Για την παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις, που ανεβαίνει στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν.
Του Πέτρου Πολυμένη
Στο καινούργιο έργο της Λένας Κιτσοπούλου που ανεβαίνει στο Θέατρο Τέχνης επί της Φρυνίχου σε σκηνοθεσία της ίδιας, τo σκηνικό έχει κάτι το καθημερινό: ένας καναπές, ένα τραπέζι με λιτές γραμμές, και δύο φορητοί υπολογιστές. Δύο τα πρόσωπα επί σκηνής, μία γυναίκα (Λένα Κιτσοπούλου) κι ένας άντρας (Γιάννης Κότσιφας).
Μιλάνε κοιτάζοντας μπροστά στον υπολογιστή, συνεννοούνται τηλεφωνικά με συνεργάτες τους, συζητούν μεταξύ τους για την επικαιρότητα, τη μαγειρική, την αγορά καινούργιου σπιτιού τώρα που έχουν πέσει οι τιμές, ή ανταλλάσουν απόψεις περί κινηματογράφου. Οι διάλογοι, απόλυτα ρεαλιστικοί, σαν να παρακολουθείς την κουβέντα δυο σπιρτόζων φίλων, συχνά με τραχιές εκφράσεις. Κάπως έτσι αποσπάται από τον θεατή μια αίσθηση οικειότητας αλλά κι ένα πολύτιμο γέλιο. Τούτος ο ρεαλισμός δεν παύει να επιλέγει συγκεκριμένες όψεις του καθημερινού βίου, καθρεφτίζοντάς τες με μια συμπύκνωση. Για παράδειγμα, η αναζήτηση καινούργιας κατοικίας δίνει την ευκαιρία για μια περιήγηση στην ανθρωπογεωγραφία της πόλης, και ενδεικτική είναι η μαεστρία στην απόδοση της κατάστασης στον Κεραμεικό. Ποια είναι η σχέση του άνδρα και της γυναίκας; Φίλοι, συνεργάτες, εραστές; Ποτέ δεν μαθαίνουμε τα μικρά τους ονόματα, παρά μόνο στο τέλος του έργου δηλώνεται το επώνυμο του άνδρα εν είδει ανατροπής. Στη σχέση τους σαν να υπάρχει κάτι το άφυλο. Τα σώματα δεν συνευρίκονται ούτε ως επιθυμία. Όπως ομολογούν και οι δυο τους, δεν κυκλοφορούν πολύ έξω. Βαριεστημάρα, αλλά και σα να μην αντέχουν τον κίνδυνο του σώματος, δικού τους ή άλλου τινός, από κάποια απροσδόκητη συνάντηση. Μια βόλτα μέχρι το συνοικιακό βίντεο κλαμπ μοιάζει αρκετή. Το φύλο αχνοφαίνεται μέσα από κάποια στερεότυπα: ο άντρας ασκεί σωματική βία στη γυναίκα, εκείνη εμφανίζεται πιο ευπαθής: προτιμά ευρωπαϊκό κινηματογράφο, ενώ δίπλα της έχει ένα βιβλίο με ποιήματα του Καβάφη. Διαβάζει τα «Κεριά»: Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας /σα μια σειρά κεράκια αναμμένα [...] Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν, /μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων· [...] τί γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει/ ,τί γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.
Η Λένα Κιτσοπούλου
|
Σύγχρονο και ταυτόχρονα παμπάλαιο
Και ξαφνικά, αυτό το λεκτικό ακύμαντο των καθημερινών διαλόγων του έργου, διαρρηγνύεται για λίγα δευτερόλεπτα από άλεκτες συστροφές των προσώπων, σπασμωδικές κινήσεις, αυτιστικά τεντώματα, δάχτυλα στραμμένα στο στόμα για να προκαλέσουν εμετό, μια υποστρωματική βία που στιγμιαία ξεσπά ανάμεσά τους. Η επιπεδότητα δέχεται ένα ηλεκτροσόκ, σαν μπωντλαιρικό spleen, κάτι υπόκωφα τραγικό. Και ύστερα, ο χρόνος κυλά σαν να μη συνέβη τίποτα, «σ’ αυτό το πτώμα που έχει μόνο της Λήθης το νερό στίς φλέβες του καί τρέχει.» (Τ. Μπωντλαίρ, Spleen, από Τα Άνθη του Κακού, μτφ. Κ. Καρυωτάκης).
Το έργο της Κιτσοπούλου πιάνει κάτι από τον παλμό της εποχής δια του μηδενισμού. Δεν υπάρχει νόημα, δεν υπάρχουν αξίες, από κάπου να πιαστείς, με κάτι να παθιαστείς. Τίποτα, ή αλλιώς μηδέν. Μετά τον Μπωντλαίρ, ας βάλουμε δίπλα στο κείμενο, εν είδει αντίστιξης, κάτι από Κίρκεγκωρ, από το «Φόβος και Τρόμος» (εκεί που κατοικούν ο ιππότης της παραίτησης, ο ιππότης της πίστης, η αέναη αναστολή του ηθικού). Αντιγράφω: «Η πίστη είναι ένα θαύμα· όμως κανείς δεν εξαιρείται από αυτό· γιατί εκείνο στο οποίο ολόκληρη η ανθρώπινη ζωή βρίσκει την ενότητά της, είναι το πάθος. Και η πίστη είναι ένα πάθος.»
