Για την παράσταση «Τα σκυλιά» σε σκηνοθεσία του Ανέστη Αζά, η οποία παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ένα project που δικαιώνει το ελληνικό ρεπερτόριο του Φεστιβάλ Αθηνών είναι «Τα σκυλιά» του Ανέστη Αζά, που ανέβηκαν στην Πειραιώς 260. Ακολουθώντας την προσωπική του πορεία, που περνά από το θέατρο–τεκμήριο με σαφείς πολιτικές αναφορές και μεταπλάθει την επικαιρότητα σε παράσταση, έχοντας ήδη προσδώσει σκωπτικό χαρακτήρα σ’ αυτήν την τεκμηρίωση (mockumentary) και αφομοιώνοντας πολλαπλές αισθητικές επιρροές (μιούζικαλ, φιλμ νουάρ, cartoons, κλπ.), ο κύριος Αζάς φτάνει να παρουσιάσει κάτι τελείως πρωτότυπο επί σκηνής: οι ηθοποιοί του καλούνται να μπουν στο πετσί της υπόστασης των σκύλων για να σχολιάσουν τα ανθρώπινα υπό αυτό το spectrum.
Η οπτική γωνία του ζώου στην κριτική εξεικόνιση των ανθρώπινων καταστάσεων (της καθημερινής ηθικής, του πολιτισμού, της ανθρώπινης υποκρισίας και κακουργίας, του πολέμου, της χυδαίας συναλλαγής, κ.ο.κ.), το ζώο ως αφηγητής «ανθρωποποιημένος» έχει περάσει στη σφαίρα της λογοτεχνικής αφήγησης ήδη από την αρχαιότητα (Βατραχομυομαχία, Βάτραχοι, Σφήκες και Όρνιθες του Αριστοφάνη), τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, τη γαλλική λογοτεχνία, τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ του Τζόναθαν Σουίφτ και έως το νεότερο θέατρο και τον κινηματογράφο (συναφές είναι το «White God» του Ούγγρου Κορνέλ Μουντρουτσό).
H ειλικρινής oπτική του σκύλου
Αφορμή για τη συγγραφή των «Σκυλιών» είναι και πάλι η ιδιοτέλεια και η καταστροφική επιρροή του ανθρώπου στο περιβάλλον του και στη βιόσφαιρα. Ένα σκυλάκι βασανίζεται, δολοφονείται βίαια, τεμαχίζεται και θάβεται μυστηριωδώς σε ένα ορεινό θέρετρο της Ελλάδας. Η τοπική κοινωνία (μάλλον της Αράχωβας; Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία) φροντίζει να διασώσει την τουριστική της σεζόν συγκαλύπτοντας το συμβάν. Ένας σκύλος–ερευνητής (εξαιρετικός στον ρόλο του Κ9 Comisario ο Γιώργος Κατσής) θα διασταυρώσει τις μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων: μόνο που οι μάρτυρες, εδώ, δεν είναι οι κάτοικοι του εγκληματικού χωριού, αλλά τα οικόσιτα σκυλιά τους, σε μιαν ανθρωπομορφική αντιστροφή.
Είναι πολλές και αλληλοσυγκρουόμενες οι εκδοχές που πρέπει να ψάξει ο εκπαιδευμένος πρώην αστυνομικός σκύλος και νυν ιδιώτης (αδέσποτος) ερευνητής Κ9 Comisario μαζί με τον συνεργάτη του Μεγαλέξαντρο. Στον ρόλο του σκύλου «Μεγαλέξαντρου» είναι σπαρακτικός ο Κωνσταντίνος Μωραḯτης, που φορώντας μάσκα υποδύεται κι έναν κοινό ζωοκτόνο της περιοχής. Η επικρατούσα φήμη (που, ως τελικό πόρισμα των Αρχών, υιοθετείται άκριτα από τα media) είναι πως το άτυχο σκυλί έπεσε θύμα δολοφονικής επίθεσης από αγέλη άλλων, αδέσποτων σκυλιών: το ψέμα θα προσπαθήσουν να αποκαλύψουν οι δύο «ντετέκτιβς», που κατ’ ουσίαν ενσαρκώνουν την ουσία του αυτόνομου υποκειμένου, αυτού που λειτουργεί «χωρίς αφεντικά», εκ των πραγμάτων κάθε αυτόνομη κίνηση ταυτίζεται στη μέση ανθρώπινη αντίληψη με την έννοια του «αδέσποτου» – άρα και του «αναρχικού», του «τρομοκράτη», του «εγκληματία», σε μια χαρακτηριστική αντιστροφή της αλήθειας.
