Για την παράσταση Ρομαντισμός, βασισμένη στους «Υπνοβάτες» του Hermann Broch, σε σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση, που ανεβαίνει στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών μέχρι και τις 29 Μαρτίου.
Του Νίκου Ξένιου
Φωτογραφίες: Βασίλης Μακρής
«Πιστεύω, το πιστεύω μέχρι τα μύχια της καρδιάς μου, ότι μόνο η υπερβολή της αποξένωσης, η ατέρμονη και άπειρη αποξένωση, η απόλυτη αποξένωση, αυτή μόνο μπορεί να μεταστραφεί στο αντίθετό της: στην απόλυτη αναγνώριση»
Χέρμαν Μπροχ, Οι Υπνοβάτες, τόμος Α' (Πάσενοβ, ή ο Ρομαντισμός)
Μια λογοκρατούμενη, υψηλού επιπέδου παράσταση ποιητικού θεάτρου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με τίτλο «Ρομαντισμός» σκηνοθετεί ο Θέμελης Γλυνάτσης, με εφαλτήριο το μυθιστόρημα του Χέρμαν Μπροχ Υπνοβάτες (1932).
Ο Γιόαχιμ φον Πάσενοβ υιοθετεί την καριέρα στρατιωτικού και τα εθνικιστικά, σχεδόν ολοκληρωτικά ιδεώδη της οικογενείας του, υπνοβατώντας σε έναν κόσμο συναισθηματικά αδρανοποιημένο. Ο Πάσενοβ ισορροπεί ανάμεσα στον έρωτά του για τη Ρούζενα και σ’ εκείνον που απευθύνει στην Ελίζαμπετ. Βρίσκει συναισθηματική και σεξουαλική πληρότητα στη σχέση του με την πρώτη, ενώ ικανοποιεί τον αθεράπευτο ρομαντισμό του φλερτάροντας τη δεύτερη, με αποτέλεσμα να χαθεί σ’ ένα ωκεανό αμφιβολιών και δισταγμών. Στο πρώτο μέρος της τριλογίας του (Πάσενοβ, ή ο Ρομαντισμός) ο Μπροχ χαρτογραφεί την τριακονταετία 1888-1918, που οδήγησε την Ευρώπη από τις τελευταίες κραυγές του Ρομαντισμού στα πρώτα βήματα του Φασισμού[1].
Τα λεπτά όρια Ρομαντισμού και Φασισμού
Η έλλειψη σημαίνοντος του κόσμου που βαδίζει στην κατεύθυνση νέων μυθολογημάτων και η ιδεοληπτική προσκόλληση σε σύμβολα και αφηρημένα σχήματα όπως η εμβληματική στρατιωτική στολή ή η μη-προσληψιμότητα του θανάτου ή της ερωτικής απόρριψης, είναι στοιχεία sublimation (αποπνευμάτωσης, ή «εξάχνωσης») της πραγματικότητας που γενετικά συνδέεται με το σπέρμα των φασιστικών ιδεολογιών. Αυτό που μένει να ορίσει κανείς είναι το ακριβές νοηματικό περιεχόμενο της λέξης «φασισμός». Ο ήρωας, Γιόαχιμ φον Πάσενοβ, καθώς περιβάλλεται από συμπτώματα νοσηρής αποσύνθεσης της μικροαστικής νοοτροπίας και εκφράσεις άκρου συντηρητισμού, επιλέγει τη δραπέτευση στη σφαίρα μιας φαντασιωσικής κατασκευής, όπου τα απονοηματοδοτημένα «αντικείμενα» του πολιτισμικού του περιβάλλοντος αίφνης προσλαμβάνουν νέα νοηματοδότηση. Παρά τη διαβεβαίωση του σκηνοθέτη ότι Ρομαντισμός και Φασισμός δεν ταυτίζονται, δεν μπορούμε παρά να αναγνώσουμε τους Υπνοβάτες του Μπροχ ως «νεκρώσιμο ακολουθία της Ευρώπης» ή ως «γενεαλογία του φασισμού».
Το βιβλίο του Μπροχ προσφέρει κατάλληλο υλικό για την ιχνηλάτηση των επιμέρους φαινομένων που στοιχειοθετούν τη φρικτή υποψία πως η ναρκισσιστική αντίληψη του κόσμου που πρωθιεραρχεί τον υποκειμενισμό και δεν αναγνωρίζει πανανθρώπινα σύμβολα αιώνων είναι η καταλληλότερη προϋπόθεση για την ωοτοκία του φιδιού του φασισμού.
