
Για το ανέβασμα του έργου «Το τέλος του παιχνιδιού» του Σάμιουελ Μπέκετ, σε σκηνοθεσία Θωμά Θάνου, στο θέατρο 104.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Aπόλαυσα, από τη θεατρική ομάδα Contratiempo, Το τέλος του παιχνιδιού του Samuel Beckett (Αγγλ. «Endgame», Γαλ. «Fin de partie», γράφτηκε το 1956 και έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Royal Court Theatre του Λονδίνου τον Απρίλιο του 1957), στο θέατρο 104, στην ωραία σκηνοθεσία του Θωμά Θάνου. Πρόκειται για ένα τραγικωμικό μονόπρακτο που διεξάγεται σ’ ένα γυμνό εσωτερικό ψηλοτάβανου δωματίου. Τον σκηνοθέτη απασχόλησαν έννοιες όπως «κατακερματισμός του νοήματος, κριτική πάνω στη γλώσσα και υποβάθμιση του υποκειμένου», όπως λέει σε συνέντευξή του. Στις κύριες θεματικές του έργου εντάσσεται η αλληλεξάρτηση των ανθρώπινων τύπων που έχουν απομείνει μετά από μια βιβλικού μεγέθους καταστροφή. Το δωμάτιο συνοψίζει τον κόσμο εν γένει, καθώς μόνο αυτό το δωμάτιο έχει απομείνει ως υπαρξιακή συνθήκη.
Οι χαρακτήρες και η εξιστόρηση
Ο Σωτήρης Τσακομίδης στον ρόλο του Χαμ παραπέμπει στο πιόνι «βασιλιάς» μιας σκακιέρας: ένας ηλικιωμένος ασθενής άνδρας, καθηλωμένος στο κέντρο της σκηνής σε μια αναπηρική καρέκλα με ρόδες, τυφλός και απόλυτα δεσποτικός, με πρόσωπο σκεπασμένο με ένα ματωμένο μαντήλι. Ο ίδιος ο Μπέκετ περιγράφει τον Χαμ ως «έναν βασιλιά σε αυτό το παιχνίδι σκακιού που χάθηκε από την αρχή. Από την αρχή ξέρει ότι κάνει δυνατές παράλογες κινήσεις... Προσπαθεί απλώς να καθυστερήσει το αναπόφευκτο τέλος» αυτού που τεκταίνεται επί σκηνής. Ο Χαμ είναι οξύθυμος, αιματώδης, σαρκαστικός, απόλυτα επαναπαυμένος μέσα στη δυστυχία του και απόλυτα αντικοινωνικός (δεν έχει δώσει λάδι για να ανάψει η λάμπα της γειτόνισσας). Παρά τον αποσπασματικό και ατελέσφορο χαρακτήρα του έργου, σκόπιμα η εξιστόρηση του Χαμ έχει κάποια συνοχή. Έχει ακυρώσει/φυλακίσει τον πατέρα του και αναπαράγει τη σχέση πατέρα/γιου στην πατερναλιστική σχέση που έχει αναπτύξει με τον Κλοβ. Βγάζει το ματωμένο μαντήλι από το πρόσωπό του και ανακοινώνει: «Ήρθε η ώρα να τελειώσει». Καλεί τον Κλοβ με ένα σφύριγμα και σιγά-σιγά εκτυλίσσεται η μάταια, προδικασμένη σχέση τους.
Υποταγμένος και μονίμως εξαντλημένος, συχνά απειλεί να εγκαταλείψει τον Χαμ, αλλά γίνεται σαφές ότι δεν έχει πού να πάει καθώς ο κόσμος έξω φαίνεται να έχει καταστραφεί.
Ο Γιώργος Αντωνόπουλος στον ρόλο του Κλοβ παραπέμπει στο «Άλογο» ή στον «Ιππότη» του σκακιού: με μια κίνηση τρεμάμενη και παράταιρη-όπως η αντίστοιχη κίνηση αυτών των πιονιών στη σκακιέρα- μεταφέρεται στον χώρο, σκαρφαλώνει με πτυσσόμενη σκάλα στα δυο ψηλά παράθυρα παρατηρώντας τον εξωτερικό χώρο (υποτίθεται πως το ένα παράθυρο βλέπει προς τη θάλασσα και το άλλο προς τη στεριά). Υποταγμένος και μονίμως εξαντλημένος, συχνά απειλεί να εγκαταλείψει τον Χαμ, αλλά γίνεται σαφές ότι δεν έχει πού να πάει καθώς ο κόσμος έξω φαίνεται να έχει καταστραφεί. Μεγάλο μέρος της σκηνικής δράσης του (π.χ. η μετακίνηση της αναπηρικής καρέκλας του Χαμ σε διάφορα σημεία πέραν του επιθυμητού «κέντρου») είναι επαναλαμβανόμενο, με μια ρυθμική που είναι συμβατή με την υποταγή, τη μάταια αναμονή, μια παυσίλυπη εγκαρτέρηση και μια μόνιμη υποτίμηση των δυνατοτήτων του: παραίτηση θα την ονόμαζα. Το ζευγάρι Χαμ/Κλοβ είναι δομημένο στο μοντέλο του Πότζο και του Λάκυ από το «Περιμένοντας τον Γκοντό»
(1949). Χαρακτηριστικά παράλογος είναι ο ειρμός των ερωταπαντήσεών τους:
Χαμ: «Γιατί μένεις μαζί μου;»
Κλοβ: «Γιατί με κρατάς;»
Χαμ: «Δεν υπάρχει κανένας άλλος»
Κλοβ: «Δεν υπάρχει πουθενά αλλού».
