
Η αιρετική εκδοχή της Λίμνης των Κύκνων από τη νοτιοαφρικανή Ντάντα Μαζίλο.
Του Νίκου Ξένιου
Η νεαρή Ντάντα Μαζίλο είναι και αντισυμβατική χορογράφος και σπουδαία χορεύτρια. Στην καινούρια της δημιουργία Η λίμνη των κύκνων που εντάσσεται στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών μια ομάδα αφρικανών χορευτών «βλέπει» μέσα από μια διαφορετική ματιά το κλασικό έργο του Τσαϊκόφσκι, δίνοντάς του νέα πνοή, νέα ζωή και νέα στοιχεία που σχετίζονται με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Η χορογραφία αναμειγνύει με δεξιοτεχνία τον κλασικό και το σύγχρονο χορό με ισχυρές νοτιοαφρικανικές επιρροές , εκρηκτική ενέργεια και πολύ χιούμορ.
Αναζήτηση ενός παρτενέρ
Οι άντρες διατηρούν την αρρενωπότητά τους, παρά το γεγονός ότι και οι ίδιοι χορεύουν με pointes και αναπαράγουν τις γυναικείες χειρονομίες. Δεν υπάρχει παρώδηση του ρόλου του φύλου, υπάρχει, θα ’λεγε κανείς, «συγχώνευση» των δύο φύλων
Όσοι δεν παρακολουθούν κλασικό μπαλέτο, δηλαδή το αμύητο κοινό, αντιμετωπίζουν καχύποπτα τις clichêt χορογραφίες, που αφηγούνται τις ίδιες πάντα ιστορίες με την ίδια πάντα μανιέρα, εκείνη του Ρούντολφ Νουρέγιεφ και της Μαργκότ Φοντέιν ή της Μάγια Πλιτσέσκαγια. Το pattern των γυναικείων pointes και ο αστερισμός των κινήσεων, θέσεων, χειρονομιών που απαρτίζουν την αναλλοίωτη επιλογή της εφαρμογής ενός καλλιτεχνικού κώδικα δύο σχεδόν αιώνων είναι βασανιστικό πλέον για το κοινό. Τα «κορίτσια με τις τούλινες φούστες στο φεγγαρόφωτο»[1], δηλαδή τα κορίτσια-κύκνοι, ο μελαγχολικός τρόπος με τον οποίον προβλέπεται να χορέψουν, η κατανομή των ρόλων ανάμεσα στα δύο φύλα, όλα αυτά ανατρέπονται στη συγκεκριμένη παράσταση, με την επί σκηνής εισβολή τεσσάρων νεαρών ανδρών, που με ένα αρρενωπό «γκραν ζετέ» ξεσηκώνουν τις γυναίκες να χορέψουν. Τότε, ένα ανάμεικτο χορευτικό ύφος υψηλής τεχνικής και ταχύτητας, όπου ενσωματώνονται κινήσεις και κραυγές αφρικανικών χορών, έρχεται να κάνει αντίστιξη προς την κλασική μουσική. Οι άντρες διατηρούν την αρρενωπότητά τους, παρά το γεγονός ότι και οι ίδιοι χορεύουν με pointes και αναπαράγουν τις γυναικείες χειρονομίες, με τρόπο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από σκωπτικός έως αιρετικός. Δεν υπάρχει παρώδηση του ρόλου του φύλου, υπάρχει, θα ’λεγε κανείς, «συγχώνευση» των δύο φύλων. Σύντομα ο θεατής αδιαφορεί αν ο χορευτής είναι άντρας ή γυναίκα και παρακολουθεί την αρμονία των κινήσεων σε μια σειρά άφυλα σώματα με την ίδια αμφίεση: tutus και τα χέρια στην κίνηση των φτερών του κύκνου, αναδίπλωση σε στάση ύπνου και μετατροπή των tutus σε φτέρωμα κύκνου που κοιμάται, χορός στις μύτες των ποδιών και όλο το «πακέτο» των τόσο κλασικών, γνωστών κινήσεων με τις οποίες μεγαλώσαμε όλοι.
