
Για τις παραστάσεις «Το φως μιας λίμνης» των El Conde de Torrefiel και το «Η στιγμή της καρδιάς» της Αλεξάνδρας Βάιερσταλ, αμφότερες στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Κεντρική εικόνα: Από την παράσταση «Το φως μιας λίμνης».
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Το φως μιας λίμνης», των El Conde de Torrefiel
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, είδα το «La luz de un lago» («Το φως μιας λίμνης») της καταλανικής θεατρικής κοοπερατίβας El Conde de Torrefiel, μια performance που εξερευνά αισθητηριακά τη φιλοσοφική σχέση έρωτα και θανάτου. Η παράσταση, με απόλυτη εικαστική αφαίρεση, επιστρατεύει τη λογοτεχνία και υποβάλλει τους θεατές στην ατομική αναδημιουργία ενός σεναρίου, χωρίς να προτείνει σαφείς εικόνες ή ενσώματους χαρακτήρες: είναι μια από σκηνής λογοτεχνική αφήγηση.
Απόλυτα παραδοσιακή αφήγηση
«Το φως μιας λίμνης» είναι σκηνική σύνθεση-installation που αφηγείται τέσσερις ιστορίες με θραυσματικό τρόπο, εγκιβωτίζοντας τη μία μέσα στην άλλη και διανύοντας το χρονικό διάστημα μεταξύ 1995 και 2036. Καλειδοσκοπικά οργανωμένη, ξεκινά με ένα ζευγάρι που γνωρίζεται και κάνει έρωτα παίρνοντας LSD σε μια συναυλία αγαπημένων συγκροτημάτων στο Μάντσεστερ του 1995, περνά στην ιστορία ενός κρυφού ομοφυλόφιλου ζευγαριού σε κινηματογραφική αίθουσα της Αθήνας της εποχής της κρίσης, συναντά τις αναμνήσεις μια τρανς ιχθυολόγου στο μετρό του Παρισιού και καταλήγει στην κακή έκβαση μιας πρεμιέρας «Wow» όπερας, κατασκευασμένης από Τεχνητή Νοημοσύνη που, υποτίθεται, ανεβαίνει στο θέατρο La Fenice της Βενετίας το σωτήριον έτος 2036.
Οι λέξεις της αφηγήτριας ακούγονται στα Ισπανικά ενώ, παράλληλα, το κοινό τις διαβάζει σε διάφορες οθόνες – που στην ουσία αποτελούν το μεταβαλλόμενο σκηνικό.
Εκτός από το κεντρικό θέμα (τη σχέση Έρωτα και Θανάτου) στις θεματικές αυτής της (μη προβεβλημένης, στην πραγματικότητα) ταινίας, εντάσσονται η άθλια πραγματικότητα του εργαζόμενου στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία του 21ου αιώνα, το ζήτημα της βίας, το trompe l'oeil της εικονικής πραγματικότητας και, προπάντων, η αθλιότητα μιας τέχνης «Ουάου»: μιας τέχνης εντυπωσιασμού, μιας τέχνης «σκατένιας», όπως την αποκαλούν οι σεναριογράφοι, μιας τέχνης χωρίς ίχνος ουσίας.
Οι λέξεις της αφηγήτριας ακούγονται στα Ισπανικά ενώ, παράλληλα, το κοινό τις διαβάζει σε διάφορες οθόνες – που στην ουσία αποτελούν το μεταβαλλόμενο σκηνικό. Εν ολίγοις, πρόκειται για μια κυρίως νοητική και λιγότερο αισθητηριακή εμπειρία, παρά τους έντονους στροβοσκοπικούς μηχανισμούς και την εκκωφαντική techno μουσική που περιλαμβάνει. Η προσπάθεια, βέβαια, να καταργηθούν οι αφηγηματικές συμβάσεις αποβαίνει άκαρπη, για τον απλούστατο λόγο ότι η εγκιβωτισμένη αφήγηση βαστά ήδη από την εποχή του Ομήρου: υπό αυτό το πρίσμα, η παράσταση απλώς εφαρμόζει μεταμοντέρνες τεχνικές υποβολής μιας παραδοσιακότατης αφήγησης.
Μια performance με πολιτικές ποιότητες
Eφόσον, λοιπόν, η αφηγηματική καινοτομία πέφτει στο κενό, στον θεατή απομένει να απολαύσει τις φευγαλέες εικόνες, τις συνεχείς προβολές κειμένων, τη συνεχή αναπροσαρμογή των tabloid του σκηνικού, την αιφνίδια παρεμβολή ενός εξωφρενικού γλυπτού «ανθρωπομάζας» του Ισαάκ Τόρες και το βύθισμα στο δυνατό ηχοτοπίο, που γίνεται κεντρικός πυλώνας της performance. Ευτυχώς, στις προθέσεις της ομάδας εμπίπτει μια κριτική διάθεση (που, ωστόσο, δεν συγκεκριμενοποιείται) απέναντι σε διάφορες μορφές ολοκληρωτισμού της εποχής μας: απέναντι στον ολοκληρωτισμό της πολιτικής, στον ολοκληρωτισμό της εργασιακής καθημερινότητας, στον ολοκληρωτισμό της χορηγούμενης τέχνης των μεγάλων αιθουσών, στον ολοκληρωτισμό της ετεροκανονικότητας που ευνουχίζει την ατομική ιδιαιτερότητα και καταπνίγει κάθε διαφοροποίηση και προσωπική ελευθερία. Επίσης, άξιο επαίνου είναι το χιούμορ της παράστασης.
