
Για το θεατρικό έργο OUTRO, μετεγγραφή του έργου του Ζαν-Λυκ Λαγκάρς [Jean-Luc Lagarce] «Juste la fin du monde» από τον Κωνσταντίνο Βασιλακόπουλο, στον χώρο ΠΛΥΦΑ. Φωτογραφίες: Στέλιος Παπαρδέλας
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο εικοσιεννιάχρονος Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος παρουσιάζει στο ΠΛΥΦΑ την πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά του, το“OUTRO” (η λέξη σημαίνει το τέλος ενός κομματιού, ενός βιβλίου, μιας συζήτησης, τον επίλογο), μια δική του μετεγγραφή του θεατρικού έργου του Jean-Luc Lagarce, Juste la fin du Monde, το οποίο γυρίστηκε σε ταινία από τον Xavier Dolan. Ο σκηνοθέτης επιστρατεύει αυτό το κείμενο (ιδιαίτερα δραστικό στην εποχή όπου ο κόσμος -περιλαμβανόμενου του άτυχου συγγραφέα- πέθαινε καθημερινά από AIDS) για να τοποθετηθεί πάνω στη διευρυμένη έννοια της αποδοχής του άλλου και πάνω στο ψυχαναλυτικό προφίλ της νοσηρής μικροαστικής οικογένειας. Το έργο του Λαγκάρς φιλοτεχνεί την ξενότητα του δημιουργού, όταν αποφασίζει να επιστρέψει σ’ένα περιβάλλον δίχως ανοχή στη διαφορετικότητα, βουτηγμένο «στα πατροπαράδοτα στεγανά και τους φραγμούς που κυριεύονται από την ενοχή της απόλαυσης και θέτουν ψηλά τον πήχη της κοινωνικής αποδοχής και ομοιογένειας». Η φόρμα της σκηνοθεσίας είναι πειραματική, με τον κεντρικό χαρακτήρα να επινοεί κάποιες σκηνές, υποθέτοντας πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα εάν το οικογενειακό του περιβάλλον ήταν υγιές και εάν του επέτρεπε να είναι ο εαυτός του.
Ο ομφάλιος λώρος που δεν κόβεται
Ο Λουκάς είναι ένας επιτυχημένος γκέι συγγραφέας που έχει εγκαταλείψει την πατρική στέγη πριν από πολλά χρόνια χωρίς να δώσει εξηγήσεις. Τώρα αποφασίζει να επιστρέψει για να κάνει το come out του, για να συγχωρήσει και να συγχωρηθεί, για ν’ αποκαταστήσει εκκρεμότητες, για να διορθώσει κακώς κείμενα. Ο Λουκάς της συγκεκριμένης σκηνοθεσίας, κρατώντας μια βαλίτσα, απαγγέλλει την παραβολή του ασώτου υιού καθώς πλησιάζει ένα σπίτι που -λίγο ως πολύ- παραμένει απροσδιόριστο ως προς τη χωροχρονική του τοποθέτηση, με μια σκηνοθεσία ημιδιαφανή (Geurt Holdijk- House of Architects), που επιτρέπει στα επιμέρους δωμάτια να επικοινωνούν με νατουραλιστικό τρόπο και στους θεατές αμφοτέρων των πλευρών να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα μέσω κάμερας (ο Στέλιος Παπαρδέλας είναι ο κάμεραμαν). Στην ίδια λογική λειτουργούν και οι επιμερισμένοι ή γενικευμένοι φωτισμοί του Βασίλη Αποστολάτου. Το αποτέλεσμα είναι μια παράσταση κινηματογραφούμενη, με τους ηθοποιούς σε μεγάλη εγγύτητα προς το κοινό, που παλεύουν ώστε να αποδώσουν τις αδυναμίες και τα αποστήματα του οικογενειακού ιστού.