Το βιβλίο του Μπροχ προσφέρει κατάλληλο υλικό για την ιχνηλάτηση των επιμέρους φαινομένων που στοιχειοθετούν τη φρικτή υποψία πως η ναρκισσιστική αντίληψη του κόσμου που πρωθιεραρχεί τον υποκειμενισμό και δεν αναγνωρίζει πανανθρώπινα σύμβολα αιώνων είναι η καταλληλότερη προϋπόθεση για την ωοτοκία του φιδιού του φασισμού. Οι συγκινητικές φαβορίτες του αυτοκράτορα Γουλιέλμου, αυτές που «του προσέδιδαν τόση γλυκύτητα» είναι, σε αυτό το context, μια μόνο από τις εικόνες του παρερχόμενου ινδάλματος ενός κόσμου κενού νοήματος, ενώ ένα αμφισβητήσιμης ποιότητας μέλλον διανοίγεται για την Ευρώπη. Ο Μπροχ εστιάζει σε πολλά συμπτώματα αυτής της διαδικασίας άδηλης υποκατάστασης μιας μορφής κοινωνίας από ένα κακέκτυπο μόρφωμα νοητικών εμμονών, διαισθανόμενος, προφανώς, τους κινδύνους που αυτή η διαδικασία εγκυμονούσε: πίσω από τις δομές εξουσίας βρίσκεται, ως στοιχείο θεμελίωσης και ως μέθοδος, η βία του ισχυρού εις βάρος του αδύναμου, ένας νόμος της ζούγκλας που μεταμφιέζεται σε ένα σύμπαν συμβολοποιημένων εννοιών: ο σκηνοθέτης διανύει μια προσωπική πορεία στο θέατρο εννοιών που, απ’ ό,τι φαίνεται, θα διέλθει την ατραπό των ευρωπαϊκών κειμένων που υπηρετούν τη σύλληψή του (π.χ. Ρακίνας) για να φτάσει σε πιο αρχετυπικές εξεικονίσεις της σε κλασικά κείμενα (π.χ. αισχύλεια Τριλογία και Ατρείδες)[2].
Αγαπώ αυτό που θεωρώ ότι είσαι
Αποδομώντας τις αισθητικές και ψυχο-κοινωνικές στρεβλώσεις των δεδομένων της αντιληπτικής πραγματικότητας μιας ρομαντικής συνείδησης, μπορείς κάλλιστα να αποστρέψεις τον αφηγητή (το κρίνον ανθρώπινο υποκείμενο) από οιανδήποτε αποδοχή ή κατάφαση προς το φθίνον σύστημα αξιών μιας Ευρώπης που διέρχεται κρίση. Όμως, όταν επιλέγεις ένα εννοιολογικό πλαίσιο για να αποδώσεις την ανθρώπινη τραγικότητα είναι φυσικό να παραγάγεις θέατρο ιδεών, παρά την πρόθεσή σου να έχεις θέατρο χαρακτήρων. Επιμερισμένες λογοτεχνικές εικόνες δεν διασώζουν τη λέμβο της παράστασης από την εννοιοκρατική καθήλωση και την αφαίρεση που δεν παράγει συγκίνηση αλλά εκβιάζεται από τις σκηνοθετικές επιλογές.
Ένα πολυπρόσωπο ψηφιδωτό οικογενειακής βίας συντίθεται από tableaux vivants που εξαρχής καταλαμβάνουν τον ελάχιστο δυνατό χώρο πάνω σε τρεις ενωμένες πλατφόρμες. Αυτές οι πλατφόρμες διανοίγουν «ρήγματα» στο τοπίο της παράστασης, αντιληπτά δια γυμνού οφθαλμού, ενώ οι μορφές παραπαίουν, κατακρημνίζονται, υπνοβατούν, ψηλαφούν τα υπολείμματα «κατεύθυνσης» προς ένα ζοφερό και προβληματικό ορίζοντα.