Οι ανατροπές όμως συνεχίζονται. Ο πρώτος χορευτής εμφανίζεται, αναζητώντας όχι κάποιαν, αλλά κάποιον. Τα κορίτσια εξαφανίζονται στο βάθος της σκηνής μέχρι την εμφάνιση της πρώτης χορεύτριας και η επανεμφάνισή τους συνδέεται με το ζευγάρωμά τους. Η λίμνη παύει να είναι λίμνη και μετατρέπεται σε ένα απρόσωπο, παγερό τοπίο. Το ομοφυλόφιλο pas de deux της Λίμνης των Κύκνων και η μουσική του υπόκρουση δεν έχει την παραμικρή σχέση με τις παραστάσεις του έργου που έχουμε όλοι καταγράψει στη μνήμη μας. Η Ντάντα εμφανίζεται με ξυρισμένο κεφάλι και γυμνόστηθη, σε μια αγαλμάτινη γυμνότητα και σε επίδειξη χορευτικής δεξιότητας, ενώ ο κορυφαίος χορευτής συνεχίζει την αναζήτησή του. Μια πρόσφατη κριτική για τη Λίμνη των Κύκνων χαρακτηρίζει την παράσταση: «τον χειρότερο εφιάλτη του αφρικανού ομοφοβικού και τη μεγαλύτερη απόλαυση του λάτρη του χορού». Στην πρωτότυπη αυτή εκδοχή του κλασικού έργου οι άνδρες φορούν tutus και η Οντίλ ερμηνεύεται από άνδρα χορευτή, τον Μπουασί Ντικόμπ. Το χορογραφικό στιλ είναι ελεύθερο και με μεγάλη ευαισθησία επιστρατεύει νέες κινήσεις και τις εντάσσει στη λίστα με τα δεδομένα μας, διατηρώντας την κλασική αφήγηση κι επανεισάγοντας μια νέα εικονοπλασία. Η προσήλωση των χορευτών στο έδαφος είναι το κύριο γνώρισμα των αφρικανικών χορών, σε αντίθεση με το κλασικό μπαλέτο: οι δυο τύποι τεχνικής αναμειγνύονται επιτυχημένα στη Λίμνη των Κύκνων, προτείνοντας αυτοσχεδιαστικές λύσεις στη διάρκεια των προβών. Δεν θραύεται μόνο η καθιερωμένη εικόνα μας για το κλασικό μπαλέτο, αλλά και η καθιερωμένη εικόνα μας για τη μπαλαρίνα. Επίσης, η μη δημοκρατική μέχρι τις μέρες μας κατανομή των ρόλων σε δύο πρωταγωνιστικούς και πενήντα δευτερεύοντες καταργείται: στην παράσταση αυτή όλοι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο επί σκηνής, ενώ το ανδρόγυνο image εξισώνει τους χορευτές με τις χορεύτριες. Ο Ζίγκφριντ ερωτεύεται έναν άντρα και υπάρχουν, επίσης, αναφορές στο AIDS και στον καταναγκαστικό γάμο, στην εξαγορά της νύφης που συμβαίνει σε πολλές αφρικανικές χώρες. Στους παράγοντες έμπνευσης της νεαρής χορογράφου σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η ανάγκη άρσης του στερεοτύπου ότι ο άνδρας χορευτής είναι σώνει και καλά ομοφυλόφιλος, καθώς και η –εξακριβωμένη, πλέον– ομοφυλοφιλία του ίδιου του Τσαϊκόφσκι.
Το αρχικό χρώμα της Λίμνης
Ούτε η μουσική του Τσαϊκόφσκι μένει έξω από τη δημιουργική ανάμειξη των ειδών, καθώς συναντά τη μουσική σύγχρονων συνθετών. Ο Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι είχε συνθέσει τη Λίμνη των Κύκνων στα 1875/6, ενώ τη μουσική για τον Χορό των μικρών κύκνων την είχε ολοκληρώσει ήδη από το 1871. Η σύνθεση έγινε για τυπική δυτικοευρωπαϊκή ορχήστρα με βιολιά, βιόλες, τσέλι, κοντραμπάσα, πίκολο, φλάουτα, όμποε, κλαρινέτα, κόρνα, τρομπέτες, τρομπόνια, τούμπα, τύμπανα, κύμβαλα, τρίγωνο, ταμπουρίνο, καστανιέτες, γκλόκενσπιλ και άρπα. Tο σενάριο, αρχικά σε τέσσερεις πράξεις, το εμπνεύστηκε το λαϊκό παραμύθι της Ρωσίας «Η λευκή πάπια» και από τη ζωή του βαυαρού βασιλιά Λούντβιχ (πρότυπο για τον Ζίγκφριντ) και μιλά για την Οντέτ, την πριγκίπισσα που μεταμορφώθηκε σε κύκνο με την κατάρα ενός κακού μάγου. Πρώτος χορογράφος του έργου ήταν ο τσέχος Τζούλιους Ράιζινγκερ (η συνεργασία του με τον Τσαϊκόφσκι υπήρξε προβληματική) και η παράσταση έγινε στο θέατρο Μπαλσόι της Μόσχας στις 4 Μαρτίου του 1877. Ακολούθησαν οι χορογραφίες του Πετιπά και του Ιβάνοφ στην Αγία Πετρούπολη, με την Πιερίνα Λενιάνι ως Οντέτ και Οντίλ. Το λιμπρέτο βασίστηκε στη νουβέλα Κλεμμένο βέλο του γερμανού συγγραφέα Γιόχαν Καρλ Αουγκούστ Μουσέους.
