
Του Νίκου Ξένιου
Εν αρχή ήν το φλαμένκο. Η σιγκιρίγια, η αλλεγκρία, οι γκουαχίρας, τα τάνγκος, τα ταράντος, η μπουλερία και η σολεά[1], στην κυριαρχία των οποίων υποτάσσονται η τζαζ, το κατακάλι και το ιαπωνικό μπούτο, το tap-dance και οι αφρικανικοί χοροί. Μα που, με τη σειρά του, αποτελεί τον πυρήνα για μια υψηλού επιπέδου παράσταση σύγχρονου χορού.
Μεταξύ 23 και 27 Απριλίου 2014, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Αθήνας ανεβαίνει η παράσταση Lo Real, σε μουσική και σόλο κιθάρα του Χουάν Γκομέθ ("Chicuelo"), χορογραφία, μουσική και δραματουργική επιμέλεια Ισραέλ Γκαλβάν και καλλιτεχνική διεύθυνση Πιέδρο Ρομέρο. Ο Ισραέλ Γκαλβάν ακολουθεί μια ρυθμική αγωγή ευλύγιστη, που αφομοιώνει το τραγούδι και τον χορό των κατατρεγμένων κοινωνικών ομάδων για να στηλιτεύσει την απροκάλυπτα φυλετιστική πολιτική του Εθνικοσοσιαλισμού.
Ένα κομματιασμένο πιάνο και η τσιγγάνα Κάρμεν
Ο Ισραέλ Γκαλβάν επιστρατεύει τις οδυνηρές μνήμες του ολοκαυτώματος των τσιγγάνων σε ένα από σκηνής δοκίμιο, μια περφόρμανς με ξύλινα κιβώτια, μεταλλικές επιφάνειες, θραύσματα υλικών, κουρελιασμένα ρούχα, λυτές τιράντες και έντονους, εξπρεσιονιστικούς φωτισμούς
Η παράσταση του Γκαλβάν είναι γκρίζα, γιατί γκρίζες είναι και οι μνήμες του διατάγματος που εξέδωσε ο Χάινριχ Χίμλερ το 1938 για γενική συγκέντρωση των τσιγγάνων σε στρατόπεδα. Αυτήν την πραγματικότητα η γερμανική κυβέρνηση την αναγνώρισε μόλις το 1982, χαρακτηρίζοντας την επιχείρηση «γενοκτονία», ενώ μόλις τον περασμένο Οκτώβριο εγέρθηκε στο Βερολίνο (πού αλλού;) ένα μνημείο της εξολόθρευσης των Ρομά[2]. Ο Ισραέλ Γκαλβάν επιστρατεύει τις οδυνηρές μνήμες του ολοκαυτώματος των τσιγγάνων σε ένα από σκηνής δοκίμιο, μια περφόρμανς με ξύλινα κιβώτια, μεταλλικές επιφάνειες, θραύσματα υλικών, κουρελιασμένα ρούχα, λυτές τιράντες και έντονους, εξπρεσιονιστικούς φωτισμούς. Ένα παλιό, σπασμένο πιάνο μετατρέπεται σε τεράστιο «καχόν»[3] και ξεκοιλιάζεται, για να παραγάγει τη σκηνική εκδοχή του συρματοπλέγματος ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης του ναζισμού. Πέντε παράλληλα νήματα γίνονται ένας ιστός-πεντάγραμμο που θα παγιδεύσει στο ηλεκτροφόρο πλέγμα του την «ψειριασμένη» τσιγγάνα Κάρμεν με το πασαλειμμένο κοκκινάδι στα χείλια, ενώ οι ναζί δεσμοφύλακες με τα «χαλέος»[4] τους θα υποτάξουν το φύλο και τη φυλή της. Ένας πολυεδρικός χαρακτήρας αθώος, ερωτικά υποταγμένος, σκανδαλιστικός και χαοτικός. Η παρουσία της Μπελέν Μάγια επί σκηνής είναι καταλυτική, και το ίδιο ισχύει για την Ισαμπέλ Μπαγιόν (σε ένα τανγκουίλο[5] που συνοδεύει μια παρωδία της ταινίας Κάτω Χώρες της Λένι Ρίφενσταλ[6]), ενώ ηχούν τα τραγούδια των Τομάς δε Περάτε και Νταβίντ Λάγος (“Hitler in my heart”), τα κρουστά και οι μικρο-καστανιέτες[7], κι ενώ μεταλλικά ελάσματα κροτούν επί σκηνής υψώνοντας σταδιακά ανάμεσα στη σκηνή και το κοινό το παραπέτασμα που θα παγιδεύσει και τελικά θα εξοντώσει μιαν ολόκληρη φυλή. Είναι μια απόπειρα να χορευτεί «αυτό που δεν χορεύεται»[8], υπό τον ήχο «ενσωματωμένων» μαλαγκένιας, γκραναϊνας και φαντάνγκος στη μουσική των Anthony and the Johnsons, με «κόπλας»[9] από ισπανικά τραγούδια και από δικά μας, που αναφέρονται στους έλληνες Ρομά. Με κορύφωση το ελεγειακό τανγκό Plegaria του Εντουάρντο Μπιάνκο και την απαγγελία στίχων από τη Φούγκα Θανάτου του ρουμάνου Πωλ Σελάν, καθώς και με προβολή αποσπασμάτων από την ταινία Canta Gitano (1982) του Τόνι Γκάτλιφ.
