Για την παράσταση Η αρκούδα σε σκηνοθεσία του Νίκου Διαμαντή.
Του Νίκου Ξένιου
Στο θέατρο «Σημείο» είδαμε το λυρικό έργο του Ουίλιαμ Ουώλτον Αρκούδα, βασισμένo στο ομώνυμο μονόπρακτο του Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Νίκου Διαμαντή και μουσική διδασκαλία του Νίκου Βασιλείου.
Στον ρόλο της Πόποβα, η εξαιρετική Ειρήνη Αθανασίου ενσάρκωσε την «εύθυμη» αυτήν χήρα με ευαισθησία και επαγγελματική αρτιότητα, κομίζοντας επί σκηνής μια πληθωρική παρουσία, με έντονη θηλυκότητα, σκαμπρόζικο χιούμορ και μεγάλη γκάμα χειρονομιών μιμικού χαρακτήρα. Ισάξιοι στο πλευρό της στάθηκαν ο Αρκάδιος Ρακόπουλος (εναλλάξ στον ρόλο του Σμιρνόφ με τον Μιχάλη Ψύρρα) που απέδωσε τον παιγνιώδη (“silly”) ρόλο του με δυναμισμό και ποικιλία εκφραστικών μέσων, καθώς και ο καρατερίστας Μιχάλης Κατσούλης, στον ρόλο του Λούκα. Η διαστολή των συναισθημάτων και η ακρότητα των ψυχικών αντιδράσεων των χαρακτήρων που απαιτεί το μουσικοθεατρικό αυτό είδος ήταν άψογα διδαγμένα από τον Νίκο Βασιλείου, παρόντα στο πιάνο.
Η στιλιστική ελευθερία της σύνθεσης και τα στοιχεία παντομίμας και παρωδίας που αφομοιώνει παραπέμπουν στο καμπαρέ, στο θέατρο βαριετέ και στην παντομίμα.
Ο Ουίλιαμ Ουώλτον έγραψε αρκετά κινηματογραφικά σενάρια και libretti για μιούζικαλ, οπερέττες και soundtracks γνωστών ταινιών. Η Aρκούδα είναι η δεύτερη όπερα του βρετανού συνθέτη, μετά το Τρωίλος και Χρυσηίδα: είναι μεταφορά του ομώνυμου μονόπρακτου του Άντον Τσέχοφ από τον λιμπρετίστα Πωλ Ντεν σε λυρικό θέατρο, μετά από παραγγελία του ιδρύματος Κουσεβίτσκι, το 1958, και πρωτοπαρουσιάστηκε επί σκηνής το 1967. Το έργο έφερε εξαρχής τον υπότιτλο «μια μικρή εξτραβαγκάντζα», γιατί η στιλιστική ελευθερία της σύνθεσης και τα στοιχεία παντομίμας και παρωδίας που αφομοιώνει παραπέμπουν στο καμπαρέ, στο θέατρο βαριετέ και στην παντομίμα. Αυτή η “whimsical” εκδοχή ενός ποιητικού θέματος υπήρξε είδος ιδιαίτερα δημοφιλές στη βικτωριανή Αγγλία και στη Νέα Υόρκη των μέσων του 19ου αιώνα και προέκυψε από «pastiche» στίχων ενός κλασικού θεατρικού κειμένου, κατά προτίμησιν μονόπρακτου.
«I was a constant, faithful wife»
Ένα από τα νεανικά έργα του Τσέχωφ, η «Αρκούδα» έμεινε στο θέατρο ως η παρωδία της αγάπης για τη βότκα, της αποφυγής των χρεών και του δανειστή, της «βουτιάς» στο συναίσθημα και της υπερβολής του πένθους, των ξεσπασμάτων και των θεμάτων «τιμής», όπως της μονομαχίας: όλα αυτά αποδοσμένα στο επίπεδο της φάρσας, που όμως προσέφερε τη δυνατότητα σατιρικής διαπραγμάτευσης των πιο τυπικών «ρωσικών» χαρακτηριστικών σε μια σύνθεση «όπερας μπούφας», όπως αυτή του Ουώλτον. Ο μικρός αριθμός ερμηνευτών που απαιτεί το ανέβασμα αυτής της όπερας «δωματίου» και το πλήθος δραματικών περιστατικών που περιλαμβάνει στη χρονική έκταση μιας ώρας δίνει το έδαφος σε μουσικούς και τραγουδιστές να επιδείξουν τις ερμηνευτικές τους ικανότητες και να αγαπηθούν από το αστικό κοινό χωρίς αυτό να προϋποθέτει ογκώδη, ακριβά σκηνικά και πολυδάπανες, χρονοβόρες παραγωγές.