Η καινοτομία συνίσταται περισσότερο στον πειραματισμό της πάνω στις κινήσεις των χορευτών (με την εισαγωγή κινησιολογίας των αφρικανικών χορών στα ισχύοντα χορογραφικά στερεότυπα) και λιγότερο στην προβολή του κοινωνικού μηνύματος
Η Ντάντα Μαζίλο, στα είκοσι εφτά μόλις χρόνια της, αναστάτωσε τον κόσμο του χορού καταφερόμενη στα ρατσιστικά πρότυπα και στα πρότυπα φύλου που επικρατούν στον χώρο του μπαλέτου. Στη Λίμνη των Κύκνων υπερτόνισε μια ομοφυλόφιλη εκδοχή και αμφίεση των ανδρών χορευτών, στον Ρωμαίο και Ιουλιέτα έβαλε την οικογένεια των Καπουλέτων να είναι πολυεθνική, ενώ η δική της Κάρμεν είναι πολύ πιο ερωτική απ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει (η Μαζίλο ενσωμάτωσε φλαμένκο και σύγχρονο χορό στη χορογραφία της). Η καινοτομία συνίσταται περισσότερο στον πειραματισμό της πάνω στις κινήσεις των χορευτών (με την εισαγωγή κινησιολογίας των αφρικανικών χορών στα ισχύοντα χορογραφικά στερεότυπα) και λιγότερο στην προβολή του κοινωνικού μηνύματος, που όμως παραμένει σημαντικό και άμεσα αποκρυπτογραφήσιμο. Η Μαζίλο αμφισβητεί την αλήθεια του όρου «αφρικανικός χορός». Φυσικά, αναγνωρίζει την πολυποικιλότητα και μοναδικότητα κάθε εθνικής παράδοσης στη Μαύρη Ήπειρο, όμως θεωρεί, παράλληλα, πως οι προσωπικές επιρροές κάθε χορογράφου εμπεριέχουν ένα ευρύτερο φάσμα εμπειριών, που διαρκώς εξελίσσονται και μεταπλάθονται σε κάτι καινούργιο.
Με εφαλτήριο το apartheid
Η Ντάντα Μαζίλο γεννήθηκε στη μαύρη συνοικία Σοβέτο του Γιοχάνεσμπουργκ. Την ανακάλυψαν στα δεκατρία της, όταν χόρεψε street dance με την ομάδα της στη σχολή χορού Dance Factory του Γιοχάνεσμπουργκ. Έκανε την πρώτη της εμφάνιση σε διεθνή φεστιβάλ το 2011 και πολύ σύντομα έγινε μια από τις πιο φημισμένες χορογράφους της Νοτίου Αφρικής, αποσπώντας αρκετά βραβεία και διακρίσεις για το έργο της. Εκπαιδεύτηκε στο Dance Factory στο Γιοχάνεσμπουργκ και συνέχισε τις σπουδές της στις Βρυξέλλες στη σχολή της Anne Teresa de Keersmaeker. Γρήγορα κατάκτησε το κοινό από το Κέιπ Τάουν ως το Τελ Αβίβ, καθιερώνοντας μια προσωπική δουλειά με έντονη σεξουαλική -και συχνά ομοσεξουαλική- φόρτιση. Η συνεργασία της με την Αν Τερέζα ντε Κεερσμέκερ των Rosas, με τον Στηβ Ράιχ και το πρότυπο της Πίνα Μπάους υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες του χορογραφικού της στιλ. Σήμερα εκπαιδεύει νέους χορευτές ενώ διεξάγει συχνά σεμινάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες εκτός από τη συστηματική της συνεργασία με άλλους καλλιτέχνες και χορογράφους, έχει μέχρι σήμερα παρουσιάσει δέκα δικές της αντισυμβατικές χορογραφίες/εκδοχές για τον Ρωμαίο και Ιουλιέτα, για την Κάρμεν και για τη Λίμνη των Κύκνων, καθώς και την πρόσφατη συνεργασία της με τον νοτιοαφρικανό Ουίλιαμ Κέντριτζ, στην παράσταση: Χορεύοντας με τη Ντάντα.