
Για τη σκηνική δημιουργία «Όπως αναπνοή στο τελείωμά της» της Μαρίας Γοργία, στον χώρο «Αμάλγαμα».
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στον χώρο «Αμάλγαμα» είδα την τελευταία σκηνική δημιουργία της Μαρίας Γοργία, που έχει τίτλο «Όπως αναπνοή στο τελείωμά της». Σταθερή σε μια ερευνητική γραμμή που συνδυάζει τον λογοτεχνικό/φιλοσοφικό λόγο, τον σύγχρονο χορό, κάποια περιορισμένα σκηνικά αντικείμενα (καρέκλες, σκάλες, υφάσματα, καπνό, ντουλάπες) και, κυρίως, μουσική και φωτισμούς, η Μαρία Γοργία έχει διαμορφώσει ένα θεατρικό ιδιόλεκτο απολύτως προσωπικό: η κυριότερη σύνδεση που αποπειράται (πολύ πετυχημένα, είναι η αλήθεια) είναι μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου, του ατομικού και του συλλογικού. Έτσι και στο «Όπως αναπνοή» επιστρατεύει ένα ζοφερό κείμενο του Μπέκετ και γράφει, παράλληλα, μονολόγους που αφορούν το ανθρώπινο ασυνείδητο. Ο πρωταγωνιστής της παράστασης, ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, διαβάζει τη νουβέλα «Le dépeupleur» (θα το μετέφραζα: «ο αφανιστής του πληθυσμού», ενώ στα Αγγλικά έχει τον τίτλο «The lost ones»), ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες διαφορετικών μεγεθών μαζί με τις τρεις συμπρωταγωνίστριές του (Μυρσίνη Πετρούτσου, Φοίβη Αλεξιάδη, Δίρφη Γιατζουζάκη) που κατορθώνουν χορευτικά να υποδυθούν «σώματα που τρίζουν, βαριανασαίνουν και περιμένουν». Η ομάδα του «Αμαλγάματος» (που έχει δημιουργήσει μια παράδοση στα ελληνικά θεατρικά πράγματα ανάλογη με “off Broadway” για την Αθήνα) κάνει το θαύμα της και πάλι, καθώς ανοίγει έναν ορίζοντα ευρύτατου προβληματισμού, ανησυχαστικής αναζήτησης νοήματος, σαρκασμού της ανθρώπινης υλιστικής καθήλωσης και στηλίτευσης της πολιτικής ορθότητας. Τι ακριβώς συμβαίνει στην performance αυτήν;
Το νοηματικό background
Ο Μπέκετ έγραψε αυτήν τη νουβέλα μεταξύ του 1966 και του 1970, επινοώντας μια no man’s land, ένα δυστοπικό μέλλον που κατοικείται από έναν ανθρώπινο πληθυσμό σε κατάσταση ψυχοχοσωματικής εξάντλησης και φθοράς. Στην ατμόσφαιρα πλανάται μια επικείμενη «σωτηρία» που σε καφκικούς τόνους απλώνεται στην αντίληψη του αναγνώστη και προσλαμβάνει ονειρική διάσταση. Ο κεντρικός ήρωας απαγγέλλει το κείμενο του Μπέκετ, ενώ αποδύεται σε μιαν αδιέξοδη προσπάθεια αναρρίχησης και κατάβασης της σκάλας, διείσδυσης σε φανταστικά τούνελς και σε χώρους λύτρωσης/κάθαρσης που εντάσσονται σε έναν υποτιθέμενο κύλινδρο αρχετυπικής εξουσίας.
Το ανέφικτο της ερωτικής ολοκλήρωσης δηλώνεται από δέρμα συρρικνωμένο, από βλεννογόνο στεγνωμένη, από σεξουαλική μανία και φρενίτιδα που προσκρούουν στον σιωπηρό μηχανισμό της κατάστασης των σωμάτων.
Η συνθήκη είναι αυτός ο πεπλατυσμένος κύλινδρος με τα λαστιχένια τοιχώματα, με πενήντα μέτρα περιφέρεια και με δεκαοκτώ μέτρα ύψος, που φωτίζεται συνεχώς από αμυδρό, κίτρινο φως, και του οποίου η υψηλή θερμοκρασία αποξηραίνει το δέρμα, ώστε τα σώματα να τρίβονται το ένα πάνω στο άλλο σαν ξερά φύλλα παράγοντας έναν σιριστικό ήχο. Το σεξ είναι ένα απίθανο και σπάνιο φαινόμενο λόγω των δυσκολιών επίτευξης και διατήρησης της στύσης σε τέτοιες κλιματικές συνθήκες. Όταν έχει στύση, ένας άνδρας διεισδύει στον «πλησιέστερο σωλήνα». Το ανέφικτο της ερωτικής ολοκλήρωσης δηλώνεται από δέρμα συρρικνωμένο, από βλεννογόνο στεγνωμένη, από σεξουαλική μανία και φρενίτιδα που προσκρούουν στον σιωπηρό μηχανισμό της κατάστασης των σωμάτων. Η πιθανότητα δύο σώματα να ενωθούν με τέτοιο τρόπο είναι εξαιρετικά μικρή. Επιπλέον, λόγω της έλλειψης χώρου, κανείς δεν ξαπλώνει ποτέ στον κύλινδρο. Υπάρχει, δε, μια σειρά από «χαμένους» που έχουν κουραστεί να ψάχνουν στο κέντρο της σφαίρας, όπου κατοικούν οι περισσότεροι από τους ομοιοπαθείς τους.