Στο πλαίσιο μιας ερωτικής εξομολόγησης αναδεικνύεται ως ύφος και ως στάση ζωής η μισαλλοδοξία, η απουσία ταυτότητας, η εσφαλμένη αντίληψη του ιστορικού χρόνου. Υπάρχει μια ρωγμή που διανοίγεται στο οικοδόμημα της λογικής, παρουσιασμένη όμως ως νέα λογική: απόλυτος υποκειμενισμός και ρητορική της βίας, προσπάθεια απόδοσης σημασίας στα λεκτικά σχήματα, ένας κόσμος άδειος από αναπαραστάσεις, κενός νοήματος. Κάθε κλιμάκωση, κάθε ένταση συναισθήματος μετατρέπεται σε σχηματική, και η δραματοποίηση ακολουθεί αυτήν ακριβώς την επιλογή, υποδηλώνοντας ότι η συγκινησιακή αποστασιοποίηση από τα δρώμενα επί σκηνής είναι ταυτόσημη με τη συναισθηματική ρηχότητα των προσώπων. Ένα πολυπρόσωπο ψηφιδωτό οικογενειακής βίας συντίθεται από tableaux vivants που εξαρχής καταλαμβάνουν τον ελάχιστο δυνατό χώρο πάνω σε τρεις ενωμένες πλατφόρμες. Αυτές οι πλατφόρμες διανοίγουν «ρήγματα» στο τοπίο της παράστασης, αντιληπτά δια γυμνού οφθαλμού, ενώ οι μορφές παραπαίουν, κατακρημνίζονται, υπνοβατούν, ψηλαφούν τα υπολείμματα «κατεύθυνσης» προς ένα ζοφερό και προβληματικό ορίζοντα. Υπό αυτό το πρίσμα θεωρούμενη, η παράσταση του κου Γλυνάτση είναι συνεπής προς το θεωρητικό σκέλος που τη διέπει, όμως δεν καταφέρνει να θέσει την αφήγηση σε δεύτερη μοίρα έναντι της σκηνικής εικόνας. Οι μορφές σιγά σιγά ανοίγουν με πρωτοφανή σκληρότητα η μια τον λάκκο της άλλης, αποσυντίθενται και καταρρέουν, μία μία, ασκούμενες στην αργή κίνηση και αφήνοντας πίσω τους κι άλλες, κι άλλες διανοίξεις ρηγμάτων: ρηγμάτων επικοινωνιακών, ρηγμάτων αισθητικής, ρηγμάτων κατανόησης. Πειθαρχημένοι ηθοποιοί, αισθητικά ολοκληρωμένη παράσταση με κοστούμια, μουσική και φωτισμούς υποβλητικούς, που παράγουν ένα εφιαλτικό σύμπαν «αποχωρούσης» Ευρώπης.
Πειθαρχημένοι ηθοποιοί, αισθητικά ολοκληρωμένη παράσταση με κοστούμια, μουσική και φωτισμούς υποβλητικούς, που παράγουν ένα εφιαλτικό σύμπαν «αποχωρούσης» Ευρώπης.
Εντυπωσιακή η παρουσία του Ιερώνυμου Καλετσάνου στη φιγούρα ενός παράπλευρου αφηγητή που είναι σπαρακτικός και καθιερώνει νέο θεατρικό τύπο: τον «κομπέρ» στον οποίον ο Θέμελης Γλυνάτσης αναθέτει να «προσγειώνει» διαρκώς τον θεατή σε μια διαρκή παροντικότητα, ώστε να κρατά επαφή με το μεταμορφωσιγενές και διαχρονικό στοιχείο της άκριτης γένεσης του φασισμού στα ερείπια των ανθρώπινων μορφών. Στις αρετές της παράστασης μπορούν να προσμετρηθούν οι συγκλονιστικές ερμηνείες της Μητέρας φον Πάσενοβ από την Ασπασία Κράλλη, του Πατέρα Πάσενοβ από τον Σωτήρη Τσακομίδη και του Γιόαχιμ φον Πάσενοβ από τον Θανάση Δόβρη. Πολύ καλή επιλογή η Σοφιάννα Θεοφάνους στον ρόλο της Ρούζενα και η Αλεξάνδρα Ντεληθέου στον ρόλο της Ελίζαμπετ, κράτησαν τους ρόλους τους σε υψηλό επίπεδο, ενώ ο Χρήστος Κεχρής (Χέλμουτ φον Πάσενοφ) είχε την ευκαιρία να επιδείξει τις φωνητικές του δυνατότητες σε γερμανόφωνα τραγούδια που παρήγαγαν την ατμόσφαιρα βερολινέζικου καμπαρέ χωρίς προφανή λόγο, πλην-ίσως- της αίσθησης décadence που αυτό προκαλεί.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
[1] Το δεύτερο μέρος της τριλογίας του Μπροχ (1903, Ες ή Η Αναρχία), ένα pastiche εξπρεσιονιστικής πρόζας, διαδραματίζεται στην Πολωνία και στο Μάνχαϊμ του 1903, σε σκηνικό εργατικής τάξης και μικροαστικού νοικοκυριού. Ο βιβλιοπώλης Αύγουστος Ες ξεκινά μια νέα καριέρα ως καλλιτεχνικός διευθυντής τσίρκου με την ατραξιόν της πάλης μεταξύ γυναικών. Αλλά εγκαταλείπει τη Γερμανία και φεύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες, γιατί νιώθει ανασφαλής στο σύμπαν αυτό παλιωμένων αξιών περί επιχειρηματικότητας και