
Για τη θεατρική μεταφορά και την πρόσληψη της Μεγάλης Χίμαιρας του Μ. Καραγάτση.
Της Παναγιώτας Μ. Χατζηγεωργίου*
«Τι άνθρωπος είσαι;», ρωτά η Μαρίνα Μπαρέ την πεθερά της, Άννα Ρεΐζη. «Τι άνθρωποι είστε;»[2] αναρωτιέται πισωπατώντας, ξεκινώντας να συναντήσει τη μοίρα της, η γαλλίδα πρωταγωνίστρια της Μεγάλης Χίμαιρας του Μ. Καραγάτση λίγο πριν από το τέλος του έργου, που ανέβηκε από το θέατρο «Πορεία» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου και διασκευή Στρατή Πασχάλη στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, από τις 14 έως και τις 17 Ιουλίου.
Τα παραπάνω ερωτήματα απασχολούν τον Μ. Καραγάτση και στα μυθιστορήματα Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν (1933) και Γιούγκερμαν (1938) που μαζί με τη Μεγάλη Χίμαιρα (1953) συγκροτούν την τριλογία με τίτλο «Εγκλιματισμός κάτω από το Φοίβο». Σε αυτήν, ο συγγραφέας πραγματεύεται –μεταξύ πολλών άλλων− ζητήματα ταυτότητας κι ετερότητας: την προσπάθεια των βορειοευρωπαίων να ενταχθούν στη μεσογειακή, ελληνική κοινωνία και να επιβιώσουν κάτω από το παντοδύναμο και ανελέητο –γι’ αυτό και θεοποιημένο− ελληνικό φως. «Quelle lumière! Αυτό το φως!» κραυγάζει εκστασιασμένη η μεγαλωμένη στα νεφελώδη και υγρά κλίματα νορμανδή Μαρίνα, όταν το πρωτοβλέπει από τη γέφυρα της «Χίμαιρας», το καράβι του εφοπλιστή, εραστή και μελλοντικού συζύγου της Γιάννη Ρεΐζη. Με τη «Χίμαιρα» εγκατέλειψε τη Γαλλία για να ζήσει στη Σύρο τον αληθινό έρωτα της σάρκας και της Ελλάδας και να αποκτήσει μια χαριτωμένη κόρη. Όμως οι θεοί της Ελλάδας και οι δαίμονες της σάρκας καιροφυλακτούσαν…
Αμήχανη υποδοχή
Πώς να προσεγγίσει η καθωσπρέπει κριτική μια ηρωίδα με σαφές σεξουαλικό πρόβλημα που αναλύεται ψυχαναλυτικά, με διεξοδικότητα ως προς τα αίτια, τα συμπτώματα και τη θεραπεία του;
Η πρόσληψη της μυθιστορηματικής Μεγάλης Χίμαιρας μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα είναι αμήχανη[3] και θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση: άλλο ένα δείγμα προκλητικής πεζογραφίας από τον εμμονικό με τις γενετήσιες ορμές Μ. Καραγάτση. Πώς να προσεγγίσει η καθωσπρέπει κριτική μια ηρωίδα με σαφές σεξουαλικό πρόβλημα που αναλύεται ψυχαναλυτικά, με διεξοδικότητα ως προς τα αίτια (μητέρα πόρνη), τα συμπτώματα (περιφρόνηση της γυναικείας φύσης - ανοργασμικότητα) και τη θεραπεία του (ο Έλληνας εραστής); Πώς να αντιμετωπίσει τη μοιχεία που η Μαρίνα διαπράττει με τον κουνιάδο της, ενώ ο σύζυγός της θαλασσοδέρνεται και η κόρη της αργοπεθαίνει;
Όμως, αν το θέμα του μυθιστορήματος –και κατ’ επέκταση της παράστασης− ήταν η ερωτική ζωή μιας καλοπαντρεμένης, διανοούμενης Γαλλίδας σε ένα ελληνικό νησί την εποχή του Μεσοπολέμου, τότε θα επρόκειτο για μια ενδιαφέρουσα αλλά κοινότοπη, μελοδραματική ιστορία. Η διερεύνηση της γυναικείας σεξουαλικότητας μέσα σε συγκεκριμένο χρονότοπο είναι απλώς ο θεματικός καμβάς που αποκαλύπτεται κατά τη μετατροπή του αφηγηματικού λόγου σε δραματικό, σε μια διασκευή που σεβάστηκε πλήρως την εντονότερη συγγραφική προσωπικότητα της γενιάς του ’30. Πάνω σε αυτόν τον καμβά, σαν τις «…οριζόντιες και κάθετες γραμμές που κυβίζουν τον τριπλό κώνο…», θυμίζοντας «πίνακα του Braque», εξακτινώνονται μέσα από την παράσταση οι πολλαπλές πτυχές του μυθιστορήματος.
