
Για την παράσταση «Η γυναίκα και ο ακροβάτης» του Μιχάλη Βιρβιδάκη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, στο HOOD art space.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Είδα, στο HOOD art space, το νεανικό έργο του Μιχάλη Βιρβιδάκη «Η γυναίκα και ο ακροβάτης» από τους bijoux de kant, με πρωταγωνιστές την Αμαλία Μουτούση και τον Θανάση Δόβρη. Το ονειρικό στοιχείο και ο φροντισμένος λόγος, σε όλο τους το μεγαλείο, δίνουν στους δύο εξαιρετικούς ηθοποιούς το πάτημα για μιαν ερμηνευτική απογείωση. Το έργο γράφτηκε το 1986 και είχε τον τίτλο «Το φεγγάρι και η λίρα», βραβεύθηκε το 1987 στον διαγωνισμό του Υπουργείου Πολιτισμού για Νέους Θεατρικούς Συγγραφείς κι εφέτος για πρώτη φορά παρουσιάζεται στη σκηνή. Η παράσταση του Γιάννη Σκουρλέτη είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Μάνου Χατζιδάκι, που είχε πρωτογενώς γοητευθεί από το συγκεκριμένο έργο του Μ. Βιρβιδάκη. Το τραγούδι που ακούγεται είναι τα «Πέντε γράμματα», σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, από το άλμπουμ «Σκοτεινή Μητέρα» (1985), ερμηνευμένο από τον ίδιο τον Μάνο Χατζιδάκι.
Η Γυναίκα
Η persona της Ουρανίας είναι αέρινη, ημιφωτισμένη και άκρως ποιητική. Απροσδιόριστης ηλικίας, αποκλεισμένη στο σπίτι της και προσηλωμένη στις μνήμες απώλειας του παρελθόντος, είναι η ενσάρκωση μιας «ουράνιας» εκδοχής του συναισθήματος («Ουράνια» Αφροδίτη). Θα ’λεγε κανείς πως δεν είναι υπαρκτή, εάν δεν υπέφερε από απόλυτη νοσταλγία και εάν το άμεσο περιβάλλον της οικίας της δεν περιλάμβανε ερεθίσματα για τις αισθήσεις: κρεβάτι, τραπέζι και καρέκλα κουζίνας, ένα μισανοιγμένο βάζο με γλυκό κουταλιού, πολυθρόνα με τρανζιστοράκι και δίφυλλο παράθυρο που ανοίγει στους ήχους μιας υπαρκτής πόλης – ανάλογης με αυτήν του Γιάννη Ρίτσου. Οι ποιητικές αναφορές είναι πάμπολλες: η Ουρανία, υφασμένη στη θαλπωρή της σκηνικής πραγματικότητας, έχει πολύ χαμηλή ουδό αντοχής απέναντι στη φθορά, στις ανθρώπινες σχέσεις και στα ανθρώπινα λόγια που την πληγώνουν, ενώ φέρει μετά βίας το βάρος της ύπαρξής της.
Ωστόσο, αυτή η ημι-εξαχνωμένη, αποσυρμένη φιγούρα διαπνέεται από μιαν ορμή ζωής ακατάβλητη, από έναν ερωτισμό που δεν ματαιώνεται. Η επιθυμία κυριαρχεί στο κορμί της, προσλαμβάνοντας διαστάσεις ιερότητας. Όταν, λοιπόν, εμφανίζεται στο διαμέρισμά της ο Ακροβάτης Θόδωρας, είναι πανέτοιμη να ξεδιπλώσει τον ανθό της γυναικείας της υπόστασης, καθώς ο απρόσκλητος νεοφερμένος κουβαλάει μαζί του ένα μυστηριώδες μπαούλο – ο Άνδρας που βρίσκεται μέσα στο μπαούλο είναι καθοριστικός για την ταραχώδη αισθηματική της πορεία. Παρά το γάντζωμά της στην απώλεια και στο υπαρξιακό πένθος, η Ουρανία, με αφορμή το εκλυτικό αυτό γεγονός, θα προβεί σε ένα παραλήρημα εκμυστήρευσης του έρωτά της για τον Άνδρα-σύντροφο. Ο Γιάννης Σκουρλέτης στη σκηνοθεσία του επιλέγει να ταυτίσει τα πρόσωπα των δύο ανδρών (του Ακροβάτη και του Άνδρα), ώστε ο ερωτικός σύντροφος να αναδειχθεί, ταυτόχρονα, σε παράγοντα λύτρωσης κι απελευθέρωσης και σε άγγελο θανάτου για την Ουρανία. Η συνάντηση των δύο προοιωνίζεται τον λυτρωτικό χαρακτήρα των ερώτων κάθε λογής.