Το «Φως μιας λίμνης» περιλαμβάνει μια σειρά από διεκπεραιώσεις, εκφωνήσεις ομιλιών ή περιστασιακές υποθέσεις πάνω στο ιστορικό παρόν, μια μακρά πορεία που οδηγεί στο ερώτημα: «πώς να μεταστοιχειώσεις την πραγματικότητα σε σύγχρονη τέχνη;». Μόνο που αυτό το ερώτημα έχει πολλαπλώς απαντηθεί από το πολωνικό θέατρο, από τον Giorgio Strehler, από τον Romeo Castellucci, από τον Tadashi Suzuki και από μια σειρά επιγόνους τους. Η δραστική (εν είδει «θεάτρου μέσα στο θέατρο») παρέμβαση μιας υποτιθέμενης μελλοντικής κοοπερατίβας αμφισβήτησης, με τη διάλυση μιας μεγαλοαστικής συγκέντρωσης στον χώρο της όπερας, στην ουσία δανείζεται τη θεματική καινοτομία και τη σκατολογική αισθητική του «Salò» του Pier Paolo Pasolini, χωρίς να προσθέτει κάτι καινούργιο, ρηξικέλευθο ή ανατρεπτικό στον ήδη υπάρχοντα πολιτικό προβληματισμό.
El Conde de Torrefiel
Με έδρα τη Βαρκελώνη, η Tanya Beyeler (Ελβετία) και ο Pablo Gisbert (Ισπανία) είναι η ψυχή των El Conde de Torrefiel (Ο Κόμης του Τορεφιέλ). Οι παραστάσεις τους ξεκίνησαν το 2010 με το έργο «La historia del rey vencido por el aburrimiento» («Η ιστορία του βασιλιά που τον νίκησε η πλήξη»), ακολούθησε το «Observen cómo el cansancio derrota al pensamiento» («Δες πώς η κούραση κατανικά τη σκέψη»), το «Escenas para una conversación después del visionado de una película de Michael Haneke» («Σκηνές από μια συζήτηση που ακολούθησε την προβολή μιας ταινίας του Μίκαελ Χάνεκε»), το «La chica de la agencia de viajes nos dijo que había piscina en el apartamento» («Το κορίτσι στο ταξιδιωτικό πρακτορείο μας είπε πως υπήρχε πισίνα στο διαμέρισμα»), το «La posibilidad que desaparece frente al paisaje» («Η πιθανότητα που εξαφανίζεται μπροστά στο τοπίο») το «GUERRILLA», το 2016, το «ULTRAFICCIÒN» και το «LA PLAZA» (που είδαμε στην Ελλάδα) και το «KULTUR» το 2018, το «Los Protagonistas», το «Se respira en el jardín como en un bosque και το Una imagen interior, has» το 2022. Τα πιο πρόσφατα έργα του διδύμου επικεντρώνονται αποκλειστικά στον 21ο αιώνα και στην υπάρχουσα σχέση μεταξύ του προσωπικού και του πολιτικού· πιο συγκεκριμένα, μεταξύ των νέων μορφών ολοκληρωτισμού και της πνευματικής αποξένωσης, μεταξύ του αισθήματος ευθύνης και της προσωπικής ελευθερίας.
Ιδέα-Δημιουργία: El Conde de Torrefiel
Σκηνοθεσία-Δραματουργία-Κείμενο: Tanya Beyeler & Pablo Gisbert
Σκηνικά: El Conde de Torrefiel & Isaac Torres
Υλικά και διαμόρφωση χώρου: El Conde de Torrefiel & La Cuarta Piel
Τεχνική διεύθυνση: Isaac Torres
Σχεδιασμός φωτισμού: Manoly Rubio García
Σχεδιασμός ήχου: Rebecca Praga & Uriel Ireland
Σύμβουλος αναφορών και έμπνευση: Marta Azparren
Τεχνικοί περιοδείας: Uriel Ireland, Guillem Bonfill, Uli Vandenberghe, Roberto Baldinelli
Διεύθυνση: Uli Vandenberghe
Εκτέλεση παραγωγής: CIELO DRIVE SL / Alessandra Simeoni
Υποστήριξη παραγωγής: ICEC – Generalitat de Cataluna
«Η στιγμή της καρδιάς» της Αλεξάνδρας Βάιερσταλ
Γεννημένη στη Βρετανία και με έδρα το Ντίσελντορφ, η Κύπρια χορογράφος Αλεξάνδρα Βάιερσταλ ανεβάζει στο φεστιβάλ Αθηνών την παράσταση «Η Στιγμή της Καρδιάς» (Heart Moment. An Interlude for Düsseldorf). Επιστρατεύοντας ξένους και Έλληνες χορευτές (Alfonso Bordi, Αγγελική Στελλάτου, Έλενα Αγαθοκλέους, Ιωάννα Παρασκευοπούλου, Karolina Szymura, Πάνος Παράσχου, Scott Jennings, Τάσος Νίκας, Yi-Chi Lee και Ying Yun Chen), η Αλεξάνδρα Βάιερσταλ κάνει μια μινιμαλιστική πρόταση, όπου τον κύριο λόγο έχουν το φως και η αργή κίνηση.