Το έργο της Κιτσοπούλου πιάνει κάτι από τον παλμό της εποχής δια του μηδενισμού. Δεν υπάρχει νόημα, δεν υπάρχουν αξίες, από κάπου να πιαστείς, με κάτι να παθιαστείς. Τίποτα, ή αλλιώς μηδέν.
Επιστροφή στο έργο: παραίτηση, απουσία πίστης σε κάτι, απουσία ενός πάθους, ζωές σε αναστολή. Μόνο που δεν αναστέλλεται και ο θάνατος μαζί. Τα σβηστά κεριά ολοένα και πληθαίνουν. Το ενδιαφέρον στο κείμενο της Κιτσοπούλου δεν είναι τόσο μια σύγχρονη όψη του μηδενισμού, όσο ότι ταυτόχρονα γνέφει αντίκρυ. Γνέφει, έστω και σε μια άγνωστη θεότητα. Αλλά, φευ, αυτό το κάτι για να πιστέψεις δεν προκύπτει κατόπιν επιλογής μια ωραία πρωία, σα να λέμε, «από σήμερα θα πιστεύω το Χ, ή θα παθιαστώ με το Ψ». Ή σου λαχαίνει, ή δεν σου λαχαίνει. Το μόνο που απομένει (επαληθεύοντας το «συν Αθηνά και χείρα κίνει») είναι να προετοιμάσεις το έδαφος του πάθους, μιας πίστης σε κάτι.
Ξεφορτώνοντας...
Κατά τα άλλα, η παράσταση κρατά καλά τις ισορροπίες ανάμεσα στο αστείο και το δραματικό. Ο Γιάννης Κότσιφας και η Λένα Κιτσοπούλου είναι ιδιαίτερα πειστικοί και αποδίδουν εύστοχα την ατμόσφαιρα του έργου. Μια ατμόσφαιρα όμως η οποία, προς το τέλος της παράστασης, σαν να εξατμίζεται λόγω κατευθύνσεων που παίρνει το ίδιο το κείμενο. Κι εδώ ας επιτραπεί μια ασέβεια του ίδιου του θεατή-αναγνώστη προς το κείμενο-παράσταση. Ασέβεια διότι ζητά από το κείμενο–παράσταση να ξεφορτωθεί τη σκηνή με τη φωνασκούσα αυτοαναφορά της γυναίκας και την αλλαγή προοπτικής, να κάνει δύο-τρία μαζέματα σε προηγούμενα ξέχειλα σημεία, να ξεφορτωθεί κάτι από τη διάρκεια του σπλάτερ στο τέλος και την κακόηχα παρατεταμένη κραυγή. Κάπως έτσι όμως, ο ασεβής θεατής–αναγνώστης, αν και παραμερίζει τη συγγραφέα (και τις όποιες προθέσεις της), σηκώνει το απέριττο κείμενο-παράσταση και με τη φλόγα του αναμμένη, σαν καντήλι το αποθέτει μαζί με άλλα, όπως σε κάτι εικονοστάσια ισπανόφωνων, μπροστά από την άγνωστη θεότητα στην οποία γνέφει αντίκρυ.
*Ο ΠΕΤΡΟΣ ΠΟΛΥΜΕΝΗΣ είναι ποιητής και διδάκτορας Φιλοσοφίας.
Info
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλοου
Σκηνικά – Κοστούμια: Ναταλία Λάτση
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική επιμέλεια: ο Θίασος
Α' Βοηθός Σκηνοθέτη: Άννα Νικολάου
Β' Βοηθός Σκηνοθέτη: Χρήστος Χριστόπουλος
Γ' Βοηθός Σκηνοθέτη: Ιωάννα Μαυρέα
Δ' Βοηθός Σκηνοθέτη: Τζένια Κονταράτου
Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου
Παίζουν: Γιάννης Κότσιφας, Λένα Κιτσοπούλου
13 Φεβρουαρίου – 6 Απριλίου
Ημέρες & ώρες παραστάσεων:
Παρασκευή 9.15 μ.μ., Σάββατο-Κυριακή 9.30 μ.μ., Δευτέρα 8.00 μ.μ. / Διάρκεια: 80΄
Δευτέρα: Γενική είσοδος 10 ευρώ
Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν – Φρυνίχου
Φρυνίχου 14, Πλάκα
Τηλέφωνα ταμείου: 2103222464 και 2103236732
Καθημερινά 10:00-13:00 και 17:00-22:00