Η γέννα της σκυλίτσας και η απομάκρυνση των κουταβιών από τη μάνα τους είναι υποβλητικότατο θέμα, τόσο για εκείνους που ζουν κοντά σε ζώα, όσο και για το ευρύτερο κοινό· αναπόφευκτοι συνειρμοί είναι οι πολιτικές κρατούμενες που γέννησαν στις φυλακές...
Ο σκύλος–ντετέκτιβ θα συνδεθεί με μια υποταγμένη, «εκπορνευμένη» σκυλίτσα που έχει ανιδιοτελή αγάπη προς το δολοφονημένο ζώο –που είναι και ο πατέρας των κουταβιών της: στον ρόλο της «Πρισίλλα» εξαιρετική η Μαρία Πετεβή, με βάδισμα «σκυλίτσας του δρόμου» (ερμηνεύει με τρομερό χιούμορ και την τηλεπαρουσιάστρια που καλεί στην εκπομπή της την απρόσωπη δήμαρχο, τον απρόσωπο εκτροφέα σκύλων και την απρόσωπη ομάδα rebranding που θα άρει την «κακή εντύπωση» για το «συκοφαντημένο» χωριό). Η γέννα της σκυλίτσας και η απομάκρυνση των κουταβιών από τη μάνα τους είναι υποβλητικότατο θέμα, τόσο για εκείνους που ζουν κοντά σε ζώα, όσο και για το ευρύτερο κοινό· αναπόφευκτοι συνειρμοί είναι οι πολιτικές κρατούμενες που γέννησαν στις φυλακές, οι βασανιστές των στρατοπέδων συγκέντρωσης, ο σπαραγμός στα πεδία πολέμων με τα ορφανεμένα παιδάκια να γυρνούν στα ερείπια των βομβαρδισμένων τους σπιτιών, τα «φοβισμένα» βλέμματα όλων των κακοποιημένων πλασμάτων της γης. Τα «φοβισμένα» μάτια κάποιων σκύλων.
Ευφυής μυθοπλασία και σαφής σκηνοθετική γραμμή
Η ιδέα της κακοποίησης του αδυνάμου και ανυπεράσπιστου είναι ανατριχιαστική στην ίδια της τη συνεκτική δομή: προϋποθέτει ηθική σήψη και άκρατο εγωϊσμό, αναλγησία και εκδικητικότητα, σύνδρομο υπεροχής και κόμπλεξ κατωτερότητας, ενώ η σκληρότητα της πράξης καθεαυτήν εξοργίζει την κοινή γνώμη. Θέλω να πω ότι το ίδιο το συμβάν της κακοποίησης ενός αθώου ζώου καταδεικνύει τη χειρότερη, την ειδεχθέστερη και την πλέον αξιόποινη πλευρά των ανθρώπινων εγκλημάτων – κάποιος που βασανίζει, υποτάσσει, σκοτώνει ένα ζώο είναι υποψήφιος φασίστας και με μεγάλη ευκολία θα εφαρμόσει αντίστοιχες μεθόδους και σε κατηγορίες συνανθρώπων του που κρίνει ότι πρέπει να υποταγούν στην εξουσία του. Η ντοκιμαντερίστικη, επομένως, κατάδειξη του γεγονότος θα ήταν μια θεατρική «ευκολία» για τον Ανέστη Αζά – που εξελίσσεται διαρκώς ως δημιουργός και τώρα κινεί το κείμενό του και την παράστασή του σε δυσκολότερα μονοπάτια, κατασκευάζει μια ιστορία και την τοποθετεί σε σχηματικό χωροχρόνο, ενώ στους ήρωές του προσδίδει χαρακτηριστικά κινουμένων σχεδίων.
Όλοι οι ηθοποιοί του θιάσου έχουν ασκηθεί τόσο στη φυσιολογία, στην κινησιολογία και στους ακκισμούς του σκύλου, που φτάνουν στο σημείο να εξατομικεύουν τη «σκυλότητά» τους...