Ο Ακροβάτης
Ένας πλανόδιος Ακροβάτης με το όνομα Θόδωρας ζητά από την Ουρανία να χρησιμοποιήσει το παράθυρο του σπιτιού της που βλέπει στην πλατεία, για μια επίδειξη πετάγματος με φτερά, που κατασκευάζει ο ίδιος, στους κατοίκους της πόλης. Ο Ακροβάτης, μυθική, ικάρια μορφή που παραπέμπει στα «Φτερά του Έρωτα» του Βιμ Βέντερς, είναι ένας jongleur που διακινδυνεύει τη σωματική του ακεραιότητα κάθε λεπτό και περιγράφει την περιπέτεια της ύπαρξης ως οντολογική περιπέτεια:
«Το πιο δύσκολο είναι να βρεις το θάρρος... όταν έρθει η στιγμή. Όταν σταθείς μπροστά στο χείλος του γκρεμού. Όταν βλέπεις τον κόσμο μπροστά σου να περιμένει... εκεί υπάρχει μια στιγμή που σου ’ρχεται να κάνεις πίσω. Δειλιάζεις... υπάρχει κάτι μέσα σου που σου λέει μη... μη το κάνεις, μη πηδήσεις, μη, θα σκοτωθείς... μη, μη, μη... Τρελάθηκες; Θα πας κόντρα εσύ στους νόμους της φύσης; Ε, λοιπόν! Εκείνη η στιγμή μετράει πιο πολύ απ’ όλα. Απ’αυτήν τη στιγμή φαίνεται πόσο αξίζεις. Εκεί δείχνει ο άνθρωπος. Εκεί μετριέται η τέχνη (ελέγχει την κατασκευή των φτερών). Πρέπει να ηρεμήσεις, να σβήσεις αυτές τις φωνές από μέσα σου, να νιώσεις τον άνεμο στα φτερά σου... (Η Ουρανία επαναλαμβάνει ψιθυρίζοντας τα λόγια του Θόδωρα) και μετά να πηδήσεις μαλακά, αργά... με εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, στην επιθυμία σου... στον τρόπο που διάλεξες να ζεις...»
Η συνάντηση της Ουρανίας με τον Ακροβάτη, στη σκηνοθεσία του Σκουρλέτη, σκοπίμως κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης: στο πρόσωπό του -που μπορεί και να είναι επινόηση της Ουρανίας- ενσαρκώνεται αφενός το κύριο πρόσωπο του παρελθόντος της, κι αφετέρου ένας νέηλυς που την απαλλάσσει από τον φόβο και κερδίζει την εμπιστοσύνη της. Η θέση του είναι μέσα στη ζωή της, μέσα στο σπίτι της, στη δική της αγκαλιά, στη δική της επικείμενη πτήση. Το έργο του Βιρβιδάκη γίνεται το εφαλτήριο για να φιλοτεχνήσει ο Σκουρλέτης χαρακτήρες ως έναν βαθμό υπερρεαλιστικούς, παραβολικούς, που μπορούν να εκφράσουν σε λέξεις το άφατο, το ανείπωτο. Όμως, για τον θεατή της παράστασης, αυτή η ρωγμή, κατάλληλη για τη μετάβαση από τον νατουραλισμό στο όνειρο, επιτυγχάνεται σταδιακά, μέσω των καλά δουλεμένων ερμηνειών.