μεσοαστικής ευμάρειας. Ο Ες μοιάζει με τον Γιόαχιμ φον Πάσενοβ, στο βαθμό που νιώθει χαμένος στον κόσμο και προσπαθεί να αλλάξει τη μοίρα του. Διαφέρει γιατί, αντίθετα με αυτόν, δεν διαθέτει κανενός είδους στήριγμα. Έτσι, επιχειρεί να δημιουργήσει ο ίδιος ένα σύστημα αξιών, κύριοι άξονες του οποίου είναι η Δικαιοσύνη και ο Έρωτας. Το τρίτο μέρος του μυθιστορήματος (Χούγκεναου ή Ο Ρεαλισμός) εστιάζει στον Γιόαχιμ φον Πάσενοβ, στον Eς και στη σύζυγό του Γερτρούδη και διαδραματίζεται σε μια μικρή πόλη κατά το τελευταίο έτος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο λιποτάκτης Χούγκεναου φτάνει στην πόλη υποδυόμενος τον μπίζνεσμαν και τον εκδότη. Δολοφονεί τον Ές, που τώρα είναι εκδότης εφημερίδας, και βιάζει τη σύζυγό του, ύστερα εγκαταλείπει την πόλη και μετατρέπεται σε αξιοσέβαστο μπίζνεσμαν στη Λωραίνη. Σημαντικό είναι το δοκιμιακό μέρος που κλείνει το βιβλίο και τιτλοφορείται: «Η αποσύνθεση των αξιών». Γραμμένοι μεταξύ του 1928 και του 1932, οι Υπνοβάτες είναι το πρωτόλειο του Χέρμαν Μπροχ, ενώ τη συγγραφική του καριέρα τη συνέχισε με δοκιμιογραφία. Στο δοκίμιό του «Ο Χόφμανσταλ και η εποχή του» ολοκληρώνει την κριτική του για τον τρόπο ζωής της Βιέννης του fin-de-siècle. Ο Μπροχ αυτοεξορίστηκε, πρώτα στην Αγγλία και έπειτα στην Αμερική, όπου και πέθανε, σχεδόν ξεχασμένος, αφού ολοκλήρωσε το σημαντικότερο έργο του, Βιργιλίου θάνατος (1945).
[2] Ο Θέμελης Γλυνάτσης, μετά την εκρηκτική σκηνοθεσία του έργου της Angélica Liddell, Και τα ψάρια βγήκαν να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους, στο Φεστιβάλ Αθηνών, εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Στέγη. Με σπουδές συγκριτικής λογοτεχνίας και θεάτρου και διδακτορική διατριβή πάνω στο «θέατρο της σκληρότητας» του Antonin Artaud, ο Γλυνάτσης έχει σκηνοθετήσει έργα των Σοφοκλή, Heiner Müller, Stéphane Mallarmé, Bernard-Marie Koltès, Μαρίας Ευσταθιάδη, Enric Nolla, Claudine Galea κ.ά., καθώς και παραστάσεις σωματικού θεάτρου δικής του επινόησης. Έχει επίσης δραματοποιήσει Τα νιάτα του Joseph Conrad και τον Φρανκενστάιν της Mary Shelley. Το 2012 οργάνωσε το Διεθνές Φεστιβάλ για τα 200 χρόνια από την πρώτη έκδοση των παραμυθιών των αδερφών Γκριμμ, που πραγματοποιήθηκε στη ΚΝΟΤ Gallery. Έχει διδάξει θέατρο στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και στη Δραματική Σχολή «Θέατρο των Αλλαγών», ενώ έχει παραδώσει σεμινάρια στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Διετέλεσε συνιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής του θεατρικού προγραμματισμού του performance space ΚΝΟΤ Gallery από το 2010 μέχρι το 2013.
Info
Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
Σκηνοθεσία: Θέμελης Γλυνάτσης
Δραματουργία: Ελένη Τριανταφυλλοπούλου
Σκηνικά: Αδριανός Ζαχαριάς
Κοστούμια: Μαργαρίτα Δοσούλα
Μουσική: Γιώργος Πούλιος
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Βίντεο: Όλγα Μπρούμα
Πιάνο: Μιχάλης Παπαπέτρου
Ερμηνεύουν:
Θανάσης Δόβρης (Γιόαχιμ φον Πάσενοφ)
Νέστωρ Κοψιδάς (Έντουαρντ φον Μπέρτραντ)
Σοφιάννα Θεοφάνους (Ρούζενα Χρούσκα)
Αλεξάνδρα Ντεληθέου (Ελίζαμπετ φον Μπάντενσεν)
Σωτήρης Τσακομίδης (Κύριος φον Πάσενοφ)
Ασπασία Κράλλη (Κυρία φον Πάσενοφ)
Χρήστος Κεχρής (Χέλμουτ φον Πάσενοφ)
Ιερώνυμος Καλετσάνος (Μια φιγούρα)
Παραγωγή: Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών
Την Παρασκευή 20, το Σάββατο 21, την Κυριακή 22, την Παρασκευή 27, το Σάββατο 28 και την Κυριακή 29 Μαρτίου με αγγλικούς υπερτίτλους.
Περισσότερες πληροφορίες εδώ: http://www.sgt.gr/gr/programme/event/1842