Για την παράσταση Κέικ, σε κείμενο Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και σκηνοθεσία Πέτρου Φιλιππίδη, που παρουσιάζεται ξανά στο Εθνικό Θέατρο.
Του Νίκου Ξένιου
Φέτος το Εθνικό παρουσιάζει ξανά το Κέικ του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, σε σκηνοθεσία Πέτρου Φιλιππίδη. Πρόκειται για ανάπτυξη μιας ιδέας που γεννήθηκε το 2010, στο πλαίσιο του 24-hour Festival.
Μυστηριώδη βήματα ακούγονται από το ακατοίκητο διαμέρισμα μιας πεθαμένης γυναίκας. Κάποιος πετά τα σκουπίδια της πολυκατοικίας από τη βεράντα στον κάδο χωρίς να βρίσκει το στόχο του. Ύποπτος για την ανάρμοστη συμπεριφορά είναι ένας αλλοδαπός ένοικος της πολυκατοικίας. Δύο ένοικοι πείθουν τον διαχειριστή να του αποδώσει την κατηγορία και, ερχόμενοι σε αντιπαράθεση μαζί του, παγιδεύονται στη διερεύνηση της παράβασης και δοκιμάζουν τα όριά τους. Σαρκαστικοί διάλογοι, αποκαλυπτικές σιωπές, αμηχανίες διπλής ανάγνωσης, σ’ ένα θεατρικό έργο που εξορύσσει σημαντικές αλήθειες από ευτελή ζητήματα. Ανατόμος της κρίσης των ανθρώπινων σχέσεων και των ποικίλων ψυχικών εγγραφών του φασισμού, ο συγγραφέας προτείνει τη συμφιλιωτική γεφύρωση των ανθρώπινων διαφορών και τη συναδέλφωση, εγγράφοντας το έργο του στα κλασικά της νεοελληνικής θεατρικής γραμματείας.
Σαρκαστικοί διάλογοι, αποκαλυπτικές σιωπές, αμηχανίες διπλής ανάγνωσης, σ’ ένα θεατρικό έργο που εξορύσσει σημαντικές αλήθειες από ευτελή ζητήματα.
Ενώ το κέικ ψήνεται
Από ασύλληπτα, μικρά κενά επικοινωνίας ανάμεσα στους τέσσερεις χαρακτήρες του έργου αναδύεται μεγάλος βαθμός αγριότητας και κανιβαλισμού: η φαινομενική αθωότητα σε ένα σαθρό, πρώτο επίπεδο διάγνωσης καλών προθέσεων γρήγορα καταρρέει, όταν η ενοχή επιρρίπτεται στον ασθενέστερο. Το παρήγορο κέικ, στοιχείο εξωραϊσμού και άμβλυνσης της αιχμηρής πραγματικότητας, παράγει έντονη αντίθεση προς τη σταδιακή αποκάλυψη της αδυναμίας των χαρακτήρων: ο διαχειριστής της πολυκατοικίας αναλαμβάνει εκ των πραγμάτων τον ρόλο του δικαστή που αδυνατεί να προβεί σε ετυμηγορία, αφενός από αδυναμία ανάληψης της ευθύνης κι αφετέρου από ανθρωπιστική επιλογή. Η κωμική συγγραφέας «ροζ» μυθιστορημάτων αυτοανακηρύσσεται κατήγορος και φτάνει σε σημείο υπόδειξης του ένοχου αλλοδαπού της πίσω πλευράς της πολυκατοικίας, χωρίς να πατά σταθερά στο ρατσιστικό υπόστρωμα των εκτιμήσεών της κι επαναλαμβάνοντας πως «τον άνθρωπο αυτόν ούτε τον συμπαθώ ούτε τον αντιπαθώ»: γκροτέσκα περσόνα, που συγκαλύπτει την οδυνηρή πραγματικότητα σε ευφάνταστες και κακόγουστες σεναριακές συλλήψεις (σαφής υπαινιγμός του συγγραφέα για τη φτηνή λογοτεχνία, που οικοδομεί την πλοκή στο εξωφρενικό και το μεγαλεπήβολο, στο βυζαντινό παρελθόν, στο συντελεσμένο έγκλημα, στη συγκινησιακή έξαρση). Ο «ελληνάρας» γείτονας αθωώνει εκ προοιμίου τον εαυτό του, αποκαλύπτοντας δικομανία και εμμονική ανάγκη αιτίασης του άλλου: χαρακτήρας εύφλεκτος κι εκρηκτικός, με τρωτό ανδρισμό και ισχυρό υπόβαθρο προσωπικής ενοχής. Ο «αλλοδαπός» της πολυκατοικίας φέρει την αποτύπωση της ταξικής ταλαιπωρίας και του ρόλου του εξιλαστήριου θύματος, χωρίς ωστόσο να απαλλάσσεται από το ψεύδος και την ενοχή. Και οι τέσσερεις είναι εξίσου ετοιμόρροποι, εξίσου «μικρομέγαλοι», άρα συγγενείς στην πατρογραμμική ενοχή τους.