Οι ερμηνείες – Η σκηνοθεσία
Η ρωγμή στη δραματουργική εξέλιξη επιτρέπει στον σκηνοθέτη να υπαγορεύσει υπνωτιστικό ρυθμό στην εκφορά του λόγου, ρυθμό που η Αμαλία Μουτούση υπηρετεί απόλυτα: μια δασκάλα που κάποτε πίστεψε πως άνοιγε τα φτερά των μαθητών της στο όνειρο, στον οραματισμό, στην ηθική ελευθερία είναι, τώρα, μια μοναχική ύπαρξη που αφουγκράζεται τους ήχους της πόλης, γραπώνει μια χρυσή λίρα που την εκλαμβάνει ως φεγγάρι παγιδευμένο στα καλώδια της στήλης του ηλεκτρικού. Η ανάδευση της φιγούρας της και οι μονόλογοί της πίσω από ένα παραβάν στοχεύουν σε μιαν ονειρική απογείωση/πτήση πάνω από την πόλη και κοντά στη θάλασσα. Αποκτώντας τελείως διαφορετική υπόσταση, ο διπλός ρόλος του Θανάση Δόβρη τού επιβάλλει να έχει σάρκα και οστά (δηλαδή να διαχειρίζεται νατουραλιστικά τον ρόλο του Θόδωρα), ενώ ταυτόχρονα παραμένει άκρως ποιητικός ως φιγούρα: με άλλα λόγια, μια «εξαχνωμένη» περίπτωση του ερωτικού αντικειμένου του πόθου. Το μαγευτικό με την ερμηνεία του κύριου Δόβρη έγκειται στην πειθώ του: στο ότι κερδίζει την εμπιστοσύνη μιας τόσο «αέρινης» ύπαρξης, όπως κερδίζει και την εμπιστοσύνη των θεατών στο τεράστιο άλμα που πρόκειται να αποπειραθεί.
Αυτήν, την ξαναδουλεμένη μορφή ενός έργου που κοσμεί τη νεοελληνική δραματουργία, ο Γιάννης Σκουρλέτης τη ζωντάνεψε σε ένα σκηνικό γεγονός χαμηλών τόνων, υπερεκχειλισμένο από τρυφερότητα.
Η παράσταση, πιστή στο «παλαιομοντέρνο» ύφος των παραστάσεων του Σκουρλέτη, μιλά για την επιθυμία και για τον θάνατο σε μια αναζήτηση των ιδεωδών λέξεων, των κατάλληλων φωτισμών (Γιώργος Μαρουλάκος), ενός λεπτομερούς σκηνικού σύμπαντος (Κωνσταντίνος Σκουρλέτης) και της κατάλληλης σωματικής έκφρασης (Διονύσης Νικολόπουλος). Πρόκειται για μια καθαρά μεταφορική απόδοση κάποιων εν σπέρματι συλλήψεων του Μιχάλη Βιρβιδάκη, συλλήψεων που σταδιακά μεταστοιχειώθηκαν και αρθρώθηκαν σε πιο άρτιες συνθέσεις στα έργα της ωριμότητάς του. Όπως δηλώνει ο ίδιος σε συνέντευξή του, «το έργο ακολουθεί μιαν ονειρική, σχεδόν συνειρμική αλληλουχία εικόνων όπου, όπως συμβαίνει με τα όνειρα όλων των ανθρώπων, η ειρκτή του χρόνου και του χώρου παραβιάζονται σύμφωνα με τις βαθύτερες ανησυχίες, πόθους και εμμονές εκείνου που ονειρεύεται». Αυτήν, την ξαναδουλεμένη μορφή ενός έργου που κοσμεί τη νεοελληνική δραματουργία, ο Γιάννης Σκουρλέτης τη ζωντάνεψε σε ένα σκηνικό γεγονός χαμηλών τόνων, υπερεκχειλισμένο από τρυφερότητα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου.
Συντελεστές
Κείμενο: Μιχάλης Βιρβιδάκης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης
Σκηνογραφία: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Κοστούμια - props: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, Βενετία Long
Κίνηση: Διονύσης Νικολόπουλος
Φωτισμοί: Γιώργος Μαρουλάκος
Σύμβουλος δραματουργίας: Ασημένια Ευθυμίου
Βίντεο: Έλενα Παληγιάννη
Γραφιστικά: Λένα Δελλαδέτσιμα
Βοηθός σκηνοθέτη: Αλίκη Πιτσινίγκου
Διεύθυνση παραγωγής: Γιώργος Παπαδάκης
Επικοινωνία: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας
Παίζουν: Αμαλία Μουτούση, Θανάσης Δόβρης