Για την παράσταση Πίστη, αγάπη, ελπίδα του Ödön von Horváth, σε σκηνοθεσία του Ακύλλα Καραζήση, η οποία παρουσιάζεται μέχρι και τις 3 Ιανουαρίου 2016 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Του Νίκου Ξένιου
Ο κοσμοπολίτης κεντροευρωπαίος (γερμανόφωνος Αυστροούγγρος) Έντεν φον Χόρβατ εξαπέλυσε κυνική κριτική του ενάντια στους υπερασπιστές του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία και σήμερα επικαιροποιείται. Το έργο του Πίστη, αγάπη, ελπίδα, γραμμένο το 1932 με στόχο την ανίχνευση του «αυγού του φιδιού» στους κόλπους της μικροαστικής νοοτροπίας, ανεβαίνει στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σε σκηνοθεσία Ακύλα Καραζήση.
Η πρεμιέρα στο Deutches Theater του Βερολίνου το 1933 απαγορεύτηκε από τους ναζί, με αποτέλεσμα το έργο να πρωτοπαρουσιαστεί το 1936 στη Βιέννη και να κάνει γνωστό τον συγγραφέα του διεθνώς. Το 2012 ο ελβετός δημιουργός Κριστόφ Μαρτάλερ το ανέβασε ως μαύρη κωμωδία στο Παρίσι, στο Βερολίνο και σε σημαντικά διεθνή φεστιβάλ. Το έργο έχει ανέβει ελάχιστες φορές στην Ελλάδα, με πιο πρόσφατη αυτήν του θεατρικού οργανισμού «Εποχή», σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου (Θέατρο Πορεία, 1989). Η τότε μετάφραση χρησιμοποιήθηκε και για την παράσταση του Ακύλλα Καραζήση στη Στέγη.
Η κωμωδία του Χόρβατ εξελίσσεται σε τραγωδία, αλλά η τραγική ηρωίδα δεν είναι βασίλισσα, ούτε εργάτρια, παρά μια άχρωμη μικροαστή, κοινότατη, που πουλάει κορσέδες παράνομα και κάνει σεξ με έναν εξίσου μικροαστό αστυνομικό.
Χώρος, χρόνος, χαρακτήρες
Μόναχο, 1932: ένας κόσμος οικονομικής στενότητας, όπου δύσκολα βρίσκει κανείς δουλειά, και όπου κάθε αντικανονική αξιοποίηση του ταμείου ανεργίας και των άλλων κοινωνικών παροχών τιμωρείται ακαριαία. Η κωμωδία του Χόρβατ εξελίσσεται σε τραγωδία, αλλά η τραγική ηρωίδα δεν είναι βασίλισσα, ούτε εργάτρια, παρά μια άχρωμη μικροαστή, κοινότατη, που πουλάει κορσέδες παράνομα και κάνει σεξ με έναν εξίσου μικροαστό αστυνομικό. Όσο για τους υπόλοιπους χαρακτήρες, αυτοί επικαθορίζονται απόλυτα από τον βαθμό αντίληψής τους του «συστήματος»: αντίληψης πολύ κοντόφθαλμης, συμφεροντολογικής, ευτελούς, σε σημείο η ταύτιση μαζί τους να γίνεται δύσκολη μέχρι το τέλος του έργου.
Η Ελίζαμπεθ δηλώνει πως ο πατέρας της είναι «Επιθεωρητής», κάνοντας τους άλλους να πιστέψουν πως πρόκειται για κυβερνητικό, υψηλά ιστάμενο υπάλληλο: αυτή η παρεννόηση πρέπει να αποδοθεί έτσι ώστε να στηλιτεύει την ηλιθιότητα του συστήματος και την υποκρισία. Όμως παράλληλα είναι και αγωνίστρια, μια αισιόδοξη γυναίκα που αντιμετωπίζει την αγορά εργασίας και τις αντιξοότητες με παιδικότητα και ανεπιτήδευτο αυθορμητισμό. Η εμπλοκή της στα δίχτυα της δημόσιας Πρόνοιας είναι απόδειξη της δικής της αθωότητας, όσο και του κρυπτικού μηχανισμού αποσόβησης των αποκλίσεων βάσει του οποίου λειτουργεί το σταδιακά εκφασιζόμενο κρατικό σύστημα. Έτσι, παίρνει κανονικά την «κατρακύλα», γιατί αποφασίζει να προπωλήσει (πολύ πριν από τον θάνατό της) το σώμα της σε ένα Ανατομικό Ινστιτούτο, ώστε να εξασφαλίσει τα εκατόν πενήντα μάρκα πρόστιμο που της επιβλήθηκε επειδή πουλούσε εσώρουχα χωρίς άδεια εργασίας. Η Ελίζαμπεθ φυλακίζεται για απάτη και στο τέλος συνάπτει ερωτική σχέση με τον Αστυνομικό, που της δίνει είκοσι μάρκα τη βδομάδα διατροφή αλλά εμφανώς την παραμελεί και στο τέλος, απειλούμενος από τις αρχές για το γεγονός ότι συντηρεί μια «πόρνη», την εγκαταλείπει εν ψυχρώ. Το σκοτεινό χιούμορ του Χόρβατ επικεντρώνεται στην έλλειψη συναίσθησης της Ελίζαμπεθ σχετικά με το ζοφερό φάσμα θεσμών που την περιβάλλει με καφκικό κλίμα, βάζοντάς της να διατηρεί μέχρι τέλους άσβεστη την πίστη ότι το άτομο μπορεί να υπερνικήσει την κρατική γραφειοκρατία.