«Αρκετά δεν κράτησε αυτό το πράγμα;»
Το «Τέλος του παιχνιδιού» λαμβάνει χώρα σε μιαν ηθελημένη παύση, μια στιγμή πριν από την εξαφάνιση, πριν σβήσουν τα φώτα και προτού συμβεί οιαδήποτε τελική υλοποίηση, όπως περικλείεται στην αρχική φράση του έργου: «Τελειώσαμε, τελειώσαμε, σχεδόν τελειώσαμε, πρέπει να είναι σχεδόν τελειωμένο». Ένα υποκατάστατο ζώου (ένας σκύλος με τρία πόδια), μια μυρωδιά φορμόλης και αποσύνθεσης, δυσοσμία πτωμάτων και έλλειψη στα στοιχειώδη (φάρμακα, εξαρτήματα, κοκ) ακρωτηριασμένοι όλοι, ακρωτηριασμένη και η γλώσσα του Μπέκετ. Η αδημονία για το τέλος καθιστά το τέλος λυτρωτικό. Μοναδικό σημάδι συνέχισης της ζωής ή κάποια εν σπέρματι συνέχισή της είναι το αγόρι που παρατηρεί από το παράθυρο ο Κλοβ. Ο «ενθρονισμένος», επιβλητικός αλλά ακινητοποιημένος Χαμ πρέπει να φτάσει στο τέλος του, όπως προβλέπεται στην απειλή του προς τον Κλοβ: «Το άπειρο κενό θα είναι παντού γύρω σου, όλοι οι αναστημένοι νεκροί όλων των αιώνων δεν θα το γεμίσουν, και εκεί θα ξέρεις πια τι είναι το πρώτο βήμα, θα είσαι σαν εμένα, μόνο που δεν θα έχεις κανέναν μαζί σου, γιατί δεν θα έχεις λυπηθεί κανέναν και γιατί δεν θα έχει μείνει και κανένας για να τον λυπηθείς».
Όπως και να έχει, οι χαρακτήρες μονίμως υποδεικνύουν τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι αποτελούν θεατρικούς χαρακτήρες, και όχι πραγματικά πρόσωπα.
Ο Κλοβ ξεσκεπάζει δύο τεράστιους κάδους απορριμμάτων και αποκαλύπτει δύο ακόμη παρουσίες: μέσα στους κάδους βρίσκονται, ακυρωμένοι και με κομμένα τα πόδια, ο Νικόλας Αλεξίου και η Ανδρομάχη Μακρίδου ως Ναγκ και Νελ, αντίστοιχα, που πιθανόν να υπαινίσσονται τα «πιόνια» («στρατιώτες») του σκακιού. Να είναι, οι τέσσερείς τους, αλληγορίες των ψυχαναλυτικών κατηγοριών του Id, του Eγώ και του Υπερεγώ; Ο Μπέκετ είχε πει σε συνέντευξή του ότι κατά την επιλογή των ονομάτων των χαρακτήρων είχε στο μυαλό του τη λέξη «hammer» και τη λέξη «nail» στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά αντίστοιχα, «clou» και «nagel». Όπως και να έχει, οι χαρακτήρες μονίμως υποδεικνύουν τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι αποτελούν θεατρικούς χαρακτήρες, και όχι πραγματικά πρόσωπα.