Πιο συγκεκριμένα, τους καθοδηγεί στο να συμπεριφέρονται σαν σκύλοι (να μυρίζουν, να κινούν τα πόδια με συγκεκριμένο τρόπο περπατώντας στα τέσσερα, να κατουράνε στις γωνίες και μετά να σκάβουν «υποθετικό λάκκο» όπως κάνουν όλα τα σκυλιά, σε γενικές γραμμές να ακολουθούν τις καταγεγραμμένες «σκυλίσιες» συμπεριφορές, εγγύτερες στο ένστικτο και ως εκ τούτου ποικιλμένες με χιούμορ και πολύ χαριτωμένες). Όλοι οι ηθοποιοί του θιάσου (ο Γιώργος Κατσής, η Έλενα Μαυρίδου, ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης, η Μαρία Πετεβή, ο Gary Salomon και ο Cem Yiğit Üzümoğlu) έχουν ασκηθεί τόσο στη φυσιολογία, στην κινησιολογία και στους ακκισμούς του σκύλου, που φτάνουν στο σημείο να εξατομικεύουν τη «σκυλότητά» τους: αυτό αποδεικνύεται στον συγκλονιστικό διάλογο των πεινασμένων σκυλιών που έχουν κρυφτεί στο βουνό, όταν εμείς ακούμε διαφορετικό γάβγισμα από κάθε ξεχωριστό ηθοποιό και παράλληλα οι υπέρτιτλοι «μεταφράζουν στα ανθρώπινα» τα γαβγίσματα αυτά.
Δεμένος θίασος, καταιγιστικός ρυθμός και συνεκτικότητα
Ο Gary Salomon (και, στη δημιουργία «κινηματογραφικού» ηχοτοπίου επί σκηνής, ο Παναγιώτης Μανουηλίδης και ο Άγγελος Κονταξής) με την ηλεκτρική κιθάρα του στο χέρι κρατά τον μίτο της αφήγησης, ενώ υποδύεται και τον συνεσταλμένο, φοβισμένο σκύλο Peanut (σκυλάκι που συνοδεύει τους πολιτικούς ως «γλάστρα»). Είναι αλήθεια πως αυτό το σκληρό, σκοτεινό έργο ελαφραίνει τους τόνους του με τη μουσική αφήγηση – το στομάχι μας δεν αντέχει τόση κακουργία πια, οπότε είναι σωτήριο το εύρημα της μετατροπής του story σε musical story, κατά το πρότυπο των «Cats». Εκτονώνει σε κάποιο βαθμό το σφίξιμο στο στομάχι και αναστέλλει προς στιγμήν τα δάκρυα. Γιατί είναι προφανές πως η πολιτική αλληγορία περνά σε δεύτερο επίπεδο, όταν συνειδητοποιείς πόσο φρικτός είναι ο ανθρώπινος «πολιτισμός» και τι έχουν τραβήξει τα ζώα από τον άνθρωπο: το πρώτο παράδειγμα που μου έρχεται στον νου είναι η επίταξη των αλόγων στην πρώτη γραμμή των ανθρώπινων πολέμων, ως αναλώσιμων «οχημάτων» του ανθρώπου και των πυροβόλων του. Σε όλα τα αποτρόπαια πεδία μάχης της ανθρώπινης ιστορίας σφαδάζουν μισοπεθαμένα και ακρωτηριασμένα άλογα, ενώ κάθε κατακτητής (του Βουκεφάλα περιλαμβανόμενου) συνδέει την αυθαιρεσία και τη βία του με ένα άλογο.
Είναι αλήθεια πως αυτό το σκληρό, σκοτεινό έργο ελαφραίνει τους τόνους του με τη μουσική αφήγηση – το στομάχι μας δεν αντέχει τόση κακουργία πια, οπότε είναι σωτήριο το εύρημα της μετατροπής του story σε musical story, κατά το πρότυπο των «Cats».