Ο William Walton
|
Στα 1888, στο δωμάτιο σχεδίου του εξοχικού της Γιελίνα Πόποβα επικρατεί πένθος: η Πόποβα θρηνεί τον θάνατο του άντρα της. Ο υπηρέτης της Λούκα προσπαθεί να την ανασύρει από το πένθος: «Ο Νικολάι Μιχαήλοβιτς πέθανε, έτσι ήταν γραφτό, θέλημα Θεού, ας είναι στη Βασιλεία των Ουρανών... Τον κλάψατε και τον θρηνήσατε αρκετά, φτάνει πια!». Το σπίτι επισκέπτεται ο απόστρατος αρχιστράτηγος Σμιρνόφ, απαιτώντας να του αποδοθούν τα δανεικά 1300 ρούβλια που του χρωστούσε ο μεταστάς σύζυγος. Η χήρα τον παρακαλεί να μην διαταράσσει τη γαλήνη της, κι εκείνος εξοργίζεται. Τον προσβάλλει αποκαλώντας τον «αρκούδα» για τους άξεστους τρόπους τους, ενώ εκείνος την ειρωνεύεται και με υπερβολικό τρόπο χαρακτηρίζει ανυπόφορες και απατηλές όλες τις γυναίκες, οδηγώντας την στην εξομολόγηση πως ο άντρας της την απατούσε: «Με άφηνε μόνη ολόκληρες εβδομάδες, φλερτάριζε μπροστά στα μάτια μου άλλες γυναίκες και μ' απατούσε, σκορπούσε τα λεφτά μου στον αέρα, έπαιζε με τα αισθήματα μου... Εγώ όμως, παρ' όλ' αυτά, τον αγαπούσα και του ήμουν πιστή». Η διένεξη Πόποβας και Σμιρνόφ οδηγεί σε πρόκληση μονομαχίας, ενώ όμως ο Σμιρνόφ προσπαθεί να δείξει στη χήρα τη χρήση του περιστρόφου, το μίσος τους μεταστρέφεται σε ερωτικό πάθος και περίπτυξη.
Ο ρόλος της Πόποβα συγκεντρώνει με επιτυχία όλα αυτά τα clichets που μια «εύθυμη χήρα» θα μπορούσε να ερμηνεύσει επί σκηνής με χιούμορ, καθώς ο δισταγμός ανάμεσα στο επιβεβλημένο πένθος και τον σφύζοντα ερωτισμό της είναι από μόνος του κωμικός.
Την Opera Seria οι Βρετανοί την αγάπησαν όσο κανείς άλλος, παρά το γεγονός ότι δεν ταιριάζει με το εθνικό ταμπεραμέντο τους. Ωστόσο, μπορεί κανείς να ισχυρισθεί το ακριβώς αντίθετο, πως δηλαδή δεν πρόκειται για ζήτημα εθνικής ιδιοσυγκρασίας, εφόσον ο υπαινικτικός ερωτισμός και ο καθωσπρεπισμός που καταρρέει είναι ζητήματα που απασχολούν μάλλον τις σεμνότυφες κοινωνίες. Έπειτα, το ελαφρό μουσικό θέατρο αναγνωρίστηκε ως ισάξιο είδος μόνο μετά τους σκηνικούς θριάμβους της μουσικής κωμωδίας των Gilbert & Sullivan και του αγγλικού Music Hall. Η εξεικόνιση της γυναικείας σεξουαλικότητας που μας κληροδότησε το μπουρλέσκ περιλάμβανε τόσο την εκδοχή της χειραφετημένης γυναίκας του θεάτρου, όσο και την εκδοχή της υποταγμένης γυναίκας της βικτωριανής κοινωνίας, στα πλαίσια της οποίας η επαγγελματική απασχόληση μιας γυναίκας επί σκηνής ισοδυναμούσε στην αστική αντίληψη με μια μορφή «εκπόρνευσής» της, εφόσον γινόταν επί χρήμασι. Ο ρόλος της Πόποβα συγκεντρώνει με επιτυχία όλα αυτά τα clichets που μια «εύθυμη χήρα» θα μπορούσε να ερμηνεύσει επί σκηνής με χιούμορ, καθώς ο δισταγμός ανάμεσα στο επιβεβλημένο πένθος και τον σφύζοντα ερωτισμό της είναι από μόνος του κωμικός. Είναι όμως άκρως ανθρώπινη και συγκινητική και η αμφιθυμία του Σμιρνόφ ανάμεσα στη στιβαρότητα του χρεώστη-διεκδικητή και την τρωτότητα του ερωτοχτυπημένου άνδρα.
Όπως η όπερα-μπαλάντα, έτσι και τα μπουρλέσκ είδη και οι εξτραβαγκάντζες εισήγαγαν στο λυρικό θέατρο συνθέσεις ποικίλες, που ενέτασσαν με επιτυχία λαϊκά τραγούδια, δημοφιλή στιχάκια και οπερατικές άριες, στοιχεία χορού και μιμικής, φανταχτερά κοστούμια δανεισμένα από το γαλλικό και γερμανικό καμπαρέ, ενώ στέγαζαν ακραίες ερμηνευτικές δυνατότητες, όπως την υπόδυση γυναικείων ρόλων από άνδρες τραγουδιστές και το αντίστροφο. Koινός τους στόχος ήταν το κοινό να αποστασιοποιηθεί από το βαρύ ήθος των νεοκλασικών ρόλων και να ψυχαγωγηθεί διασκεδάζοντας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.