Το μόνο σαφές είναι πως ο Λουκάς προτίθεται να υπερασπιστεί τις επιλογές του και την επιθυμία του για αυτοπροσδιορισμό, έστω ετεροχρονισμένα, ενώ παράλληλα επιθυμεί να επισκεφθεί τον γενέθλιο τόπο του και να ανασυνδεθεί (εν είδει λύτρωσης ή συγχώρησης) με τα αδέλφια του και τη μητέρα του...
Η διασκευή του “Outro” σκοπίμως δεν υπογραμμίζει τη γνώση του θανάτου που υπάρχει στο πρωτότυπο, αφήνοντας στους θεατές ανοικτό ορίζοντα ερμηνείας ως προς την έκβαση των εξομολογήσεων που θα ακολουθήσουν. Το μόνο σαφές είναι πως ο Λουκάς προτίθεται να υπερασπιστεί τις επιλογές του και την επιθυμία του για αυτοπροσδιορισμό, έστω ετεροχρονισμένα, ενώ παράλληλα επιθυμεί να επισκεφθεί τον γενέθλιο τόπο του και να ανασυνδεθεί (εν είδει λύτρωσης ή συγχώρησης) με τα αδέλφια του και τη μητέρα του- η αποτυχία του είναι, κατ’ουσίαν, ένας μικρός υπαρξιακός θάνατος. Αφού, λοιπόν, ο Γιώργος Καραμίχος (Λουκάς) βαδίσει απαγγέλλοντας τη γνωστή παραβολή του Ασώτου («ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως» κλπ.), η πρώτη επαφή με τη μητέρα, την αδελφή του, τον αδελφό του και τη νύφη του (που δεν την είχε γνωρίσει ως αυτή τη στιγμή), αποκαλύπτει από την πρώτη στιγμή το δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον. Το έργο περιλαμβάνει συνεχείς διαμάχες, σκληρά λόγια και μυστικά που παραμένουν ανείπωτα, υποβάλλονται όμως από τον ελλειπτικό, μακροπερίοδο λόγο, και κατά σημεία συνοδεύονται από μια ομαδική μιμική των προσώπων που ακούνε χωρίς να μιλούν. Πρόκειται για μια κανονική χορογραφία της εθελούσιας κώφευσης και της απελπισίας στην οποία περιέρχονται όλα τα μέλη της οικογένειας ακούγοντας τον μονόλογο της μάνας, του ενός αδελφού, του άλλου αδελφού: αυτή η κινησιολογική παρέμβαση (ενάντια στη νατουραλιστική απόβλεψη του έργου) είναι μια σκηνοθετική καινοτομία που εντυπωσιάζει.
Οι γυναίκες της «αγίας» οικογένειας
Η κουνιάδα (Αμαλία Μπαμπλέκη) είναι ένα καλοπροαίρετο θύμα της καλής της θέλησης: δυσκολεύεται να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψει την ανωφέρεια της συμβίωσής της με έναν τόσο δύσκολο άνθρωπο. Όσο για την αδερφή (Ιφιγένεια Βαρελά), αυτή βρίσκεται σε ανοιχτό πόλεμο με τα αδέρφια της και έχει σαφή τάση για φυγή, που όλο αναβάλλεται. Αρθρώνει ένα κατηγορώ εις βάρος του Λουκά: «Όταν έφυγες / – Δεν σε θυμάμαι – / Δεν ήξερα ότι έφευγες για τόσο καιρό […]. [...] Δεν είναι καλά που έφυγες » Όμως, επικρατεί η πεποίθησή της πως η αποχώρησή του απέβλεπε στο να του εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή και άρα άξιζε τον κόπο. Βεβαίως υπάρχουν στο σκηνικό και κάποια ανήψια, η παρουσία των οποίων υποδηλώνεται απλώς με κάποια κλάματα μωρών voice off και με αναφορές σε φωτογραφίες που ανταλλάχθηκαν. Εννοείται πως η φιγούρα του πατέρα, ενώ απουσιάζει από το έργο, πλανάται διαρκώς εν τη απουσία της: ο πατέρας θα πρέπει να υπήρξε ένας παραδοσιακός επαρχιώτης, που ίσως και να αγαπούσε τα αυτοκίνητα περισσότερο κι από τη γυναίκα του.