Για τη σκηνοθεσία και την εκφορά του λόγου
Σκηνικό με ψευδοροφές, ένα πάγκο υποδοχής και καρέκλες, ένα πτυσσόμενο καναπέ-κρεβάτι και ένα ημερολόγιο τοίχου με κέρατα τύπου ταράνδου, καθώς και ένα συνθεσάιζερ στο πίσω μέρος. Σε σουρεαλιστικό ύφος κινούνται οι άνθρωποι-περιστέρια. Το σκηνικό ολοκληρώνει η οθόνη της τηλεόρασης, που σχολιάζει το κείμενο και σχολιάζεται από αυτό. Έντονη διαχρονικότητα και έμφαση σε κάποιες «χύδην» εκφράσεις της γλώσσας που χρησιμοποιεί ο μικροαστός, το πρώτο θύμα της μεσοπολεμικής σύνθλιψης του Ευρωπαίου, σε ένα κόσμο όπου επικρατεί η απόλυτη αποξένωση (το Entfremdung της Αλληλογραφίας Μαρξ-Ένγκελς). Οι διαμαρτυρίες των ηρώων είναι ανόητες, επιφανειακές, όπως και η γλώσσα που χρησιμοποιούν, σαν να είναι οι αντίποδες των χαρακτήρων των μεγάλων κλασικών έργων, μια εκπεπτωκυία εκδοχή τους, τοιχογραφία της κρίσης αξιών, της υλικής και πνευματικής εξαθλίωσης, σε ένα αιρετικό έργο που πληροί τις προδιαγραφές της μαύρης κωμωδίας.
Όλοι οι ηθοποιοί έχουν δουλέψει σκληρά, ξεχωρίζουν όμως η Σοφία Κόκκαλη, που επιδεικνύει εκπληκτική καλλιέργεια των εκφραστικών της μέσων κατανοώντας απόλυτα τη βαρύτητα του ρόλου της, και η Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου, που κυριολεκτικά κλέβει την παράσταση σε μια κλιμακωτή τιράντα μεγάλης ερμηνευτικής ωριμότητας.
Ο Χόρβατ μιλά για: «διάλυση των διαλέκτων μέσα από την Bildungsjargon, το ιδίωμα του σύγχρονου ανθρώπου», μια slang που του επιτρέπει να μιλά υπό ρεαλιστικό πρίσμα για τον «λαϊκό» άνθρωπο. Πρόκειται για ένα δύσκολο «λαϊκό δράμα», όπου οι αναφορές στον Πόλεμο και τη φτώχεια είναι σαφέστατες. Οι σαρκαστικές νύξεις για την αναλγησία των Αρχών, επίσης. Οι νύξεις αυτές γίνονται δια στόματος συγκεκριμένων ανθρώπινων τύπων, που δεν θα ’πρεπε να παραμένουν σκιώδεις, αλλά να ζωντανεύουν επί σκηνής και να εξατομικεύονται: ο κύριος Καραζήσης όμως οργανώνει μια «παράσταση θιάσου» και στον βωμό αυτής της επιλογής κάνει το ατόπημα να υποφωτίσει τους χαρακτήρες. Αποτέλεσμα: η Ευαγγελία Καρακατσάνη είναι μεν ξεκαρδιστική μέσα στην επιθεωρησιακή ερμηνεία της, που όντως υπηρετεί το «λαϊκό» ιδίωμα του κειμένου, όμως οι ερμηνευτικές της υπερβολές ξενίζουν. Το ίδιο συμβαίνει με τις αμήχανες επαναλήψεις «χρονοτριβής» στην ερμηνεία της Μαρίας Σκουλά που, αντί να υποσκάπτουν τον εκφερόμενο λόγο, γίνονται αντιληπτές μάλλον ως ολίσθημα της σκηνοθεσίας. Ο Γιώργος Γλάστρας είναι ιδιαίτερα πειστικός και αυτοϋπονομευόμενος στον ρόλο του Αρχικατασκευαστή ανθρωπίνων οργάνων, ο Γιάννης Τσεμπερλίδης μπαίνει ικανοποιητικά στο κοστούμι του τύπου που υποδύεται, ο Κορνήλιος Σελαμσής στέκει αξιοπρεπώς, ενώ ο Άρης Μπαλής φιλοτεχνεί ένα χολερικό τύπο αστυνομικού με εκφραστικά μέσα ενδιαφέροντα, που μοιάζουν να προέρχονται από μιαν «άλλη» σκηνοθετική γραμμή. Όλοι οι ηθοποιοί έχουν δουλέψει σκληρά, ξεχωρίζουν όμως η Σοφία Κόκκαλη, που επιδεικνύει εκπληκτική καλλιέργεια των εκφραστικών της μέσων κατανοώντας απόλυτα τη βαρύτητα του ρόλου της, και η Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου, που κυριολεκτικά κλέβει την παράσταση σε μια κλιμακωτή τιράντα μεγάλης ερμηνευτικής ωριμότητας.