Γλωσσικό και υπαρξιακό αδιέξοδο
Ο Ναγκ υπενθυμίζει στη Νελ ένα αστείο που την έκανε να γελάει χρόνια νωρίτερα, όταν ήταν νέοι, υγιείς και ερωτευμένοι στη λίμνη Κόμο: αφορά έναν ράφτη που χρειάζεται περισσότερους από τρεις μήνες για να φτιάξει ένα παντελόνι, προκαλώντας τον εξοργισμένο πελάτη του να παραπονεθεί ότι ο Θεός έφτιαξε ολόκληρο τον κόσμο σε έξι μέρες. Κάποια στιγμή, όταν χτυπά το καπάκι του κάδου της Nελ, ο Nαγκ δεν παίρνει καμία απάντηση και βυθίζεται ξανά στον κάδο του, αναγκάζοντας τον Χαμ να επαναλάβει τη γραμμή του Prospero από τη σαιξπηρική «Τρικυμία»: «Τα γλέντια μας τώρα έχουν τελειώσει!». Ο Κλοβ αναφέρει ότι η Nελ μάλλον είναι νεκρή και τότε ο Nαγκ ακούγεται να κλαίει, ενώ ο Χαμ καταλήγει στην εξής παράδοξη διαπίστωση: «Τότε ζει!». Ο εγκλωβισμός του Ναγκ και της Νελ συνδέεται συνειρμικά με την ηρωίδα του «Ω, τι υπέροχες μέρες!», με την ακύρωση του γονεϊκού προτύπου και, φυσικά, με τον θάνατο: στο έργο καταργούνται η συνοχή και η σύνδεση των μελών μιας οικογένειας, η καλλιτεχνική δημιουργία, η μεταφυσική ελπίδα. Προς το τέλος, ο Κλοβ ξαναμπαίνει από την κουζίνα, αυτή τη φορά ντυμένος για αναχώρηση και με τσάντα στο χέρι. Αίφνης σταματά μπροστά στην πόρτα και παρακολουθεί τον ληκτικό μονόλογο του Χαμ: «Να παίξω!», λέει κουρασμένα ο Χαμ, «Από παλιά ληγμένο παιχνίδι, παίξτε το, χάστε, και έχετε ξεμπερδέψει με την ήττα!». Και σκεπάζει το πρόσωπό του με το μαντήλι, όπως στην αρχή του έργου.
Μαζί με τον Θωμά Θάνο, τα κοστούμια της Γεωργίας Μπούρδα είναι σκονισμένα, πολυκαιρισμένα και ταιριαχτά, το μακιγιάζ της Στέλλας Χατζοπούλου μας υπενθυμίζει διαρκώς πως πρόκειται για παρωδίες χαρακτήρων, ενώ οι φωτισμοί του Γιώργου Αντωνόπουλου είναι υπολογισμένα εναλλασσόμενοι από το φως στο σκοτάδι.
Καταστροφή, εγκατάλειψη, πόνος, τρόμος, μονοτονία, απουσία νοήματος ή απλώς ανοησία, εκμηδένιση, αίσθηση του ανολοκλήρωτου, ανυπομονησία για την υλοποίηση του τέλους. Η παράσταση είναι άρτια, τουλάχιστον υπό το πρίσμα μιας σκηνικής υποστήριξης αυτού του δύσληπτου κειμένου, που επιχειρεί, ως ένα σημείο, μια παρωδία της γραφής καθεαυτήν: η σκηνοθετική αυτή δουλειά εντυπωσιάζει με τη σεμνότητα και την αρτιότητά της. Μαζί με τον Θωμά Θάνο, τα κοστούμια της Γεωργίας Μπούρδα είναι σκονισμένα, πολυκαιρισμένα και ταιριαχτά, το μακιγιάζ της Στέλλας Χατζοπούλου μας υπενθυμίζει διαρκώς πως πρόκειται για παρωδίες χαρακτήρων, ενώ οι φωτισμοί του Γιώργου Αντωνόπουλου είναι υπολογισμένα εναλλασσόμενοι από το φως στο σκοτάδι. Η δε Γαβριέλα Αντωνοπούλου επιμελείται θαυμάσια τη διστακτική κίνηση των τεσσάρων χαρακτήρων, που κατ’ουσίαν υπηρετεί τον χλωμό οραματισμό του Κλοβ/Μπέκετ: «Ένας κόσμος όπου όλοι θα ήσαν σιωπηλοί και ακίνητοι και κάθε πράγμα θα έπαιρνε την τελευταία του θέση και θα σκεπαζόταν κάτω από την τελευταία σκόνη».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου.
Συντελεστές
Μετάφραση: Κωστής Σκαλιόρας
Σκηνοθεσία/Επεξεργασία κειμένου: Θωμάς Θάνος
Σκηνικά/Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα
Κινησιολογία: Γαβριέλα Αντωνοπούλου
Φωτιστικός σχεδιασμός: Γιώργος Αντωνόπουλος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ανδρομάχη Μακρίδου
Φωτογραφίες/Trailer: Κωστής Λέπουρης
Γραφιστική Επιμέλεια: Δημήτρης Παγγές
Μακιγιάζ: Στέλλα Χατζοπούλου
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Social Media: World of Gazjouro
Παραγωγή: Θεατρική Ομάδα Contratiempo
ΠΑΙΖΟΥΝ: Νικόλας Αλεξίου, Γιώργος Αντωνόπουλος, Ανδρομάχη Μακρίδου, Σωτήρης Τσακομίδης