Η παράσταση αποτελεί εξέλιξη του «Momentum», ενός πολυμορφικού καλλιτεχνικού project που γεννήθηκε από τη συνεργασία της με τη γλύπτρια Ρίτα Μακμπράιντ και την πειραματική καλλιτεχνική κολεκτίβα Discoteca flaming star. Το 2023, μέλη της ομάδας της Βάιερσταλ από την Ευρώπη συνάντησαν στη σκηνή ντόπιους χορευτές από τη Νέα Υόρκη και μαζί κινήθηκαν πάνω και γύρω από το έργο «Arena» (1993) της Μακμπράιντ, σε μία προσπάθεια σωματικής και χορογραφικής επικοινωνίας μεταξύ καλλιτεχνών με διαφορετικές καταβολές. Η συμμετοχή της Αγγελικής Στελλάτου και του κωφού χορευτή Πάνου Παράσχου επιβεβαιώνει τις προθέσεις συνεργασίας και δημοκρατικής συν-δημιουργίας που οδήγησαν στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
Η σύλληψη της επιβραδυνόμενης κίνησης οδηγεί σ’ ένα κεντρικό σημείο «συνάντησης», που συνήθως υπογραμμίζεται από τη φωτιστική συνθήκη μιας λάμπας φθορισμού και τη σκηνογραφική συμπλήρωση άλλων δύο αντίστοιχων λαμπτήρων.
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της παράστασης (και θεμέλιος λίθος της) είναι η γλυκύτατη, υποβλητικότατη μουσική σύνθεση του οσκαρικού πιανίστα και πειραματικού συνθέτη Φόλκερ Μπέρτελμαν (Hauschka). Ανάμεσα στους χορευτές ξεχωρίζει για τη δυναμική ερμηνεία της η Ying Yun Chen, που κυριολεκτικά γεμίζει τη σκηνή ως κεντρική φιγούρα, ενώ ο επίσης κινέζος χορευτής Yi-Chi Lee διακρίνεται για την απίστευτη ευλυγισία, τον λυρισμό και την άρτια αναπαραγωγή του relanti βηματισμού. Η σύλληψη της επιβραδυνόμενης κίνησης οδηγεί σ’ ένα κεντρικό σημείο «συνάντησης», που συνήθως υπογραμμίζεται από τη φωτιστική συνθήκη μιας λάμπας φθορισμού και τη σκηνογραφική συμπλήρωση άλλων δύο αντίστοιχων λαμπτήρων. Αυτή είναι όλη κι όλη η σκηνογραφική παρέμβαση, πάνω σε ένα μαύρο φόντο. Εκ των πραγμάτων, η παρουσία των χορευτών συγκεντρώνει όλη την προσοχή του θεατή και απαρτιώνει τον «συμφιλιωτικό» χαρακτήρα της σύνθεσης. Στη σύλληψη της Αλεξάνδρας Βάιερσταλ τα σώματα των ερμηνευτών έχουν έκδηλη πρόθεση συμφιλίωσης, προσέγγισης, εναγκαλισμού, σύνδεσης, ψυχικής αμοιβαιότητας, ίσως και ερωτικής συνάντησης. Μια πρόταση άξια της προσοχής μας, σε μιαν εποχή τόσο έντονης εχθρότητας και αναδίπλωσης στον εαυτό.
Πρωταγωνιστούν: Ερμηνεία-Συνδημιουργία (Αθήνα, 2025): Alfonso Bordi, Αγγελική Στελλάτου, Έλενα Αγαθοκλέους, Ιωάννα Παρασκευοπούλου, Karolina Szymura, Πάνος Παράσχου, Scott Jennings, Τάσος Νίκας, Yi-Chi Lee, Ying Yun Chen
Σύλληψη-Χορογραφία: Alexandra Waierstall
Μουσική: Volker Bertelmann/Hauschka
Ηχητικός σχεδιασμός: Alexandra Waierstall
Σχεδιασμός φωτισμού και σκηνικών: Caty Olive
Σχεδιασμός κοστουμιών και σκηνικών: Alexandra Waierstall, Horst Weierstall
Διεύθυνση καλλιτεχνικής παραγωγής: Judith Jaeger
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου και χορού.