Η σκηνογραφία της Διδώς Γκόγκου με τα μεγάλα στρώματα διευκολύνει τις επικίνδυνες κυβιστήσεις, τα άλματα και τις βίαιες συμπλοκές των σκύλων στη σκηνή, ενώ χρησιμεύει εναλλακτικά και ως δομικό υλικό για την υπόδειξη ενός βουνού, μιας ανωφέρειας, μιας χαράδρας, του αρχαιολογικού τόπου των Δελφών με κίονες ή αναδιατάσσεται διαρκώς για τις ανάγκες του έργου. Για την εικονοπλασία, η εξιχνίαση της άγριας δολοφονίας του σκύλου ως διαδρομή, ως ταξίδι, ως σκηνική περιπέτεια περνά από διάφορα σκηνικά με άρτια υπαινικτικό τρόπο. Ντυμένα απλά με τα λειτουργικά κοστούμια της Βασιλείας Ροζάνα, τα σκυλιά του Ανέστη Αζά συνασπίζονται στο όνομα της πραγματικής δικαιοσύνης και το άγριο τέλος (όπου η αγέλη ανακτά την αρχετυπική της αγριότητα και δικαιώνει τις ανθρώπινες ενοχές και φοβίες) μοιάζει με Θεία Δίκη. Εύκολα παρομοιάζεται με την Τίσιν της αρχαίας τραγωδίας, με την αδιάλειπτη ροή που έχει προσδώσει στην παράστασή του ο Αζάς, με τη θαυμάσια δραματική κλιμάκωση και με την αριστοτεχνική διάκριση των γνωρισμάτων της «αγριότητας» από τα γνωρίσματα του «πολιτισμού».
Άμοιρα τα κουταβάκια σ’ αυτόν τον κόσμο
Η Έλενα Μαυρίδου, σε ρεσιτάλ ηθοποιίας, είναι μια κάπως μεγαλύτερη σκυλίτσα, που θα συνεργαστεί, θα προειδοποιήσει, θα προβεί σε φιλοσοφικό στοχασμό, θα επιλογίσει ενώπιον της αγέλης, μεταστοιχειώνοντας το εγχείρημα της αποκάλυψης της αλήθειας σε μια τεράστια θεατρική ουτοπία: τον ξεσηκωμό των καταπιεσμένων και –ίσως– και την εκδίκησή τους. Ο Cem Yiğit Üzümoğlu, έμπειρος πια ηθοποιός με γοητευτική παρουσία και φοβερό εκτόπισμα, υποδύεται το σκυλί του δρόμου, άγριο, με οξυμμένες οσφραντικές δυνατότητες και ακραία ένστικτα. Επίσης, υποδύεται το σκυλί των συνόρων, αυτό το άμοιρο, παρεξηγημένο σκυλί με το ένα μάτι που το επιστρατεύει η ανθρώπινη σκληρότητα σε κυνομαχίες και το εξαγριώνει για το δικό της συμφέρον (κι εδώ η σύνδεση με τον κινηματογράφο του Μουντρουτσό είναι προφανής, όπως και με το «Amores perros» του Ινιαρίτου).
To σωματικό θέατρο προσλαμβάνει την πλήρη του υποστασιοποίηση σε αυτήν την παράσταση, ακριβώς γιατί το σώμα του ηθοποιού είναι το άμεσο εργαλείο, η μετάπλαση του σώματός του σε κάτι άλλο, η μεταμφίεση του προσώπου του σε κάτι διαφορετικό από το ειθισμένο, και μάλιστα με πρόθεση την υπόσκαψη των βεβαιοτήτων που διέπουν τους οιονεί «πολιτισμένους» του πλανήτη.
To σωματικό θέατρο προσλαμβάνει την πλήρη του υποστασιοποίηση σε αυτήν την παράσταση, ακριβώς γιατί το σώμα του ηθοποιού είναι το άμεσο εργαλείο, η μετάπλαση του σώματός του σε κάτι άλλο, η μεταμφίεση του προσώπου του σε κάτι διαφορετικό από το ειθισμένο, και μάλιστα με πρόθεση την υπόσκαψη των βεβαιοτήτων που διέπουν τους οιονεί «πολιτισμένους» του πλανήτη. Πολύ σημαντικό ρόλο στην πραγματοποίηση της άκρας σωματικότητας διαδραματίζει η αρωγή του Κωνσταντίνου Μωραḯτη, που είναι animal body trainer και το αποδεικνύει περίτρανα στη συγκλονιστική σκηνή με τη φόλα. Το σπουδαιότερο είναι πως, με αυτήν τη μεταμορφωτική διεργασία, το αληθοφανές στην παράσταση είναι το πρόσωπο του σκύλου (η «σκυλότητα» στην οποία ορκίζεται η αγέλη των μαχητικών σκύλων–πρωταγωνιστών), ενώ τα πρόσωπα των ανθρώπων υποδεικνύονται μέσα από μια συγκεκριμένη, αποτροπαϊκή μάσκα που τη φορούν όλοι όταν θέλουν να υποδυθούν την «ανθρωπινότητα» – ο θεατής ταυτίζεται με την πλευρά του ζώου και αποστασιοποιείται από τα δικά του στερεότυπα.