Λάζαρος Γεωργακόπουλος - Μίνα Αδαμάκη
|
Βεβαίως τα μεγέθη της ενοχής διαβαθμίζονται, όμως ο Χατζηγιαννίδης δεν μετρά «με το υποδεκάμετρο» ή το κοινωνικοπολιτικό αλφάδι τα φυλετιστικά και άλλα στερεότυπα που προκαταλαμβάνουν τις αποτιμήσεις των ηρώων του. Η καταγραφή ενός κάποιου βεβαρυμμένου παρελθόντος διαγράφει την τροχιά του δραστικού αμαρτήματος αποκλειστικά σε ασυνείδητο επίπεδο, ενώ η η συνειδητοποίηση της συγγένειας των γειτόνων είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι φαίνεται σε μια πρώτη ανάγνωση. Στην υπαρξιστική γραμμή του Σαρτρ, του Ζενέ και του Πιραντέλο, ο Χατζηγιαννίδης δεν θα ανατάμει με το νυστέρι του ψυχολόγου, απλώς θα φωτογραφίσει τα κλισέ αυτά, θα τα εντάξει στην πιεστική αστική χρονικότητα στα πλαίσια της οποίας τα διαπιστώνει, θα τα αφήσει να «αναπνεύσουν» με τη φυσικότητα με την οποία εκτυλίσσονται και θα καταδείξει το εύθραυστο υπέδαφος από το οποίο εξορύσσονται, διαρρηγνύοντας, παράλληλα, με διακριτικότητα και τεράστια ευαισθησία τον κοινό, ανθρώπινο υμένα που τα περικλείει.
Κεραστείτε όλοι
Ο Πέτρος Φιλιππίδης αποκαλύπτει το σκηνοθετικό του ταλέντο, χαράσσοντας τις εισόδους και τις εξόδους ως «διόδους» προς ένα είδος ικριώματος, υπογραμμίζοντας τον «αποστειρωμένο» χαρακτήρα του διαμερίσματος του διαχειριστή και φωτίζοντας ή υποφωτίζοντας μικρές, άδηλες κινήσεις ή στάσεις. Είναι πρόδηλη η υποταγή των σκηνογραφικών επιλογών στον υπαρξιστικό προβληματισμό του κειμένου και, υπό αυτό το πρίσμα, οι ηθοποιοί έχουν στη διάθεσή τους ένα είδος διαφανούς κλωβού, μέσα στον οποίο αντιδρούν, έγκλειστοι, σαν πληγωμένα πουλιά με σπασμένα φτερά: το σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά απλώς τονίζει το καφασωτό της πόρτας, υπογραμμίζοντας πως ο εγκλωβισμός στο διαμέρισμα της κρίσεως» δεν είναι εξωγενής, παρά υποβάλλεται από ψυχικούς καταναγκασμούς και κρυφές συγγενικές συγκαλύψεις: το διαζύγιο και την υποχρεωτική συμπεριφορά του «χαζομπαμπά» που απεχθάνεται τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό, τη μετάπλαση του χώρου εν αναμονή μιας άφιξης που ενεργοποιεί τη δράση και «χρονομετρεί» τα περιθώρια αποκάλυψης της αλήθειας, την ανεπιθύμητη και πιεστική ανάθεση ευθυνών από τη γειτόνισσα, τον εφηβικό έρωτα που μεταμφιέζεται σε ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, τη μόνωση στους τέσσερεις τοίχους του διαμερίσματος, ψηφίδες, όλα, του «ρωμαίικου» που συνθέτουν το ψηφιδωτό της νεοελληνικής κοινωνίας.