Το νευρωτικό, επαναλαμβανόμενο αφήγημά της για τις Κυριακές με τα οικογενειακά πικ-νικ είναι ευφυέστατο συγγραφικό εύρημα, που στην παράσταση αξιοποιείται δεόντως.
Η Γιώτα Φέστα είναι σαρκική, γήινη και τραγική, υποδυόμενη τον ρόλο της χειριστικής μάνας που θέλει να πιστεύει πως η οικογενειακή ζωή της υπήρξε αρμονική μέχρι τη στιγμή που η αποχώρηση του αγαπημένου της γιου της διασάλευσε αυτήν την οιονεί αρμονία. Παρ’όλα αυτά, δείχνει φανερή αδυναμία στον εκλεκτό, απόντα «άσωτο» και επικρίνει φανερά τον παρόντα μεγάλο αδελφό. Φοβούμενη την αντιπαράθεση όλων προς όλους και τις άκαιρες, εσπευσμένες κι ετεροχρονισμένες συζητήσεις, εκμυστηρεύεται στον Λουκά: «Θέλουν να σου μιλήσουν/ ήξεραν ότι επέστρεφες και νόμιζαν ότι μπορούσαν να σου μιλήσουν/ πολλά πράγματα να σου πουν για όλον αυτόν τον καιρό». Ντυμένη και χτενισμένη με αστικό τρόπο ώστε να αρέσει στον αστό επιτυχημένο γιο της, παραμένει ωστόσο κολλημένη σε στιγμιότυπα μιας παρελθούσας υποτιθέμενης οικογενειακής ευτυχίας. Το νευρωτικό, επαναλαμβανόμενο αφήγημά της για τις Κυριακές με τα οικογενειακά πικ-νικ είναι ευφυέστατο συγγραφικό εύρημα, που στην παράσταση αξιοποιείται δεόντως. Το μητριαρχικό μοτίβο της συγχώρησης (χωρίς προφανές αδίκημα για να συγχωρηθεί) επίσης κυριαρχεί στην παράσταση. Το ζήτημα, βέβαια, είναι ποιος πρέπει να συγχωρήσει ποιον.
Κάιν και Άβελ: ένα αδερφικό αδιέξοδο
Το έργο είναι μια κλινική πραγματεία για την οικογενειακή τρέλα, μια εντυπωσιακή σύμπτυξη του εσφαλμένου οικοδομήματος της αγάπης, ως είθισται αυτή να ταυτίζεται με αυτοθυσία, σχέσεις εξουσίας, επικαθορισμό της ζωής του άλλου, εξαρτησιακή αδυναμία. Επικρατεί το μοτίβο του «πιστού στην οικογένεια» αδελφού, που φέρει βαρέως τον άχαρο ρόλο του ενώ παρακολουθεί την τρυφερότητα να απευθύνεται στον άσωτο αδελφό του: «ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν». Η σχέση του Λουκά με τον αδελφό του είναι πιο τεταμένη από ποτέ: ο αδερφός, ένας διαρκώς αυτο-μειούμενος άνθρωπος, είναι πεπεισμένος πως ο Λουκάς δεν ενδιαφέρεται γι’αυτόν. Το ύφος του είναι επικριτικό και εκστομίζει διαρκώς προσβολές. Οι λόγοι της επιστροφής του Λουκά δεν τον ενδιαφέρουν, γιατί θεωρεί τον αδερφό του έναν άγνωστο, προβάλλοντας ένα εξώφθαλμο σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στην πνευματική δημιουργία (ίσως μια έμμεση δήλωση του σκηνοθέτη). Ο μπρούτος, ανεπεξέργαστος- έως και αγροίκος- αδερφός έχει διαδοχικά ξεσπάσματα θυματοποίησης που κορυφώνονται στο τέλος, όταν επιμένει σώνει και καλά να πάει τον Λουκά στο αεροδρόμιο, κατ’ουσίαν διώχνοντάς τον: ο Σταύρος Λιλικάκης κυριολεκτικά κλέβει την παράσταση.