Κατ’ αρχάς, ο καλοζωισμένος, όμορφος, νεαρός νομικός Μηνάς Ρεΐζης (Όμηρος Πουλάκης) και η ελληνολάτρις κι ωραιοτάτη νύφη του, Μαρίνα Μπαρέ (Αλεξάνδρα Αϊδίνη), πρόσωπα με ισχυρή διάνοια, χαρακτήρες με πνευματικότητα και πλατιά μόρφωση αντανακλούν τις αντίστοιχες ποιότητες του συγγραφέα Μ. Καραγάτση. Αποτελούν, επίσης, το μυθοπλαστικό όχημα έκφρασης των ιδεών του για τα κλασικά γράμματα και τη σύγχρονή του ευρωπαϊκή και νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή[4], δραματοποιώντας εν προκειμένω το πολιτισμικό δίλημμα της γενιάς του ’30: την παράδοξη επιθυμία της να παρακολουθήσει τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό αλλά ταυτόχρονα να διατηρήσει την ελληνικότητά της[5]. Η δραματοποίηση αυτή ισχυροποιείται από το αντιστικτικό ζεύγος του Γιάννη Ρεΐζη (Νίκος Ψαρράς), ενός «πρακτικού» κι «ανυπόφορου» καπετάνιου που εργάζεται σκληρά για τον πλουτισμό της οικογένειας, και της αρχόντισσας Άννας Ρεΐζη (Σοφία Σεϊρλή), της τυπικής ελληνίδας μάνας που λατρεύει τους δυο γιους της, τηρεί τις παραδόσεις, δυσπιστεί απέναντι στην «ξένη» και την ανέχεται μόνο επειδή την αγαπά ο Γιάννης[6].
Κοσμοπολιτισμός και πολιτισμικές διαφορές, πνευματικότητα και εμπορική σκέψη, ποίηση και επιστημονικός ορθολογισμός είναι μερικές από τις αντιθέσεις μέσα στις οποίες δρουν τα πρόσωπα, σκληρές όσο το φως που λούζει τον τόπο του έρωτα και τον έρωτα για τον τόπο: η νοσηρή σεξουαλικότητα της Μαρίνας μετατρέπεται σε αληθινή ερωτική ολοκλήρωση κάτω από το αιγαιοπελαγίτικο φως . Όταν, όμως, ο άντρας της ταξιδεύει για να αντιμετωπιστεί η οικονομική καταστροφή, η ερωτική στέρηση κάνει το φως ανυπόφορο: «Merde… αυτό το φως!» κραυγάζει, ενώ προσπαθεί ανεπιτυχώς να συγκεντρωθεί στο διάβασμα της Madame Bovary. Κάτω από το ίδιο φως, στη Σύρο της ερωτικής πλήρωσης και την Αθήνα της πνευματικής μέθεξης βιώνει με το διανοούμενο κουνιάδο της μία νατουραλιστική σχέση έλξης-απώθησης, που εκφράζει την αιώνια αντιπαλότητα των δύο φύλων, τη ζωική πάλη για την επικράτηση και την απόδειξη της φυσικής υπεροχής.
Στην παράσταση, τα νατουραλιστικά στοιχεία συνυπάρχουν με τα μαγικά-παραμυθιακά και τα υπερφυσικά: το παραμύθι του Σορόκου που αφηγείται η γιαγιά στην εγγονή της, Αννούλα (Βασιλική Παναγιώτογλου / Κατερίνα Τράμπα), όταν την ντύνει με την αποκριάτικη στολή της Χίμαιρας, η χαριτωμένη διαφωνία της Μαρίνας και της κόρης της αν το κοστούμι της Χίμαιρας είναι «παράξενο ή μαγικό», η συζήτηση των «μακάριων» στη λήθη τους νεκρών, της Αννούλας και του Μηνά.
Στο θεατρικό ανέβασμα της Μεγάλης Χίμαιρας γίνεται ευφυής χρήση του κινηματογράφου για να προωθηθεί η πλοκή, να αποδοθεί η ατμόσφαιρα της εποχής, να εμπλουτιστεί το σκηνικό, να διευρυνθούν τα επίπεδα της δράσης ή να υπογραμμιστούν τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις των πρωταγωνιστών. Το τελευταίο συμβαίνει με την κινηματογραφική απόδοση της προσωπικής συντριβής και των αυτοκτονιών του «αμαρτωλού ζεύγους», που υπέκυψε στο τυφλό σαρκικό πάθος. Ως επακόλουθο, οι θεατές δίκαια μπορούν να αναρωτηθούν κατά πόσο ο Μηνάς και η Μαρίνα είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους ή δέσμιοι της μοίρας / των θεών της Ελλάδας και −όπως οι τραγικοί ήρωες− όσο περισσότερο προσπαθούν να αποφύγουν το «γραμμένο» τόσο πιο γρήγορα οδεύουν προς την (αυτο)καταστροφική εκπλήρωσή του.
Αλήθεια, τι άνθρωπος είναι η Μαρίνα; Η Ελληνίδα Madame Bovary; Η Γαλλίδα Μήδεια; Η νορμανδή Φαίδρα; Ή μήπως, απλώς άλλη μια «ξένη» που δεν μπόρεσε, τελικά, να ζήσει στο τόπο που «όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει, στο φως·»[7]; Το αγγελικό και μαύρο…
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ Μ. ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ
* Η Παναγιώτα Μ. Χατζηγεωργίου είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας που τώρα εκπονεί μεταδιδακτορική έρευνα στο έργο του Μ. Καραγάτση.