Απομόνωση, απώλεια του Εαυτού, σιωπή
Ο Μπέκετ εμπνεύσθηκε τον τίτλο του έργου The lost ones από έναν στίχο του ποιήματος του Alphonse de Lamartine του 1820 "L'Isolement": «Fleuves, rochers, forêts, solitudes si chères, Un seul être vous manque, et tout est dépeuplé» («Ποτάμια, βράχοι, δάση, τόσο πολύτιμες μοναξιές, σας λείπει ένα μόνο ον, και όλα είναι ερημωμένα»)1: το ζοφερό τοπίο εγκατάλειψης του Λαμαρτίνου (πρόγονος, θα’λεγε κανείς, της Wasteland του Έλιοτ) του έδωσε το υλικό για ν’ αποδώσει το ψυχικό τοπίο του ανθρώπου του όψιμου εικοστού αιώνα. Εν είδει μουσικής σύνθεσης, συνέθεσε ένα κοφτερό κείμενο χωρίς περιττά ποικίλματα αλλά με γεωμετρική αυστηρότητα, δημιούργησε έναν εντελώς κλειστό μικρόκοσμο, μια ασφυκτική κάψουλα που την κατακλύζουν οι άνθρωποι, αιχμαλωτισμένοι από τις εσφαλμένες ιεραρχήσεις της εποχής μας.
Η «ορειβατική», αναρριχητική επίδοση αυτών των απομακρυσμένων, απελπισμένων ανθρώπινων συμπλεγμάτων ισοδυναμεί με αναζήτηση της σκέψης τους, καθώς διέρχονται δύσβατες σήραγγες ανάλογες με τους κοχλίες του ανθρώπινου εγκεφάλου
Υπάρχουν σκάλες και κόγχες διατεταγμένες σε ακανόνιστες πεντάπλευρες μορφές στο πάνω μισό των τοιχωμάτων του υποτιθέμενου κυλίνδρου, όπου σκαρφαλώνουν απεγνωσμένα τα «μικρά ανθρωπάκια» του Μπέκετ, διατεταγμένα ένα ανά τετραγωνικό μέτρο: καθένα τους αναζητά τον «χαμένο» του εαυτό, σε μιαν απολύτως πλατωνική αντιστροφή. Από τις σκάλες συχνά λείπουν σκαλοπάτια, σε ακανόνιστα διαστήματα. Οι περισσότεροι από τους χαμένους έχουν μια ακατανίκητη επιθυμία να ανέβουν τις σκάλες και υπάρχουν μεγάλες ουρές γύρω από τη βάση καθεμιάς, καθώς οι «χαμένοι» περιμένουν τη σειρά τους για να ανέβουν. Η «ορειβατική», αναρριχητική επίδοση αυτών των απομακρυσμένων, απελπισμένων ανθρώπινων συμπλεγμάτων ισοδυναμεί με αναζήτηση της σκέψης τους, καθώς διέρχονται δύσβατες σήραγγες ανάλογες με τους κοχλίες του ανθρώπινου εγκεφάλου. Η αγωνία τους αποδίδεται από τη Μαρία Γοργία με την ψαύση, την ψηλάφηση της οροφής. Και υπογραμμίζεται από τους εξαιρετικούς φωτισμούς του Περικλή Μαθιέλλη και το μουσικό-ηχητικό τοπίο από έργα του Μανώλη Μανουσάκη και του Μπετόβεν.
Συμβολισμοί, κινησιολογικές αναφορές, πλήξη
Ο τίτλος του έργου («χαμένοι», «ερημωμένοι») υποδηλώνει και τον πλήρη αφανισμό, τη ρίψη αερίων σε μια πόλη, την αποτέφρωση ενός λαού: το πράγμα ή το σύστημα που «εξαφανίζει τα πρόσωπα, τα αποπροσωποποιεί». Στην αναζήτηση του Χαμένου το ανθρώπινο ον αποφεύγει την ενδοσκόπηση, γίνεται παρουσιαστής μιας φτηνής αμερικανικής συνταγής επιτυχίας με μπόλικο γυμνό και σεξουαλική φαντασίωση που αγοράζεται και πουλιέται με ευκολία. Αναζητά τη σωτηρία εκτός εαυτού, με τρόπο μεσσιανικό, κινείται σαν σε όνειρο, εξερευνά μια μαθηματικά υπολογισμένη «αντίστροφη» καταπακτή διεξόδου και έχει απώλεια των ζωτικών του λειτουργιών: της πείνας, της δίψας, της σεξουαλικότητας και της στύσης, ακόμα και της φωνής. Στην περφόρμανς του «Αμαλγάματος» οι τέσσερις ανθρώπινες μορφές απομακρύνονται -βογγώντας, αλλά χωρίς φωνή- από το πάτωμα και προσεγγίζουν τα μηχανικά μέλη αυτού του κυλίνδρου (που αποδίδεται υπαινικτικά), όλες μαζί και παράλληλα απόλυτα μοναχικές, σαν φάσματα/σκιές ενός είδους Καθαρτηρίου, παγιδευμένες, εξαντλημένες και, παρ’όλα αυτά, επιδιδόμενες σε μιαν εναγώνια προσπάθεια διαφυγής- η Μαρία Γοργία διανοίγει ένα παραθυράκι ελπίδας με μια ονειρική σκηνή locui idealis («Αρκαδίας») στο τέλος: ένας ολόγυμνος άνδρας-ελάφι οσμίζεται τη γυναικεία σάρκα, νοσταλγεί, αγγίζει.