Φυτρώνουν λουλούδια στα σώματα των νεκρών
Τσιγγάνος από την πλευρά της γιαγιάς του και Εβραίος κατά το ήμισυ, μεγαλωμένος κάτω από την απόλυτη χορευτική πειθαρχία του πατέρα του, ο Γκαλβάν γίνεται, το 1994, μέλος της “Compañia Andaluza de Danza” υπό τη διεύθυνση του Μάριο Μάγια. Το 1998 συγκροτεί τη δική του ομάδα και παρουσιάζει την πρώτη του ολοκληρωμένη χορογραφία Mira Los Zapatos Rojos[10]. Πολλά συγκροτήματα φλαμένκο, ανδαλουσιανά, τσιγγάνικα, αραβικά, εβραϊκά (σεφαραδίτικα), νοτιοϊβηρικά ή βορειοαφρικανικά εμπλούτισαν το είδος και καθιέρωσαν, τρόπον τινά, κάποια στερεότυπα σκηνικής του αποτύπωσης. Η μη ακαδημαϊκή αυτή κουλτούρα εκ των πραγμάτων διακινδυνεύει την αυθεντικότητά της στη συνάφειά της με ένα σωρό διπλότυπα ή κακέκτυπα, καθώς μια πρωτοποριακή παράσταση μπορεί εύκολα να υπερβεί τη λεπτή γραμμή που χωρίζει το πάθος από την κακογουστιά. Ο Γκαλβάν σπαράσσεται επί σκηνής και κατορθώνει να διατηρήσει τον μίτο της παράδοσης χωρίς να υπερβεί αυτήν τη μαγική μεθόριο, δίχως να προδώσει τον «σκληρό πυρήνα» του φλαμένκο, αλλά και χωρίς, παράλληλα, να επαναλάβει χιλιοειπωμένες τεχνικές και κινησιολογικές προσεγγίσεις.
Ο Γκαλβάν σπαράσσεται επί σκηνής και κατορθώνει να διατηρήσει τον μίτο της παράδοσης χωρίς να υπερβεί αυτήν τη μαγική μεθόριο, δίχως να προδώσει τον «σκληρό πυρήνα» του φλαμένκο, αλλά και χωρίς, παράλληλα, να επαναλάβει χιλιοειπωμένες τεχνικές και κινησιολογικές προσεγγίσεις
Είναι απίστευτος ο θαυμασμός του εκτελεστή προς τη μουσική παράδοση των θυμάτων του: η αντίφαση ανάμεσα στη γοητεία που ασκούσε –κι εξακολουθεί να ασκεί– στα φασιστικά κινήματα η μουσική των τσιγγάνων και στην ιστορική επιχείρηση εξόντωσής τους. «Προκαλώ τον θάνατο, ο θάνατος είναι ευπρόσδεκτος»: η σωματική τέχνη του Γκαλβάν προτείνει την αντίσταση, την πάλη, την υπερηφάνεια, αλλά και εκφράζει τον πόνο και υπόσχεται την εκδίκηση, επιβάλλοντας βία στο κορμί, αποκαλύπτοντας τους μύες και τον σκελετό σε οδυνηρές στρεβλώσεις: ώστε να χορέψει την καταδίκη του σε θάνατο και τη μοίρα του, αυτήν του αφανισμού.
Στο θέατρο Stasschouwburg του Άμστερνταμ η παράσταση αναστάτωσε το κοινό, ενώ έντονες υπήρξαν οι αντιδράσεις και στη Μαδρίτη. Η παράσταση σοκάρει αισθητικά και ιδεολογικά, κι εκεί βρίσκεται το μυστικό της: αντίστοιχες ήσαν οι αντιδράσεις, ένα αιώνα πριν, στην πρώτη εμφάνιση των ρωσικών μπαλέτων του Ντιαγκίλεφ: άρνηση της πραγματικότητας και βίαιη αποδοχή της. Το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη όμως υποκλίθηκαν στην τρωτή εκδοχή αρσενικού χορευτή του Γκαλβάν, που κατακερματίζει λυρικά το κορμί του και θραύει την πεπατημένη εκδοχή του χορού. Η Αθήνα -όπου τα φαινόμενα του νεοναζισμού εντείνονται τελευταία- πώς να μην υποκλιθεί;
Καλλιτεχνική διεύθυνση, Μουσική & Δραματουργική επιμέλεια: Pedro G. Romero
Διεύθυνση σκηνής & Δραματουργική επιμέλεια: Txiki Berraondo
Μουσική διεύθυνση: Juan Jiménez Alba
Πρωτότυπη μουσική: Juan Gómez "Chicuelo"
Βοηθός διευθυντή σκηνής: Balbi Parra
Σχεδιασμός Φωτισμών: Rubén Camacho
Σχεδιασμός και κατασκευή σκηνικών αντικειμένων: Pablo Pujol και Pepe Barea
Ήχος: Pedro León και Eloy Sansón
Κοστούμια: Soledad Molina
Τεχνικός συντονισμός: Pablo Pujol
Βοηθός χορού: Marcode Ana
Παραγωγή: Amapola López (A Negro Producciones)
Εκτέλεση παραγωγής: A Negro Producciones / Chema Blanco and Cisco Casado
Film: CantaGitano (1982), Tony Gatlif
Χορός: Israel Galván, Belén Maya και Isabel Bayón
Τραγουδιστές: Tomásde Perrate και David Lagos
Κιθάρα: Juan Gómez “Chicuelo”
Σαξόφωνο: Juan Jiménez Alba
Πιάνο: Alejandro Rojas Marcos
Κρουστά: Antonio Moreno
Βιολί και χορός: Eloisa Cantón
Χορός, τραγούδι και “jaleos”: Caracafé, Bobote και Uchi
Μπάντα Εβραίων και Τσιγγάνων: SistemaTango
Ηθοποιοί: Pablo Pujol και Pepe Barea