Ο Ακύλλας Καραζήσης
|
Σ’ αυτό το αντιπροσωπευτικά γερμανικό έργο της περιόδου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης οι χαρακτήρες κάνουν κάθε δυο λεπτά παύση για να δώσουν έμφαση στο επουσιώδες πράγμα που θα πουν αμέσως μετά, σαν να λένε: «Λοιπόν, τώρα θα πω κάτι πολύ βαθυστόχαστο!»: ο επιφανειακός χαρακτήρας των δηλώσεών τους υπογραμμίζεται από την υπόγεια αυτή «σκηνοθετική οδηγία» του κειμένου. Πρέπει το κάθε τι που λέγεται να φαντάζει αυτομάτως ως ουτοπία (ή, τουλάχιστον, αυτήν την πρόθεση δήλωνε ο συγγραφέας): πιστή σε αυτά, η σκηνοθετική γραμμή του Ακύλα Καραζήση υπονομεύει τα λεγόμενα, είτε με δισταγμό στην εκφορά του λόγου, είτε με παρεμβολές μη ολοκληρωμένης μουσικής (ένα «Νυκτερινό» του Σοπέν που «πάει» να παιχτεί αλλά δεν ολοκληρώνεται ως μουσική φράση), ή ηχητικής μπάντας (ο ίδιος ο Τ.Σ. Έλιοτ να απαγγέλλει την Wasteland, ενώ κάποιος γραντζουνά μιαν ηλεκτρική κιθάρα κι ενώ ένα γερμανικό reality show διδάσκει τα πρώτα βήματα ενός χορού σε ένα απολύτως αποβλακωμένο κοινό), είτε, τέλος, με την infinito φωτιστική συνθήκη μιας λάμπας νέον που τρεμοπαίζει χωρίς οριστικά να ανάβει. Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης γνωρίζει τη σημειολογία του Χόρβατ και τη μεταφέρει επιτυχημένα επί σκηνής, επιβαίνοντας και ο ίδιος ως ηθοποιός στο άρμα της παράστασής του και δίνοντάς της την allure μιας πρόβας καμπαρέ υψηλών μουσικών προδιαγραφών και αυστηρών φωνητικών απαιτήσεων και εναρμονίζοντας μικρά «ρεσιτάλ» προσωπικού ύφους των ηθοποιών του, αποτυγχάνει, όμως, κατά τη γνώμη μου, να απευθυνθεί στο θεμελιώδες συναίσθημα του κοινού.
Ο Ακύλλας Καραζήσης γεννήθηκε το 1957 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στη Χαϊδελβέργη. Από το 1985 εργάζεται ως ηθοποιός. Έχει συνεργαστεί με τα θέατρα: Städtische Bühne (Χαϊδελβέργη), Landesbühne (Τούρινγκεν), Theater an der Winkelwiese (Ζυρίχη), Theater Mahagoni (Χίλντεσχαϊμ), Theaterhaus (Ιένα), Stadttheater (Μαγδεβούργο), La Mama Theater (Νέα Υόρκη), Κ.Θ.Β.Ε., Εθνικό Θέατρο, Θέατρο του Νότου, Θησείον – Ένα θέατρο για τις τέχνες. Έχει διδάξει στις δραματικές σχολές του Ωδείου Αθηνών και του Εθνικού Θεάτρου. Από το 2005 γράφει και σκηνοθετεί (Αμόρε, Φεστιβάλ Αθηνών, Εθνικό Θέατρο). Εργάζεται επίσης στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.