Είναι τεράστια η γκάμα δυστοπικών αναφορών του Μπέκετ, και η Μαρία Γοργία κατορθώνει να εξισορροπήσει το εκτενέστατο αυτό πεδίο αναφοράς με τα δύο παρεμβαλλόμενα κείμενά της: ο ήρωάς της περνά σε απόλυτο spleen, σε ανία συντριπτική, καθώς επαναλαμβάνει το ρήμα «βαριέμαι» συνδυασμένο με όλες τις πιθανές πηγές αλλοτρίωσης και υπαρξιακής παραίτησης του σύγχρονου ανθρώπου.
Η κατάσταση σιωπής και καταστολής που παράγεται δημιουργεί «εύκολη λεία» για τους ισχυρούς, κι εδώ επανέρχεται το καφκικό μοτίβο του ελέγχου με τους πολλαπλούς διαδρόμους των γραφειοκρατικών κεντρικών υπηρεσιών ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος(«Η δίκη», «Σωφρονιστική αποικία», «Αναφορά για μιαν Ακαδημία»). To «Όπως αναπνοή στο τελείωμά της» διασταυρώνεται με το «1984» του Όργουελ, την Κόλαση του Δάντη και τον «Χαμένο Παράδεισο» του Μίλτον, ενώ ανασύρει και από τον κινηματογράφο την ουτοπία του “Blade Runners” (το «Ηλεκτρικό πρόβατο» του Φίλιπ Ντικ). Είναι τεράστια η γκάμα δυστοπικών αναφορών του Μπέκετ, και η Μαρία Γοργία κατορθώνει να εξισορροπήσει το εκτενέστατο αυτό πεδίο αναφοράς με τα δύο παρεμβαλλόμενα κείμενά της: ο ήρωάς της (κι εδώ ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου πετυχαίνει έναν ερμηνευτικό θρίαμβο, αλλάζοντας τελείως χαρακτήρα και ενσαρκώνοντας έναν καθημερινό άνθρωπο) περνά σε απόλυτο spleen, σε ανία συντριπτική, καθώς επαναλαμβάνει το ρήμα «βαριέμαι» συνδυασμένο με όλες τις πιθανές πηγές αλλοτρίωσης και υπαρξιακής παραίτησης του σύγχρονου ανθρώπου. Ο αντίποδάς του (που επίσης τον υποδύεται με μια clownesque ευφυία) ανήκει στους «ευτυχισμένους λίγους» που έχουν περάσει σε πλήρη απώλεια συνείδησης, και αυτός είναι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο ο «ανθρωπίδης» της Μαρίας Γοργίας βαριέται αφόρητα: βαριέται την καθημερινότητα, την επανάληψη των ίδιων και ίδιων πραγμάτων, αλλά βαριέται και κάθε τι το εξαιρετικό, βαριέται την Τέχνη την ίδια, βαριέται κάθε υπόδυση ρόλου. Το μόνο που αποζητά εναγώνια είναι μιαν αγκαλιά.
Συντελεστές
Σύλληψη- Χορογραφία-Σκηνικά και κοστούμια: Μαρία Γοργία
Φωτισμοί και βίντεο-τρέιλερ : Περικλής Μαθιέλλης
Κείμενα: Samuel Beckett (αποσπάσματα από το έργο Le Depeupleur σε μετάφραση του Θωμά Συμεωνίδη)
Μουσική: Μανώλης Μανουσάκης, Ludwig van Beethoven
Κατασκευή μάσκας ελαφιού: Απόστολος Καρακατσάνης
Βοηθός παραγωγής: Στέλλα Ατζέμη
Επικοινωνία τύπου: Μαρία Κωνσταντοπούλου
Σχεδιασμός έντυπου υλικού: Γιώρκια Ζίττης
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Λάμπρου
Πρωταγωνιστούν: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Μυρσίνη Πετρούτσου, Φοίβη Αλεξιάδη, Δίρφη Γιατζουζάκη