας.
Παρά τους δισταγμούς μου, θέλω να αντικρίσω τη συγκεκριμένη παράσταση υποδυόμενος την παιδική αφέλεια. Η παιδικότητα των ηρώων του Κεν είναι, βεβαίως, γαλλικό προνόμιο: οι Γάλλοι καταλαβαίνουν πάντα καλύτερα το «αφελές» όταν πλασάρεται ως σώφρον. Έτσι, τα σύμβολα αποκωδικοποιούνται για το γαλλόφωνο κοινό με μεγάλη ευκολία: το φλάουτο μαζί με την περούκα που ζωντανεύει και κινείται, το κοινόβιο που ακούει AC/DC δίπλα στο μαδριγάλι, το «Still loving you» των Scorpions ενώ εκτυλίσσεται ένας διάλογος τύπου Μπέκετ, η θεατρική ψευδαίσθηση και το κόμικ, μια νιχιλιστική φαντασίωση και pop-up ψυχαγωγικό πάρκο, τα road movieς και αυτή η ιδιότυπη camaraderie (συντροφικότητα, φιλότης): ο δράκος μπορεί να εκληφθεί ως σύμβολο συμφιλίωσης. Ίσως και ως μια μικρή κοροϊδία απέναντι στην «κουλτουριάρικη» εμμονή μας να αναζητούμε βαθύτατα νοήματα στα πάντα. Ίσως ο Κεν να μας «κλείνει» κοροϊδευτικά το μάτι ενόσω εμείς ψάχνουμε τα νοήματα κι ενόσω ο ίδιος κάνει «το κέφι του» στο θέατρο. Γιατί όχι, όμως; Ποιος θα καθορίσει τα όρια της σοβαρότητας και του γελοίου, σε μιαν εποχή όπου η Ευρώπη πάνω απ’όλα πρέπει να ανακτήσει τα «φίλια» αισθήματά της προς τον συνάνθρωπο; Στο κάτω κάτω, ο επικός ήρωας του Κεν έρχεται να τοποθετήσει το φως στο στόμα του λυπημένου, παραγκωνισμένου Δράκοντα για να αποκαλύψει τον κόσμο των φυσικών στοιχείων, αυτών που αναμετρήθηκαν στο στερέωμα, στον «τροχό του νερού», και να ενθρονίσει εκ νέου τη Φιλότητα στη θέση του Νείκους.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.