Ποιος είναι ο πραγματικός «κάφρος»
Κάποτε, οι όροι «κάφρος» και «νέγρος» χρησιμοποιούνταν για να περιγραφούν υποτιμητικά κάποιες αφρικανικές φυλές. Αντίστοιχα, ο όρος «αδέσποτο» χρησιμοποιούνταν για να υποδηλώσει την περιφρόνηση προς το «μπάσταρδο», το σκυλί που δεν είναι «ράτσας». Τέλος, ο «κυνισμός» είναι ίδιον του φιλοσόφου Διογένη που «ζούσε σαν σκυλί», δηλαδή αφημένος στις ορμέμφυτες ώσεις του και εκτεθειμένος στη βία των άλλων. Όμως τι άλλο θα ήταν η φιλοσοφική στάση του Διογένη του Κυνικού, ει μη η υιοθέτηση της οπτικής γωνίας ενός σκύλου; Και γιατί να την επιλέξει, εάν δεν είχε την πεποίθηση ότι ο πραγματικά «απολίτιστος» είναι ο άνθρωπος, και ότι χρειάζεσαι φανάρι για να βρεις έναν πραγματικό άνθρωπο ανάμεσά μας; Καμιά φορά ο κυνισμός μπορεί και να υπηρετεί την αλήθεια, κι αυτό είναι αντικείμενο της Τέχνης στο σύνολό της. Στην παράσταση του κύριου Αζά οι όροι αλλάζουν νοηματοδότηση και υπηρετούν σαρκαστικά τη δριμεία αυτοκριτική του πολιτισμού μας.
Όπως και να τα προσεγγίσεις, τα «Σκυλιά» κομίζουν μια άρτια, εξέχουσα θεατρική πρόταση και αρθρώνουν μια συναρπαστική παράσταση, με όλες τις προδιαγραφές διεθνούς καριέρας.
Το παραπειστικό, υποκριτικό ανθρώπινο λεξιλόγιο δίνει στον κύριο Αζά την αφορμή να σχολιάσει καυστικά τον κίτρινο, εξαγορασμένο τύπο, εξ ού και η επιτυχημένη σκηνή «πρωϊνάδικου» με καλεσμένους τους τοπικούς παράγοντες, που γιορτάζουν την επιτυχή συγκάλυψη του γεγονότος και μετά επισκέπτονται –κατά ειρωνική συνεκδοχή– ένα τοπικό «σκυλάδικο» για να το γλεντήσουν.
Γενικώς, η χρήση, στο στόμα των σκύλων, λέξεων που περιέχουν ως συνθετικό τη λέξη «σκύλος» (σκυλοζωή, σκυλοτροφή, σκυλολόι, σκυλάδικο, κυνικός, κυνισμός, κυνομαχία, Κυνοκέφαλος, Σκυλοφιλόσοφος και τα συναφή) είναι πολύ ευφυής, γιατί αποκαλύπτει τον ευφημισμό και την πεπλανημένη ανθρώπινη πεποίθηση ότι ο «πολιτισμός» είναι με το μέρος της ανθρώπινης κοινωνίας. Άλλωστε, ο «εκπολιτισμός» και η «εξημέρωση της άγριας φύσης» έχει ξεκάθαρες αναλογίες με τα προσχήματα των αποικιοκρατών, καθώς και με κάθε μορφή εκμετάλλευσης των αδύναμων του πλανήτη. Όπως και να τα προσεγγίσεις, τα «Σκυλιά» κομίζουν μια άρτια, εξέχουσα θεατρική πρόταση και αρθρώνουν μια συναρπαστική παράσταση, με όλες τις προδιαγραφές διεθνούς καριέρας.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.