Μιλάμε για την ανικανότητα της γλώσσας (ως εκφερόμενου λόγου) να αποδώσει το υπαρξιακό βάθος της μοναξιάς, του φόβου, την απειλή της κριτικής ματιάς των άλλων, τη θνησιγένεια του θεσμού της οικογένειας και τη θνησιμότητα του ανθρώπου καθεαυτήν.
Σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για την ανικανότητα της γλώσσας (ως εκφερόμενου λόγου) να αποδώσει το υπαρξιακό βάθος της μοναξιάς, του φόβου, την απειλή της κριτικής ματιάς των άλλων, τη θνησιγένεια του θεσμού της οικογένειας και τη θνησιμότητα του ανθρώπου καθεαυτήν. Ο ίδιος ο Λουκάς (αναβάλλοντας επ’αόριστον την ανακοίνωσή του) είναι επιφυλακτικός με τη γλώσσα: «Δεν ξέρω αν μπορώ να το πω καλά», λέει. Όλα τα ζεύγη ρόλων έχουν πρόβλημα επικοινωνίας και κατανόησης και όλοι έχουν τη βεβαιότητα πως ο Λουκάς είναι η αιτία των δεινών τους, ενώ παράλληλα τον θαυμάζουν και τρέμουν για την επικείμενη αναχώρησή του, για τον χρόνο που διαθέτουν ώστε να ανακτήσουν τον χαμένο χρόνο μαζί του, για τις ίδιες τις προτεραιότητές τους. Η γλώσσα φαίνεται ανεπαρκής ως άξονας προσεγγίσεων που πρέπει να πραγματοποιηθούν, σφαλμάτων που πρέπει να αποκατασταθούν, πληγών που πρέπει να επουλωθούν: ο Ζαν-Λυκ Λαγκάρς φροντίζει να αφήσει τον κάθε χαρακτήρα ολομόναχο με τα βάσανά του. Το έργο τελειώνει και τα αδιέξοδα μένουν ανοιχτά και μη επιλύσιμα. Θεωρώ πως η σκηνοθετική προσέγγιση του Κωνσταντίνου Βασιλακόπουλου (είδα μια πρεμιέρα που ακόμη δεν είχε επιτρέψει στο έργο να «χωνευτεί» και να αποκτήσει ενιαίο ρυθμό) είναι μια ώριμη πραγμάτευση του δύσκολου αυτού θέματος. Πιθανώς η προσωπική κρίση καθενός να προτείνεται ως διαχειρίσιμη μόνο στο πλαίσιο ενός οικογενειακού τραπεζιού, ίσως πάλι το έργο να προοιωνίζεται μιαν εποχή απόλυτης μόνωσης και έλλειψης επικοινωνίας, μιαν εποχή αλαλίας: «Ε, δεν είναι και το τέλος του κόσμου!» θα’ λεγε κάποιος, και ο συγγραφέας θα του απαντούσε ευθέως: «Όχι! Είναι ακριβώς το τέλος του κόσμου!».
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Βασισμένο στο Juste la fin du monde του Jean - Luc Lagarce
Συντελεστές
Σκηνοθεσία-Διασκευή: Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος
Μουσική: Μιχάλης Παρασκάκης
Σκηνικά: Geurt Holdijk- House of Architects
Σχεδιασμός φωτισμών: Βασίλης Αποστολάτος
Live camera- Trailer- Φωτογραφίες: Στέλιος Παπαρδέλας
Technical production: Αλέξανδρος Λύκουρας
Art direction: Carsten Klein
Παραγωγή: Coming Soon…
Προβολή και Επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου-We Will
Κατασκευή σκηνικού: Σπύρος Δουκέρης- AnotherKindArt
Διανομή: Γιώτα Φέστα, Γιώργος Καραμίχος, Σταύρος Λιλικάκης, Ιφιγένεια Βαρελά, Αμαλία Μπαμπλέκη