Ο Πέτρος Φιλιππίδης αποκαλύπτει το σκηνοθετικό του ταλέντο, χαράσσοντας τις εισόδους και τις εξόδους ως «διόδους» προς ένα είδος ικριώματος, υπογραμμίζοντας τον «αποστειρωμένο» χαρακτήρα του διαμερίσματος του διαχειριστή.
Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος κρατά επάξια τον κεντρικό ρόλο του διαχειριστή, ισορροπώντας ανάμεσα σε δυναμικές σιωπές και εύθραυστους δισταγμούς και υποδεικνύοντας την ιδιαιτερότητα που αντιφάσκει προς την ευταξία και τον ετοιμόρροπο καθωσπρεπισμό, τη γειτνίαση της ευπρέπειας με την κτηνωδία. Η Μίνα Αδαμάκη κρατά ένα ρόλο σατιρικό, γραμμένο γι’ αυτήν, όμως διατηρεί μια επίπεδη μανιέρα που αδικεί τις πιο τραγικές της ατάκες. Ο Μάξιμος Μουμούρης έχει δουλέψει σκληρά για τον ρόλο του Μπάμπη, καθιερώνοντας μια ευαίσθητη επί σκηνής παρουσία κι ενσαρκώνοντας την ασυντέλεστη ενηλικίωση, που συνθλίβει τη διαφορετικότητα και συγκαλύπτει τα οικεία αμαρτήματα υπό την πέπλο της ετυμηγορίας, υψώνοντας το χέρι για να κατηγορήσει, τη «λερωμένη φωλιά» του άλλου. Την παράσταση κλέβει ο Λαέρτης Μαλκότσης, προκαλώντας αντιφατικά συναισθήματα: ο χαρακτήρας αυτός δεν είναι, μονοδιάστατα, εξιλαστήριο θύμα, αλλά φέρει εν σπέρματι τις συγκαλύψεις, τους αμυντικούς μηχανισμούς και το διπλό προσωπείο του αξιοπρεπούς, αγωνιζόμενου, αλλοδαπού που παλεύει να ενταχθεί και που –ωστόσο– κομίζει άφθονα δικά του κλισέ και διαχωριστικές γραμμές. Ο συγγραφέας επιλέγει την αμοιβαία εξακόντιση της εσωτερικευμένης βίας, αντιπαραβάλλοντας διαφορετικά συστήματα αξιών και διαπιστώνοντας με αντικειμενικότητα τον ευάλωτο χαρακτήρα της συνοίκησής τους: η ανθρωπιά της διαπίστωσης αυτής αφήνει την επίγευση της τρυφερότητας να αγκαλιάσει τους ανθρώπους, εκδιπλούμενη σε πνεύμα συγχώρησης και ισοδαισίας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Info
Κείμενο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης
Σκηνοθεσία Πέτρος Φιλιππίδης
Σκηνικά- Κοστούμια Γιώργος Γαβαλάς
Μουσική επιμέλεια Ιάκωβος Δρόσος
Φωτισμοί Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη Χριστίνα Σπατιώτη
Βοηθός σκηνογράφου Μιχάλης Σαπλαούρας
Διανομή:
Σάσα Μίνα Αδαμάκη
Πέτρος Λάζαρος Γεωργακόπουλος
Μπάμπης Μάξιμος Μουμούρης
Αγκρόν Λαέρτης Μαλκότσης
Τετάρτη 18:00 και 21:00
Πέμπτη, Παρασκευή 21:00
Σάββατο 18:00 και 21:00
Κυριακή 19:00
Κάθε Τετάρτη (απογευματινή) και Πέμπτη ενιαία τιμή €13